Δύσκολο να εκτιμήσεις μία εκπομπή από τις πρώτες εμφανίσεις της. Ενδεχομένως να την αδικήσεις καθώς δεν της δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος να εξελιχθεί, να διορθώσει τα λάθη της, να πιάσει ρυθμό. Στην περίπτωση του «Joy», του νέου ψυχαγωγικού μαγκαζίνο του ΣΚΑΪ, το δίλημμα του κρινόμενου «πρωτάρη» το παρακάμπτεις για να προλάβεις να «πιάσεις» την ορμή και τον ενθουσιασμό της αρχής. Για δύο ώρες τα απογεύματα του Σαββάτου και της Κυριακής μία παρέα νέων δημοσιογράφων, με την δική τους ιστορία στον χώρο των περιοδικών, προσπαθούν να σε ενημερώσουν για θέματα καθημερινά, πιο ανάλαφρα, να προσεγγίσουν τον κόσμο της σόουμπιζ δίχως ενοχές και δίχως να ποντάρουν σε ανόητες πληροφορίες. Με χαλαρή διάθεση αποπειρώνται να εκμαιεύσουν και να ξεδιπλώσουν άγνωστες πτυχές επωνύμων που δεν «απογειώθηκαν» επειδή είδαν τη φάτσα τους στο περίπτερο. Δημιούργησαν ένθετα με μικρές χρηστικές πληροφορίες, τα λεγόμενα tips, έβαψαν με χαρούμενες πινελιές κάποιες δυσάρεστες εκδοχές της ζωής. Με λίγα λόγια προσπαθούν να διασκεδάσουν την τηλεοπτική θλίψη και μιζέρια φέρνοντας λίγο φρέσκο αέρα.
Ενδιαφέρουσες οι ενότητες, ωραία τα πρόσωπα, πρωτότυπη η σκηνοθεσία. Στα συν η ταχύτητα, η διάθεση, η πρωτοτυπία, τα χρώματα, τα κείμενα, η επιλογή των περισσότερων καλεσμένων, η εναλλαγή των χώρων. Στα μείον, αλλά με περιθώρια βελτίωσης, η πολύ συχνή επανάληψη του τίτλου της εκπομπής και των ονομάτων των παρουσιαστών. Επίσης θέλει δουλειά η στήλη για την καλή διατροφή καθώς η παρουσιάστρια, Νίκη Κάρτσωνα, γοητεύθηκε παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε από το autocue και περιορίστηκε σε συμβουλές που είναι πολυφορεμένες. Είναι όμως ευχάριστη και πλήρως αποδεσμευμένη από το όχι και τόσο καλό τηλεοπτικό παρελθόν της.
Και κάτι τελευταίο. Κάθε εκπομπή έχει το δικό της παρασκήνιο. Στην περίπτωση του «Joy» είναι τουλάχιστον αισιόδοξο να βλέπεις μία ομάδα νέων ανθρώπων που βρέθηκαν επιβάτες σε ένα εκδοτικό ναυάγιο να βγαίνουν στη στεριά και να χτίζουν ωραία πράγματα εκεί που όλοι τους θεωρούσαν τελειωμένους. Είναι σχεδόν συγκινητικό.