Αστάθεια μπορεί να βγάλουν οι κάλπες στην Ιταλία στις 24 και 25 Φεβρουαρίου. Αυτό το σενάριο φοβούνται όχι μόνο οι Ιταλοί αλλά και οι Βρυξέλλες, γιατί θα αναζωπύρωνε την κρίση της ευρωζώνης ακριβώς τη στιγμή που πάει να συνέλθει. Μια κρίση «τύπου Ελλάδας», της οποίας η πιθανότητα και μόνο ήδη επηρεάζει τις αγορές. Ενα προεκλογικό πυροτέχνημα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι ότι θα καταργήσει τον φόρο ακίνητης περιουσίας, το οποίο μπορεί να αυξήσει το ποσοστό του στις ιταλικές εκλογές, σε συνδυασμό με τις ανησυχίες για την Ισπανία λόγω του σκανδάλου διαφθοράς που πλήττει την κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι ήταν αρκετά για να πέσουν οι χρηματιστηριακοί δείκτες την περασμένη Δευτέρα και να υποχωρήσει το ευρώ.

Οι δημοσκοπήσεις φέρνουν πρώτο τον κεντροαριστερό συνασπισμό του Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι με 33%-34%, ακολουθεί ο δεξιός συνασπισμός του «Καβαλιέρε» με 28%-29%, στην τρίτη θέση έρχεται το Κίνημα Πέντε Αστέρων (το κόμμα διαμαρτυρίας του κωμικού Μπέπε Γκρίλο που γεννήθηκε στο Internet και εξασφαλίζει 15%-16%) και στην τέταρτη ο κεντρώος συνασπισμός του τεχνοκράτη Μάριο Μόντι με 13%-14%. Οι κάλπες όμως κρύβουν εκπλήξεις, γιατί σχεδόν ο ένας στους τρεις Ιταλούς δηλώνει ακόμα αναποφάσιστος.

«Υπάρχει κίνδυνος για αστάθεια μετά τις εκλογές και αυτή συνδέεται κυρίως με τη Γερουσία», εξηγεί μιλώντας προς «Το Βήμα της Κυριακής» ο κ. Λορέντζο ντε Σίο, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Λουίς Γκουίντο Κάρλι της Ρώμης. «Οποιο κόμμα λάβει έστω και μία ψήφο παραπάνω από τα υπόλοιπα, παίρνει «μπόνους» εδρών στη Βουλή, το οποίο του εξασφαλίζει αυτόματα μια καλή πλειοψηφία». Στη Γερουσία όμως, λόγω της πολυπλοκότητας του εκλογικού νόμου, το «μπόνους» των εδρών δίνεται στα κόμματα ανά περιφέρεια. «Γι’ αυτό υπάρχει η πιθανότητα ο Μπερσάνι να πάρει τη Βουλή, αλλά στη Γερουσία να αναγκαστεί να συνασπιστεί με τον Μόντι για να πετύχει πλειοψηφία. Μια τέτοια συμφωνία είναι εφικτή, αλλά πρέπει να συγκεραστούν οι απόψεις της αριστερής πτέρυγας του Μπερσάνι με τους κεντρώους του Μόντι».

Γι’ αυτό πολλοί δίνουν ελάχιστη ζωή σε μια τέτοια κυβέρνηση. «Η προσωπική μου άποψη είναι ότι μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να κρατήσει ένα-δύο χρόνια, δηλαδή τη μισή κυβερνητική θητεία» λέει ο κ. Ντε Σίο.
Στην αστάθεια ενδέχεται να συμβάλει και ο Μπερλουσκόνι. «Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον δεξιό συνασπισμό του να υπολείπεται 4 ως 9 μονάδες του Μπερσάνι. Αν η ψαλίδα παραμείνει τόσο ανοιχτή, ο Μπερλουσκόνι δεν θα μπορέσει να μπλοκάρει τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερουσία. Αν όμως η ψαλίδα κλείσει στο 1%-2%, ο Μπερσάνι θα λάβει πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά στη Γερουσία θα του είναι απαραίτητος ο Μπερλουσκόνι. Τι θα βγάλει η κάλπη είναι το ερώτημα του «ενός εκατομμυρίου δολαρίων»». Ο κίνδυνος επιστροφής του «Καβαλιέρε» ως ρυθμιστή «δεν έχει μεγάλες πιθανότητες, αλλά είναι υπαρκτός», καθώς «μέχρι στιγμής ο Μπερσάνι δεν έχει παρουσιάσει δυνατές προτάσεις, ενώ ο Μπερλουσκόνι τραβάει την προσοχή», με τα… πυροτεχνήματά του. Η αστάθεια είναι μια πιθανότητα που μπορεί να βγάλουν οι κάλπες, συμφωνεί μιλώντας προς «Το Βήμα της Κυριακής» ο κ. Φεντερίγκο Αρτζεντιέρι, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Τζον Κάμποτ της Ρώμης: «Μια μετεκλογική συμμαχία Μπερσάνι-Μόντι είναι δυνατή από αριθμητική άποψη, αλλά από πολιτική, μόνο αν βρεθεί κοινή κεντροαριστερή ατζέντα» λέει εξηγώντας ότι ο συνασπισμός του Μπερσάνι διαθέτει μία πτέρυγα που είναι αρκετά κοντά στον Μόντι, αλλά και μία πολύ μακρύτερα. Τα κυριότερα σημεία τριβής προβλέπει ότι θα είναι δύο: «Η οικονομική/πολιτική και τα εργασιακά».

Και ο κ. Αρτζεντιέρι βλέπει να συμβάλει ο Μπερλουσκόνι στη μετεκλογική αστάθεια, όχι μόνο αν φέρει υψηλό ποσοστό, αλλά και αν κερδίσει απλώς τη Λομβαρδία, τη μεγάλη περιφέρεια της Βόρειας Ιταλίας που περιλαμβάνει το Μιλάνο. «Θα είναι πρόβλημα γιατί σ’ αυτή την περίπτωση ο Μπερλουσκόνι θα θέλει ρόλο. Αν όμως η Λομβαρδία του εξασφαλίσει την πλειοψηφία στη Γερουσία, η Ιταλία θα οδηγηθεί σε ακυβερνησία». Αυτό θα ήταν «καταστρεπτικό» για την Ιταλία, γιατί «θα έχανε κάθε αξιοπιστία που κέρδισε επί Μόντι. Μια κυβέρνηση συνασπισμού Μπερσάνι-Μόντι από τη μια καθησυχάζει τις αγορές και από την άλλη θα φέρει ανάπτυξη».

Αλλά στην περίπτωση που τα «κουκιά» δεν βγουν, ο κ. Αρτζεντιέρι προβλέπει ότι οι Ιταλοί θα αναγκαστούν να πάνε ξανά στις κάλπες, «όπως έγινε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2012». Εν τω μεταξύ, ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, «θα χαθεί πολύτιμος χρόνος και αξιοπιστία», βάζοντας τις αγορές ξανά στον πειρασμό να κερδοσκοπήσουν πλήττοντας την Ιταλία και την ευρωζώνη.

Η ολική επαναφορά ενός λαϊκιστή
Ο Μπερλουσκόνι ξεπέρασε Μόντι και Γκρίλο και κοιτάζει την κορυφή
Πριν από λίγο περισσότερο από έναν χρόνο, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αποχωρούσε ατιμασμένος από την εξουσία. Ο μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης, που έχει διατελέσει τρεις φορές πρωθυπουργός της Ιταλίας, έμοιαζε οριστικά τελειωμένος: είχε χάσει κάθε αξιοπιστία και είχε γελοιοποιηθεί από τα σκάνδαλα με τα περίφημα πάρτι «μπούνγκα-μπούνγκα» – στα οποία ήταν καλεσμένα κολ γκερλ και περιελάμβαναν ακόμη και πληρωμένο σεξ με ανήλικες (υπόθεση για την οποία δικάζεται αυτή την εποχή).

Τον Δεκέμβριο όμως έκανε την «ολική του επαναφορά» στην πολιτική. Εκπλήσσοντας τους πάντες, αποφάσισε να διεκδικήσει την πρωθυπουργία – αν και στη συνέχεια δήλωσε ότι, σε περίπτωση που κερδίσει τις εκλογές ο δεξιός συνασπισμός του, ο ίδιος θα αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών. Στην αρχή οι δημοσκοπήσεις δεν ήταν καλές γι’ αυτόν. Αλλά ύστερα από μια εκστρατεία «σοκ και δέους» στην ιταλική τηλεόραση – όπως μπαράζ συνεντεύξεων στα (πολλά) κανάλια που του ανήκουν – ξεπέρασε στις δημοσκοπήσεις το κόμμα του Μόντι και το κίνημα του Γκρίλο και άρχισε να κλείνει όλο και περισσότερο την ψαλίδα με τον κεντροαριστερό συνασπισμό του Μπερσάνι.

Ο δισεκατομμυριούχος «σόουμαν» γνωρίζει πώς να στρέφει τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του. Και δεν διστάζει να εκτεθεί ανεπανόρθωτα για να το επιτύχει. Εμπειρος, είναι αλήθεια, σ’ αυτόν τον τομέα, γνωρίζει τι να εκστομίσει για να κατακτήσει τα πρωτοσέλιδα. Σε εκδήλωση για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος στα τέλη Ιανουαρίου, για παράδειγμα – στη διάρκεια της οποίας ο φακός τον συνέλαβε να κοιμάται – επαίνεσε τον φασίστα δικτάτορα Μουσολίνι.

Ο λαϊκισμός του Μπερλουσκόνι δεν έχει τέλος. Το περασμένο Σαββατοκύριακο χάιδεψε τα αφτιά των ψηφοφόρων για να τους κάνει να πιστέψουν ότι αν ανεβεί ο ίδιος στην εξουσία οι επιπτώσεις της κρίσης θα αντιστραφούν ως διά μαγείας. Τους υποσχέθηκε όχι μόνο ότι θα καταργήσει τον (μισητό) φόρο ακίνητης περιουσίας που επέβαλε ο Μόντι, αλλά και ότι θα τους επιστρέψει το ποσό που πλήρωσαν πέρυσι – ένα κονδύλι που συνολικά φτάνει τα 4 δισ. ευρώ, τα οποία είναι ασαφές από πού θα τα εξοικονομήσει. Αλλωστε, κατά τον Μπερλουσκόνι, ο φόρος αυτός δεν ήταν παρά ένα απεχθές μέτρο που έλαβε ο «καθηγητάκος» Μόντι, ο οποίος είναι «σκυλάκι της Μέρκελ».

Δημοσκόπηση την περασμένη εβδομάδα έδειξε ότι το 51% των Ιταλών δεν πιστεύει τις προεκλογικές υποσχέσεις του «Καβαλιέρε» για τα φορολογικά.

Ενα μέρος των Ιταλών φρίττει στην προοπτική της επιστροφής του Μπερλουσκόνι στο προσκήνιο. Αυτοί θεωρούν ότι η «πολιτιστική κληρονομιά» που άφησε πίσω της μία 20ετία με τον μεγιστάνα πολιτικό στο τιμόνι της χώρας θα είναι πολύ δυσκολότερο να ξεπεραστεί από την οικονομική κληρονομιά που αφήνει στη χώρα. Και μόνο η «αισθητική Μπερλουσκόνι» – που περιλάμβανε σεξιστικά σχόλια, αντιμετώπιση των γυναικών σαν αντικείμενα και «θεοποίηση» των σέξι ξανθιών έτοιμων για όλα – άφησε ανεξίτηλο σημάδι όσον αφορά τη θέση της γυναίκας στην Ιταλία.

Η αντιπαράθεση
Χρέος, φόροι, ανεργία και… «γκριλισμός»
«Τα ζητήματα που απασχολούν περισσότερο τους Ιταλούς σ’ αυτή την προεκλογική εκστρατεία είναι, βεβαίως, τα δημόσια οικονομικά – όπως το δημόσιο χρέος της χώρας και ο ισοσκελισμός του προϋπολογισμού -, αλλά και η σχέση της Ιταλίας με την Ευρώπη. Υπάρχουν Ιταλοί που δεν επιθυμούν καμία αλλαγή στους δεσμούς με την ΕΕ, αλλά υπάρχει και μία μερίδα που ζητάει μεγαλύτερη αυτονομία από τις Βρυξέλλες» λέει μιλώντας προς «Το Βήμα της Κυριακής» ο κ. Ραφαέλε ντε Μούτσι, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Λουίς Γκουίντο Κάρλι της Ρώμης.

«Αλλο ζήτημα που απασχολεί είναι οι φόροι – στην προεκλογική εκστρατεία όλοι υποστηρίζουν ότι θα τους μειώσουν ή ότι δεν θα τους αυξήσουν και κανένας δεν παραδέχεται ότι υπάρχει περίπτωση να αυξηθούν».

Παρά την κρισιμότητα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης τόσο για την Ιταλία όσο και για την ευρωζώνη, μόλις δύο εβδομάδες προτού ανοίξουν οι κάλπες, «σε ποσοστό 30% οι Ιταλοί δηλώνουν αναποφάσιστοι, ενώ ένα 20% δηλώνει ότι δεν θα πάει καν να ψηφίσει. Η υψηλή αποχή οφείλεται στην αύξηση του αριθμού των Ιταλών που στρέφουν την πλάτη τους στην πολιτική. Οσοι επιλέγουν να μην πάνε να ψηφίσουν δεν έχουν κάποιο ηλικιακό κοινό χαρακτηριστικό, για παράδειγμα δεν είναι αναγκαστικά νέοι σε ηλικία, αλλά αυτό που τους συνδέει είναι η αποστασιοποίηση από την πολιτική, το ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη πως τα προβλήματα θα τα λύσει η κυβέρνηση».

«Οι αναποφάσιστοι είναι ψηφοφόροι που περνούν ιδεολογική κρίση. Δεν είναι άνθρωποι που ανήκουν σε κάποιο κόμμα, αλλά που εξετάζουν τις πολιτικές που προτείνουν οι διάφοροι υποψήφιοι και θα κρίνουν αναλόγως. Η επιλογή δεν είναι προφανής γιατί τα προγράμματα αριστερών και δεξιών κομμάτων είναι πολύ παρόμοια» συνεχίζει ο κ. Ντε Μούτσι.

«Επειτα υπάρχουν και οι αναποφάσιστοι που είναι απογοητευμένοι από το κόμμα που ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές – πολλοί από αυτούς είχαν ψηφίσει, για παράδειγμα, τον Μπερλουσκόνι. Οι αναποφάσιστοι είναι ένα φυσιολογικό και όχι παθολογικό φαινόμενο της πολιτικής κατάστασης στην Ιταλία».

Το νέο φαινόμενο στην ιταλική πολιτική σ’ αυτές τις εκλογές είναι, σύμφωνα με τον κ. Ντε Μούτσι, ο «grillismo» ή αλλιώς «γκριλισμός» – από τον Μπέπε Γκρίλο, τον κωμικό που ηγείται ενός κινήματος πολιτών που γεννήθηκε στο Internet και ο οποίος έρχεται τρίτος στις δημοσκοπήσεις. «Το κίνημα αυτό είναι κατά των πολιτικών, κατά της Ευρώπης, κατά του ευρώ, κατά του συστήματος» λέει παρατηρώντας ότι, όπως στην Ελλάδα η κρίση έδωσε την ευκαιρία να μπουν στη Βουλή νέα κόμματα, το ίδιο συμβαίνει και στην Ιταλία, μόνο που εκεί δεν πρόκειται για σχηματισμούς της άκρας Δεξιάς, αλλά «για ένα ακραία λαϊκιστικό κόμμα κατά του κατεστημένου που συγκεντρώνει τις ψήφους διαμαρτυρίας».

Τελικά τι ελπίζει ο ιταλικός λαός από τη νέα κυβέρνηση; ρωτάμε τον κ. Ντε Μούτσι. «Οι Ιταλοί είναι τελείως απογοητευμένοι και δεν αναμένουν τίποτα καινούργιο. Ψηφίζουν μάλλον μηχανικά, από «αδράνεια» – που στη φυσική ονομάζεται η ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται σε κάθε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης – παρά συνειδητά. Πάντως δύο πράγματα θα ανέμεναν από όποια κυβέρνηση ανέβει στην εξουσία: να περιορίσει την ανεργία και να μειώσει τους φόρους».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ