Δεν θα υπάρξουν νέοι φόροι, διαβεβαίωσε τη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας την περασμένη Παρασκευή. Και δεν έχουμε κανένα λόγο να τον αμφισβητήσουμε. Αρκεί οι φόροι που έχει βάλει η κυβέρνηση (και οι προηγούμενες) να εισπραχθούν. Και εδώ είναι το πρόβλημα για τον κ. Στουρνάρα.
Η πολιτική που έχουν ακολουθήσει ως σήμερα οι κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν την κρίση υπαγορεύει στον υπουργό Οικονομικών η δημοσιονομική προσαρμογή να γίνεται με την επιβολή όλο και περισσότερων φόρων στα εισοδήματα, στην κατανάλωση και στην ακίνητη περιουσία. Αντί να περιορίσουν τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δημιουργώντας ένα μικρό, ευέλικτο και αποτελεσματικό κράτος, επιβάλλουν συνεχείς φόρους εξαντλώντας τη φοροδοτική ικανότητα όχι μόνο των χαμηλότερων αλλά και των μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων, που σηκώνουν και το μεγαλύτερο βάρος. Ιδίως των μισθωτών και των ιδιοκτητών ακινήτων, που δεν μπορούν να ξεφύγουν από την τσιμπίδα της Εφορίας.
Ωστόσο εξαιτίας της ύφεσης οι φορολογούμενοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες να ανταποκριθούν, εξ ου και η υστέρηση που καταγράφεται στα φορολογικά έσοδα που τρέχει τώρα να καλύψει το υπουργείο Οικονομικών, καθώς το πρόγραμμα προσαρμογής απειλείται, για ακόμη μία φορά, με εκτροχιασμό.
Τρία χρόνια τώρα οι κυβερνήσεις, αντί να αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα μέσω της πάταξης της φοροδιαφυγής, βάζουν φόρους επί δικαίους και αδίκους και ιδιαίτερα σε όσους ήδη έχουν μεγάλο φορολογικό βάρος. Ετσι όμως δύσκολα θα συγκεντρωθούν τα έσοδα που έχει προϋπολογίσει ο κ. Στουρνάρας. Η μόνη πιθανότητα να πετύχουν οι ρυθμίσεις που προωθεί και να φέρουν έσοδα στο δημόσιο ταμείο είναι να αξιολογούν την κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Διότι δεν μπορείς να τους βάλεις όλους στο ίδιο τσουβάλι. Δεν είναι στην ίδια μοίρα ούτε έχει την ίδια φοροδοτική ικανότητα, π.χ., ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου που είναι νοικιασμένο και του αποδίδει έσοδα με κάποιον που έχει αγοράσει με δάνειο ένα επαγγελματικό ακίνητο για εκμετάλλευση και το οποίο είναι ξενοίκιαστο εξαιτίας της κρίσης. Το ίδιο ισχύει για κάποιον που έχει μια ιδιόκτητη πρώτη κατοικία, ελεύθερη από βάρη, με κάποιον άλλον που αγόρασε πρώτη κατοικία με δάνειο, υπολογίζοντας στη φοροαπαλλαγή των τόκων, η οποία καταργήθηκε και τώρα καλείται να πληρώσει έξτρα φόρους και χαράτσια για κάτι που δεν του ανήκει, τη στιγμή που ενδεχομένως να μην είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το δάνειό του.
Αυτό όμως προϋποθέτει αποτελεσματικό εισπρακτικό μηχανισμό. Εκτός και αν υιοθετηθούν οι εισηγήσεις της τρόικας για κατασχέσεις και πλειστηριασμούς κινητών και ακινήτων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ