«Η Ελλάδα μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα να ταΐσει όλον τον κόσμο, αλλά μπορεί να του προσφέρει προϊόντα γεωγραφικής προέλευσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας»: με τη φράση αυτή ο επικεφαλής της Task Force, Χορστ Ράιχενμπαχ, εξέφρασε την πεποίθησή του ότι το μικρό μέγεθος του ελληνικού αγροτικού τομέα, ο οποίος αποδείχτηκε εν μέσω κρίσης ένας από τους ανθεκτικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, «μπορεί να αποτελέσει μεγάλο πλεονέκτημα».
Για να συμβεί αυτό, όμως, επισήμανε κατά την ομιλία του, την Πέμπτη στο συνέδριο του Economist στη Θεσσαλονίκη, θα πρέπει να δρομολογηθούν μια σειρά από δράσεις για την παραγωγή ελληνικών προϊόντων με «ταυτότητα», μέσω πιστοποιήσεων, συστημάτων ποιότητας και εκπαίδευσης των παραγωγών, αλλά και μέσω της καλύτερης σύνδεσης τουρισμού και αγροτικής οικονομίας.
Ο ίδιος επισήμανε ακόμη ότι είναι αναγκαία η βελτίωση των συστημάτων ελέγχων πληρωμών και γενικότερα των ελεγκτικών μηχανισμών, ώστε «η Ελλάδα να μη χάσει χρήματα, που θα μπορούσε να πάρει από κοινοτικά κονδύλια».
Πρόσθεσε δε, ότι ο ελληνικός αγροτικός τομέας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια σειρά από αδυναμίες και προβλήματα, όπως η χαμηλή παραγωγικότητα του ανθρώπινου δυναμικού, λόγω διοικητικών αδυναμιών, ελλιπών υποδομών και άλλων παραγόντων.
Αναφερόμενος γενικότερα στην ελληνική οικονομία, ο κ. Ράιχενμπαχ σημείωσε ότι «η ελληνική κρίση βρίσκεται σίγουρα σε σημείο καμπής, με πολλά από τα αρνητικά ελπίζω πίσω μας».
Οι επιδοτήσεις δεν αρκούν
«Οι επιδοτήσεις από μόνες τους δεν βοηθούν», προειδοποίησε από την πλευρά του ο Ολλανδός υφυπουργός Εξωτερικού Εμπορίου.
Στη στενότερη συνεργασία μεταξύ κυβέρνησης, επιχειρηματιών του αγροτικού τομέα και παραγωγών, βρίσκεται το «κλειδί» για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, όπως επισήμανε ο Σάιμον Σμιτς.
Όπως προέκυψε από την ομιλία του, το επιτυχημένο ολλανδικό μοντέλο βασίστηκε σε αυτήν ακριβώς την παραδοχή, όταν μετά την ενεργειακή κρίση του 1970, κυβέρνηση και αγρότες έπρεπε να αποφασίσουν αν ο ενεργοβόρος -λόγω και των πολλών θερμοκηπίων- αγροτικός τομέας της Ολλανδίας θα εγκαταλειφθεί εντελώς ή θα ορθοποδήσει.
«Η συνεργασία είναι καθοριστικός παράγοντας. Στην Ολλανδία, πάνω από το 60% της παραγωγής το διαχειρίζεται το συνεταιριστικό σύστημα», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Σμιτς, σημειώνοντας ότι ο πρωτογενής τομέας είναι σήμερα ο μεγαλύτερος εργοδότης στην Ολλανδία, προσφέροντας δουλειά σε συνολικά 500.000 ανθρώπους (άμεσα και έμμεσα απασχολούμενους).
Παραγωγή όλο τον χρόνο
Σχετικά με την Ελλάδα, ο κ. Σμιτς σημείωσε ότι η χώρα θα έπρεπε να εκμεταλλευτεί τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα, όπως η δυνατότητα παραγωγής καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, λόγω των ευνοϊκών κλιματικών συνθηκών, τα «ειδικά», παραδοσιακά και ποιοτικά προϊόντα και ο αγροτουρισμός.
«Μακροπρόθεσμα, οι επιδοτήσεις και μόνο δεν βοηθούν. Οι πιο επιτυχημένοι κλάδοι της γεωργίας διεθνώς είναι αυτοί που στηρίζονται στα πόδια τους», είπε και πρόσθεσε ότι η ολλανδική κυβέρνηση βρίσκεται στη διάθεση της ελληνικής για να μοιραστεί τις ολλανδικές ιστορίες επιτυχίας στον αγροτικό τομέα.
«Θέλουμε το ελληνικό προϊόν να βρίσκεται στα ράφια ως ποιοτικό, όχι ως φθηνό», σημείωσε από την πλευρά του ο υφυπουργός Ανάπτυξης, Θανάσης Σκορδάς, επισημαίνοντας ότι η ανάπτυξη της γεωργίας απαιτεί μείωση του κόστους αγροτικής παραγωγής, για «να παράγουν οι αγρότες προϊόντα και όχι να γίνονται ερευνητές επιδοτήσεων ή επενδυτές φωτοβολταϊκών», προκειμένου να επιβιώσουν.
Υψηλό κόστος
Σε ό,τι αφορά το κόστος παραγωγής, ανέφερε ενδεικτικά ότι στην Ελλάδα εντοπίζεται το τρίτο μεγαλύτερο, πανευρωπαϊκά, κόστος παραγωγής νωπού αγελαδινού γάλακτος (0,45 ευρώ/λίτρο, έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 0,28) και το δεύτερο υψηλότερο στο μαλακό σιτάρι και το κριθάρι.
«Δεν διαλανθάνει της προσοχής μας το τι συμβαίνει στον χώρο, π.χ. των φυτοφαρμάκων. Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να παρέμβει για να ελεγχθούν οι συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού», προειδοποίησε ο κ. Σκορδάς.