Μελλοντικά ενδεχομένως να είναι εφικτή η χρήση του δέρματος του ιδίου του ασθενούς για την αποκατάσταση των βλαβών που προκαλεί η πολλαπλή σκλήρυνση (σκλήρυνση κατά πλάκας), υποστηρίζουν αμερικανοί ερευνητές σε άρθρο τους που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Cell Stem Cell».

Οι επιστήμονες από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ στις ΗΠΑ εξηγούν ότι τα νεύρα δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν μεταξύ τους στην περίπτωση της πολλαπλής σκλήρυνσης, αφού το προστατευτικό τους έλυτρο μυελίνης καταστρέφεται από το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς.

Τα πειράματα όμως που έκαναν σε ζώα έδειξαν ότι η χρήση επαναπρογραμματισμένων δερματικών κυττάρων μπορεί να συντελέσει σε αποκατάσταση του ελύτρου μυελίνης.

Σαν τη μόνωση των καλωδίων

Οι ερευνητές παρομοιάζουν το έλυτρο μυελίνης των νεύρων με το μονωτικό υλικό των ηλεκτρικών καλωδίων. Στις παθήσεις όπως η πολλαπλή σκλήρυνση η μυελίνη καταστρέφεται, αφήνοντας τα νεύρα εκτεθειμένα με αποτέλεσμα τα νευρικά σήματα να μην καταφέρνουν να φθάσουν στους διαφορετικούς προορισμούς τους εντός του σώματος.

Οι αμερικανοί ειδικοί χρησιμοποίησαν προηγμένες τεχνικές για να να αποκαταστήσουν τη μυελίνη. Πήραν δείγματα από ανθρώπινα δερματικά κύτταρα και τα μετέτρεψαν σε βλαστικά κύτταρα. Στη συνέχεια τα βλαστοκύτταρα μεταμορφώθηκαν σε μια ανώριμη εκδοχή κυττάρων του εγκεφάλου που παράγουν τη μυελίνη.

Επιτυχημένο πείραμα σε ποντίκια

Όταν τα κύτταρα εγχύθηκαν σε ποντίκια που είχαν γεννηθεί χωρίς μυελίνη, διαχύθηκαν στο νευρικό σύστημα και ορισμένα από τα πειραματόζωα δεν εμφάνισαν συμπτώματα της νόσου.

«Στην πολλαπλή σκλήρυνση οι νευρικές ίνες υπάρχουν μεν αλλά θα πρέπει να βρούμε τρόπο να αποκαταστήσουμε τη χαμένη μυελίνη. Και φυσικά στην περίπτωση των ανθρώπων θα πρέπει να λύσουμε το βασικό πρόβλημα, το πώς δηλαδή το ανοσοποιητικό σύστημα δεν θα επιτίθεται στην μυελίνη», εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης δρ Τζόρτζ Γκόλντμαν.

Οποιαδήποτε θεραπεία θα πρέπει να εφαρμοστεί παράλληλα με άλλες αγωγές για τη «διαχείριση» του ανοσοποιητικού συστήματος και φυσικά σε επαναληπτική βάση.

Σε κάθε περίπτωση οι ερευνητές δηλώνουν αισιόδοξοι αν και, όπως τονίζουν, θα πρέπει να διεξαχθούν τεστ ασφαλείας και η τεχνική να τελειοποιηθεί πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε κλινική μελέτη.