Για τρίτη συνεχή χρονιά, το 2012, οι ελληνικές επιχειρήσεις υφίστανται τις δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης, με κύρια χαρακτηριστικά την ύφεση, την αδυναμία χρηματοδότησης, την έλλειψη ρευστότητας, τις συνεχόμενες φορολογίες, το ανασφαλές διεθνές περιβάλλον και το κλίμα αβεβαιότητας που επικρατεί στην αγορά. Βιομηχανία, εμπόριο και υπηρεσίες βουλιάζουν στις ζημιές, παρά την ανθεκτικότητα που καταγράφεται στον κύκλο εργασιών τους. Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνονται στα πρώτα αποτελέσματα 762 επιχειρήσεων (208 από τη βιομηχανία, 202 από το εμπόριο και 352 από τον κλάδο των υπηρεσιών πλην τραπεζών και ασφαλειών) που έκλεισαν ισολογισμό τον Ιούνιο του 2012 και επεξεργάστηκε η ICAP Group.
Από τα οικονομικά στοιχεία του συνόλου του δείγματος κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι όλοι οι ευρύτεροι τομείς κατέγραψαν απώλειες εσόδων. Ο κύκλος εργασιών ήταν και πάλι μειωμένος, ενώ ο μόνος τομέας που παρουσίασε θετικό αποτέλεσμα (κέρδη προ φόρων) για την τελευταία χρήση ήταν το εμπόριο, το οποίο οφείλεται ουσιαστικά σε μία μεγάλη επιχείρηση με υψηλή κερδοφορία (Jumbo AE), η οποία και επηρέασε όχι μόνο το τομεακό αλλά και το συνολικό αποτέλεσμα του δείγματος.
Βάσει των ενοποιημένων αποτελεσμάτων χρήσης του συνόλου των επιχειρήσεων του δείγματος προκύπτει συνολική μείωση πωλήσεων κατά 6,4% στην τελευταία χρήση. Παράλληλα όμως υπήρξε αισθητή συγκράτηση του κόστους των πωλήσεων, γεγονός που οδήγησε σε λιγότερο έντονη μείωση των αντίστοιχων μεικτών κερδών (-4,2%). Περαιτέρω το 2012 υπήρξε απότομη πτώση (-50%) των «προμηθειών και λοιπών λειτουργικών εσόδων», γεγονός καθοριστικό που οδήγησε σε συρρίκνωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων, τα οποία κατέγραψαν πτώση 59,5% το τελευταίο έτος. Παρά την αρνητική αυτή εξέλιξη, το τελικό αποτέλεσμα εμφανίζεται βελτιωμένο, γεγονός που προήλθε αποκλειστικά από τη (θετική) διαμόρφωση των μη λειτουργικών στοιχείων και ιδιαίτερα την πτώση σχεδόν κατά 50% των μη λειτουργικών εξόδων, με συνέπεια τελικά την αναστροφή του τελικού αποτελέσματος από ζημιές 15,2 εκατ. ευρώ το 2011 σε κέρδη ύψους 10,6 εκατ. ευρώ το 2012. Σημειωτέον ότι, αν από το συνολικό δείγμα εξαιρεθεί η εταιρεία Jumbo, τότε το τελικό αποτέλεσμα θα παρέμενε ζημιογόνο και στις δύο χρήσεις, διαμορφούμενο σε 86,3 εκατ. ευρώ το 2012 από 117,3 εκατ. ευρώ το 2011. Τα συνολικά κέρδη EBITDA των 762 επιχειρήσεων του δείγματος υποχώρησαν περίπου κατά 5,9%.
Αξίζει να επισημανθεί ότι από τους επί μέρους τομείς της βιομηχανίας, του εμπορίου και των υπηρεσιών (πλην τραπεζών και ασφαλειών) ο τελευταίος εμφάνισε το χειρότερο αποτέλεσμα, παρά τη μείωση των ζημιών του κατά το τελευταίο έτος. Οσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των επιχειρήσεων του δείγματος συνολικά, κατ’ αρχάς τα συνολικά κεφάλαιά τους μειώθηκαν κατά 5,2% το 2012 εξαιτίας κυρίως της αντίστοιχης συρρίκνωσης (-36,9%) των διαθεσίμων τους, γεγονός ενδεικτικό του περιορισμού της ταμειακής τους ρευστότητας.
1.200 επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας στο κόκκινο
Σε «χρηματοδοτικό κενό» έχουν βρεθεί 1.200 επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας οι οποίες, παρ’ ότι είχαν δανειοδοτηθεί με την εγγύηση του Δημοσίου, σήμερα βρίσκουν κλειστές τις πόρτες των τραπεζών.
Επιχειρηματίες που έχουν βρεθεί σε αδιέξοδο και ετοιμάζονται να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη καταγγέλλουν ότι «ορισμένες τράπεζες έχοντας τις εγγυήσεις επιλέγουν συμπεριφορές οι οποίες μας οδηγούν σε αφανισμό. Κλείνουν λογαριασμούς, δεν δίνουν εγγυητικές, δεν δέχονται ρυθμίσεις. Προφανώς επιθυμούν να εισπράξουν το ποσά των εγγυήσεων από το Δημόσιο».
Η ιστορία ξεκίνησε την περίοδο 2006-2007. Εκτοτε και ως το 2011 το Ελληνικό Δημόσιο παρείχε εγγυήσεις προς 1.200 μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις που απασχολούν συνολικά 100.000 εργαζομένους για δάνεια που αυτές είχαν ήδη πάρει με αυστηρά τραπεζικά κριτήρια.
Οι τράπεζες έχοντας την εγγύηση του Δημοσίου (οι εποχές ακόμη ήταν καλές για τη φερεγγυότητα του Ελληνικού Δημοσίου) τιτλοποίησαν τα δάνεια αποκτώντας ρευστότητα με πολύ χαμηλά επιτόκια.
Οταν ξέσπασε η κρίση, προκειμένου να διευκολυνθούν οι επιχειρήσεις, το Δημόσιο έδωσε προσωρινή παράταση καταβολής των χρεολυσίων και οι τράπεζες βρήκαν την ευκαιρία να αυξήσουν δραματικά τα αρχικά επιτόκια των δανείων. Ετσι επιχειρήσεις που είχαν δανειστεί με 3,5% βρέθηκαν με νέα επιτόκια 9%.
Πολλές από τις επιχειρήσεις κατάφεραν, περιορίζοντας το μέγεθός τους και βρίσκοντας νέες αγορές, κυρίως στο εξωτερικό, να είναι βιώσιμες διατηρώντας πολύτιμες θέσεις εργασίας. Καθίσταται όμως δύσκολη η εξυπηρέτηση των παλαιών δανείων με τα νέα υψηλά επιτόκια.
Με τους νόμους 4013/2011 και κυρίως τους 4060 και 4075/2012 που ψηφίστηκαν από την κυβέρνηση Παπαδήμου και με παρέμβαση Σαμαρά δημιουργήθηκε πλαίσιο για τη ρύθμιση των υποθέσεων αυτών και δόθηκε στην Επιτροπή Εγγυήσεων του Γενικού Λογιστηρίου η αρμοδιότητα να διευθετεί και ζητήματα δόσεων, επιτοκίων κτλ.
Προϋπόθεση για την όποια ρύθμιση είναι η υποβολή σχεδίου βιωσιμότητας της κάθε επιχείρησης που επιθυμεί την υπαγωγή της και η ρύθμιση εγκρίνεται από το αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο.
Αρκετές επιχειρήσεις έσπευσαν να υποβάλουν αιτήσεις υπαγωγής και σχέδια βιωσιμότητας. Παραδόξως η κυβέρνηση ανέστειλε σιωπηρά την εφαρμογή των ψηφισμένων νόμων.
Ο αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας εδώ και οκτώ μήνες δεν ανασυγκροτεί την Επιτροπή Εγγυήσεων, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να μην μπορούν ούτε με τις τράπεζες να συνδιαλαγούν ούτε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου να πραγματοποιήσουν ούτε τις δόσεις τους να ρυθμίσουν.
Σε σύσκεψη που έγινε στο υπουργείο Οικονομικών με τους εκπροσώπους των επιμελητηρίων και επιχειρήσεων της Β. Ελλάδας η υπόθεση παρέμεινε στάσιμη.
Εγκυροι νομικοί κύκλοι θεωρούν ότι «η απροθυμία των υπηρεσιακών στελεχών του υπουργείου οφείλεται στο ότι το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο δεν τους παρέχει εγγυήσεις για τις εισηγήσεις που πρέπει να κάνουν και αυτό τους οδηγεί να μπλοκάρουν ουσιαστικά και την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, που μοιάζει να μην κατανοεί το πρόβλημα και να μην παίρνει πρωτοβουλίες.
Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα θα αρκούσε τροποποίηση του νόμου για τη σύνθεση της επιτροπής που θα εξέταζε τις αιτήσεις υπαγωγής ώστε να έχει καλύτερες τεχνικές δυνατότητες και η θέσπιση κριτηρίων υπαγωγής με στόχο τη διατήρηση των βιώσιμων επιχειρήσεων και τη διατήρηση συγκεκριμένων θέσεων εργασίας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ