Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που πιστεύουν ότι εισερχόμαστε, αν δεν έχουμε ήδη εισέλθει, σε έναν πόλεμο νομισμάτων, ο οποίος για κάποιους μάλιστα, μπορεί να αποβεί ολέθριος για την παγκόσμια οικονομία.
Με τις παραδοσιακές οικονομικές δυνάμεις να φλερτάρουν με την ύφεση, το παιχνίδι σήμερα, σύμφωνα με τους ίδιους είναι, ποιος θα μπορέσει να βγει πρώτος από τη δεινή οικονομική θέση και να καταφέρει να επιστρέψει σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Στο πλαίσιο αυτό, οι κυβερνήσεις φλερτάρουν με την ιδέα της χειραγώγησης του νομίσματός τους, δηλαδή, να αφήσουν την ισοτιμία του να εξασθενίσει για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους και οι εξαγωγές τους.
Αυτό έχει ήδη κάνει σε μεγαλύτερο βαθμό η Ιαπωνία, με την ισοτιμία του γεν να έχει υποχωρήσει από τα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου κατά 13% σε σχέση με το δολάριο και κατά 18% σε σχέση με το ευρώ και σε μικρότερο βαθμό η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, με το δολάριο από τα χαμηλά του 1,20 ευρώ που βρέθηκε το 2012, να έχει υποχωρήσει στα επίπεδα του 1,37 ευρώ.
Μπροστά σ΄αυτό το σκηνικό, η Ευρώπη, όχι μόνο δεν διαθέτει ουσιαστικούς μηχανισμούς στήριξης του νομίσματός της, αλλά, για ακόμα μια φορά, εμφανίζεται διχασμένη.
Από τη μία βρίσκονται οι Γερμανοί που δεν επιθυμούν παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών στη διαμόρφωση των νομισματικών ισοτιμιών και από την άλλη οι Γάλλοι, οι οποίοι χθες δια στόματος του προέδρου τους Φρανσουά Ολάντ προέτρεψαν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αναζητήσουν τρόπους ώστε η ΕΚΤ να είναι σε θέση να στηρίξει την ισοτιμία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος.
Ομως, η θέση του Βερολίνου είναι ξεκάθαρη. Μόλις τον περασμένο μήνα η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ επέκρινε την υποτίμηση του γεν λέγοντας ότι «οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να χρησιμοποιούν τις κεντρικές τράπεζες για να καλύψουν τα δικά τους λάθη» και τόνισε ότι «η ΕΚΤ έφθασε στα όρια των αρμοδιοτήτων της, αγοράζοντας ομόλογα για να στηρίξει τις δημοσιονομικά αδύναμες χώρες της ευρωζώνης».
Στη χθεσινή ομιλία του στο Ευρωκοινοβούλιο, ο γάλλος πρόεδρος επεσήμανε την ανάγκη η ευρωζώνη μέσω της ΕΚΤ να έχει τη δυνατότητα άσκησης συναλλαγματικής πολιτικής διαφορετικά, όπως είπε «η ισοτιμία που θα της επιβληθεί δεν θα αντιστοιχεί στην πραγματική κατάσταση της οικονομίας της».

«Η ισοτιμία του ευρώ», τόνισε, «δεν μπορεί να κυμαίνεται ανάλογα με τις ορέξεις των αγορών» και επισήμανε την ανησυχία του ότι «η σημερινή υψηλή ισοτιμία του ενιαίου νομίσματος υπονομεύει τις προσπάθειες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να εξυγιάνουν τα δημόσια οικονομικά τους και να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους».

Η Γαλλία γνωρίζει από πρώτο χέρι τι σημαίνει οι αγορές να έχουν τον πρώτο λόγο. Στην περίπτωση των επιτοκίων, όπου και εκεί το Βερολίνο έχει βάλει βέτο στις παρεμβάσεις της ΕΚΤ, πληρώνει υψηλότερα επιτόκια για την εξυπηρέτηση του χρέους της εξαιτίας της υποβάθμισης της πιστοληπτικής της ικανότητας, τη στιγμή που το γερμανικό Δημόσιο δανείζεται με αρνητικά επιτόκια.
Επιπλέον, οι γερμανικές επιχειρήσεις χρηματοδοτούν τις επενδύσεις τους και εξασφαλίζουν κεφάλαια κίνησης με εξαιρετικά χαμηλό κόστος χρήματος και γίνονται ακόμη πιο ανταγωνιστικές σε σχέση με τις γαλλικές, εντός και εκτός ευρωζώνης.
Τώρα με τις αγορές να ισχυροποιούν το ευρώ, η θέση της Γερμανίας ενισχύεται περαιτέρω, αφού οι επιχειρήσεις της (αυτοκινητοβιομηχανία, κατασκευές κλπ) έχουν φτιάξει εργοστάσια και μονάδες παραγωγής στην Ασία και αλλού, όπου τιμολογούν σε τοπικό νόμισμα. Ετσι, ακόμα και στην κρίση η ανταγωνιστικότητά της βελτιώνεται, τουλάχιστον σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν έχει λοιπόν λόγο να παρέμβει στις αγορές συναλλάγματος.
«Υπάρχει ένα παράδοξο», είπε ο Φρανσουά Ολάντ: «Ζητάμε από ορισμένες χώρες να πάρουν μέτρα, όπως να κάνουν αλλαγές στην αγορά εργασίας, για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους και την ίδια στιγμή αφήνουμε το ευρώ να ανατιμηθεί κάνοντας ακριβότερα τα εξαγώγιμα προϊόντα τους».

Για τον λόγο αυτό, υπογράμμισε την ανάγκη για περισσότερη αλληλεγγύη στην ευρωζώνη, καλώντας τις χώρες με πλεονάσματα και υψηλή ανταγωνιστικότητα να στηρίξουν τις υπόλοιπες πιο αδύναμες χώρες της ζώνης του ενιαίου νομίσματος που εμφανίζουν ελλείμματα. «Οι χώρες της πρώτης κατηγορίας θα πρέπει να τονώσουν την εγχώρια ζήτηση δίνοντας ώθηση και στις υπόλοιπες οικονομίες», είπε.
Ομως στη ρεαλιστική πολιτική που ακολουθεί το Βερολίνο και όσο οι καλβινιτσικές αντιλήψεις κυριαρχούν στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, οι επικλήσεις στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν έχουν τύχη.
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα της ισοτιμίας του ευρώ είναι ένα νέο ζήτημα στον μακρύ κατάλογο των προβλημάτων που έχουν να επιλύσουν οι ευρωπαίοι ηγέτες, οι οποίοι προσέρχονται στις Βρυξέλλες για τη Σύνοδο Κορυφής.