Μετά το 1945 ξαναβαφτίστηκε. Η πλατεία Opernplatz –περίπου στο μέσον της κεντρικότερης λεωφόρου του Ανατολικού Βερολίνου, Unter den Linden (υπό τας φιλύρας) –πήρε το επίθετο του πατέρα της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας Αουγκούστ Μπέμπελ. Κατά τα άλλα, η εικόνα της δεν έχει αλλάξει καθόλου. Τα κτίρια που την περιστοιχίζουν, η όπερα, η παλιά βιβλιοθήκη της πόλης και το Πανεπιστήμιο Χούμπολντ, παραμένουν τα ίδια, όπως και το κράσπεδό της. Αυτό κάνει πιο εύκολη την αναπαράσταση των γεγονότων της νύχτας της 10ης Μαΐου 1933, όταν μέλη του Συνδέσμου Εθνικοσοσιαλιστών Φοιτητών έριξαν στην πυρά χιλιάδες βιβλία των γνωστότερων αντιφασιστών συγγραφέων της Γερμανίας, από τον Τόμας Μαν και τον Μπέρτολτ Μπρεχτ ως τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Ερνστ Μπλοχ.
Φωτιά που δεν θα σβηστεί ποτέ από την ιστορική μνήμη –ούτε από το συλλογικό ανθρώπινο σώμα. «Εκεί που καίνε βιβλία μια μέρα θα καίνε ανθρώπους» υπενθυμίζει μια ρήση του Χάινριχ Χάινε από το 1820 σε μια χάλκινη πλάκα στο κέντρο της πλατείας. Από εκεί η πυρκαγιά μεταπήδησε σε ολόκληρη την υφήλιο και αποτέφρωσε, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, 60 εκατομμύρια ανθρώπους.
Οι φωτογραφίες του μοιραίου αυτού εμπρησμού δεσπόζουν στην έκθεση «Στον δρόμο προς τη δικτατορία», που φιλοξενείται στο μουσείο του Βερολίνου Τοπογραφία του Τρόμου με αφορμή τη συμπλήρωση 80 χρόνων από την κατάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ (30 Ιανουαρίου 1933). Σε αυτές αποτυπώνεται η ιδιαίτερη σχέση που είχαν οι ναζιστές με τη φωτιά: «Ηταν τελετουργία εξαγνισμού κατά το μυθικό γερμανικό πρότυπο» λέει ο επιμελητής της έκθεσης Κλάους Χέσε. «Δείχνει το πισωγύρισμα της κοινωνίας σε προδημοκρατικές μορφές οργάνωσης. Ταυτόχρονα, το φως της πυράς που φωτίζει με τον ίδιον τρόπο τα πρόσωπα που στέκονται γύρω της συμβολίζει την κοινωνική τους εξίσωση, σύμφωνα με την ιδεολογία της «λαϊκής κοινότητας»».
Καθόλου περίεργο λοιπόν που στις νυχτερινές παρελάσεις τους οι ναζιστές συνήθιζαν να κρατούν στα χέρια τους αναμμένους πυρσούς. Με αυτούς επιτίθονταν συχνά και κατά των αντιπάλων τους –όπως στη διαβόητη «Νύχτα των κρυστάλλων», στις 9 Νοεμβρίου του 1938, όταν έκαψαν χιλιάδες εβραϊκά καταστήματα και συναγωγές σκοτώνοντας παράλληλα εκατοντάδες εβραίους σε όλη τη Γερμανία.
Στο άντρο της Γκεστάπο


Κανένας άλλος χώρος στο Βερολίνο δεν ήταν καταλληλότερος για μια τέτοια έκθεση. Το μουσείο της οδού Niederkirchnerstrasse 8 είναι κτισμένο ακριβώς εκεί όπου ορθωνόταν παλαιότερα το αρχηγείο της Γκεστάπο, της μυστικής αστυνομίας του Χίτλερ. Το αρχηγείο έχει κατεδαφιστεί από καιρό, τα θεμέλιά του όμως, ανάμεσα στα οποία βρίσκονταν τα κελιά των βασανιστηρίων, διατηρούνται άθικτα.
Ο τόπος αυτός έχει κατά τα άλλα πολλαπλή συμβολική σημασία. Κατά μήκος των θεμελίων, σε απόσταση μόλις δύο μέτρων, υψώνεται ένα «διατηρητέο» κομμάτι από το Τείχος του Βερολίνου. Και ακριβώς απέναντι από αυτό βρίσκεται το σημερινό υπουργείο Οικονομικών –το μεγαλύτερο, ως λέγεται, κυβερνητικό κτίσμα της Δύσης, μετά το αμερικανικό Πεντάγωνο. Το κτίριό του, που οικοδομήθηκε τη δεκαετία του 1930, χρησιμοποιήθηκε κατ’ αρχάς ως υπουργείο Αεροπορίας από τον Χέρμαν Γκέρινγκ. Μεταπολεμικώς φιλοξενούσε υπουργεία της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης, έως ότου, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, έγινε έδρα του ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικών.
Οποιος στέκεται λοιπόν στην είσοδο του μουσείου και κοιτάζει προς την κατεύθυνση του υπουργείου έχει μπροστά του, σε απόσταση περίπου 70 μέτρων, συμπυκνωμένη τη γερμανική τραγωδία 80 χρόνων –και ταυτόχρονα την αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Τις αρχικές λεπτομέρειές της τις βλέπει κανείς στο ίδιο το μουσείο: τον Χίτλερ να μορφάζει σαν παλαβός. Τα πλήθη να εκστασιάζονται μπροστά του. Τα τάγματα εφόδου να σπάνε τα γραφεία των οργανώσεων του εργατικού κινήματος ή να τοποθετούν πινακίδες στις προσόψεις εβραϊκών καταστημάτων με την επιγραφή «Μην αγοράζετε από εβραϊκά μαγαζιά».
Καγκελάριος του χάους


Η «διήγηση» της Ιστορίας αρχίζει με ένα τσιτάτο από το ημερολόγιο του τότε υπουργού Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς με ημερομηνία 30 Ιανουαρίου του 1933: «Φθάσαμε στον στόχο. Ο Χίτλερ είναι καγκελάριος του Ράιχ. Σαν παραμύθι».
Τη συνέχεια της εξιστόρησης, για τις επιπτώσεις του «παραμυθιού», αναλαμβάνει η Κέτε Φράνκενταλ, που δούλευε τότε ως γιατρός στο προάστιο Νοϊκέλν του Βερολίνου. «Οι συλλήψεις είχαν στην αρχή χαοτική μορφή» γράφει στα απομνημονεύματά της. «Ετσι δεν μπορούσε να είναι κανείς σίγουρος για την ασφάλειά του». Ηδη στα τέλη Φεβρουαρίου, προσθέτει, άρχισε η «σύντομη εθνική διαπαιδαγώγηση» των αντιφρονούντων, οι οποίοι συλλαμβάνονταν και βασανίζονταν μέχρι «πεθαμού» για 24 ώρες και στέλνονταν κατόπιν στα σπίτια τους –ως τον επόμενο γύρο.
Η τρομοκρατία είχε από την αρχή γενικευμένο χαρακτήρα. Και αυτό δεν ήταν τυχαίο: ο ναζισμός –και αυτό είναι που τον διέκρινε ουσιαστικά από άλλες μορφές αυταρχικής διακυβέρνησης, όπως η στρατιωτική δικτατορία ή ο λεγόμενος «βοναπαρτισμός», η «αρχή του ενός» –είχε μαζική βάση ιδίως στα κατεστραμμένα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το οικονομικό κραχ του 1929 μικροαστικά στρώματα, καθώς και στα εκατομμύρια των ανέργων. Ετσι μπορούσε να ελέγχει κάθε πόρο της κοινωνίας (κράτος, οργανώσεις, σχολεία, γειτονιές, οικογένειες).
Μόνο τα παρακρατικά τάγματα εφόδου (SA) αριθμούσαν λίγο προτού γίνει καγκελάριος ο Χίτλερ 420.000 μέλη –δύο χρόνια αργότερα είχαν φθάσει τα 3 εκατομμύρια. Ηδη στις 28 Φεβρουαρίου του 1933, μία ημέρα μετά τον εμπρησμό του Ράιχστακ, ο Γκέρινγκ (τότε υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας) διόρισε 50.000 τέτοιους «παρακρατικούς» στην τακτική αστυνομία –μετατρέποντας έτσι με μία μονογραφή του το παρακράτος σε κράτος.
Η τρομοκρατία δεν θα είχε όμως μόνιμη πέραση αν ο Χίτλερ δεν είχε επιτύχει και έναν δεύτερο στόχο του: να σπάσει το ηθικό και να μεταλλάξει, όπως λέει ο κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Κραουσχάαρ, το κανονιστικό σύστημα των αξιών πολλών Γερμανών. Οι έννοιες ελευθερία, δημοκρατία ή ανθρώπινα δικαιώματα έχασαν γι’ αυτούς κάθε αξία. Ετσι αποδέχθηκαν στη συνέχεια με ενθουσιασμό την ιδεολογία περί ανωτερότητας της άριας φυλής. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι οι ειδικοί μιλούν για μοναδική στα ιστορικά χρονικά «συλλογική παράκρουση», που είχε ανάλογα συλλογικό τραγικό τέλος.
«Δεν υπνώτισε, αλλά εξαγόρασε τους Γερμανούς»
Υπάρχουν αρκετές κριτικές «αναγνώσεις» του ναζισμού. Για παράδειγμα, εκείνη του ιστορικού Γκετς Αλι, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Χίτλερ δεν «υπνώτισε», απλώς εξαγόρασε τους Γερμανούς. Στην αρχή με ακάλυπτα κρατικά δάνεια, με τα οποία χρηματοδότησε ένα τεράστιο πρόγραμμα δημόσιων και πολεμικών έργων (μειώνοντας έτσι δραστικά την ανεργία) και στη συνέχεια, στον πόλεμο, με τα χρήματα που λήστεψε από τις κατεχόμενες χώρες. Μια ένδειξη γι’ αυτό, προσθέτει, είναι ότι σε περιόδους που έκανε μεγάλες παροχές στα «πλήθη» ανέβαινε και ο αριθμός των γονιών που έδιναν στα παιδιά τους το όνομα «Αντολφ».
Οι περισσότεροι «Αδόλφοι» καταγράφηκαν την περίοδο 1940-1941, όταν, μετά την κατάληψη της μισής Ευρώπης, οι παροχές τινάχτηκαν στα ύψη. Ο αριθμός τους άρχισε να μειώνεται το 1942-1943, όταν, μετά την ήττα της ναζιστικής Βέρμαχτ στο Στάλινγκραντ, έπεσαν κάθετα και οι παροχές και έφθασε σχεδόν στο μηδέν προς το τέλος του πολέμου.
Παρά τη βαρβαρότητά του, ωστόσο, ο ναζισμός είχε και ορισμένα «νεωτερικά» στοιχεία, ιδίως στον τομέα της οργάνωσης. «Το εθνικοσοσιαλιστικό ήταν σύγχρονο λαϊκό κόμμα, με την έννοια ότι ενσωμάτωνε τα πιο διαφορετικά κοινωνικά στρώματα» λέει ο Κλάους Χέσε. Παρόμοια «μοντέρνα» ήταν και η λειτουργία του στον πολιτιστικό τομέα. «Οχι ότι δημιούργησε νέα κουλτούρα, το αντίθετο μάλιστα, ήταν η άρνηση της κουλτούρας» λέει ο ίδιος. «Αλλά η χρήση που έκανε στα νέα τότε καλλιτεχνικά μέσα, όπως ο κινηματογράφος και η φωτογραφία, ήταν πρωτοποριακή».
Μια γεύση γι’ αυτό δίνουν οι φωτογραφίες που εκτίθενται στην «Τοπογραφία του τρόμου». Προπαγανδιστικές, «στημένες» εικόνες που αποτυπώνουν την ατμόσφαιρα μιας φρικτής εποχής.

πότε & πού:
Η έκθεση «Der Weg in die Diktatur» (Στον δρόμο προς τη δικτατορία»), στο Μουσείο Topographie des Terrors, θα διαρκέσει ως τις 9 Νοεμβρίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ