«Η Γαλλία είναι πλήρως χρεοκοπημένη…». Τάδε έφη όχι όποιος κι όποιος, αλλά ο υπουργός Εργασίας της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του προέδρου Φρανσουά Ολάντ. Ο Μισέλ Σαπέν προκάλεσε σοκ, και οι διαψεύσεις έπεσαν βροχή, από τα πιο επίσημα χείλη. Και όμως, τα λόγια του δεν ξένισαν όσους μιλάνε εδώ και καιρό για εθνική κατάπτωση. Η οικονομία; Στα μαύρα της τα χάλια, με χρέος, έλλειμμα και ανεργία στο κόκκινο. Οι πολιτικοί; Σε μοιραία θέση μπροστά στη σκληρή λιτότητα που πρέπει, αναγκαστικά, να επιβάλουν. Η κοινωνία έχει μείνει εμβρόντητη από τη φτώχεια και τις περικοπές στο άλλοτε ζηλευτό Κράτος Πρόνοιας. Το ερώτημα ακούγεται όλο και πιο δυνατά: Είναι καταδικασμένη σήμερα στην παρακμή μια δύναμη επί αιώνες κραταιά, που έχει δώσει τόσα και τόσα στην Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο, από την εποχή του Διαφωτισμού και της Επανάστασης;

Ο υπουργός έκανε την περί «χρεοκοπίας α λα γαλλικά» γκάφα του σε συνέντευξη στο ραδιόφωνο, την περασμένη Δευτέρα. Επί μία εβδομάδα η κυβέρνηση προσπαθεί να τα μαζέψει, αλλά το κακό έχει γίνει. Η συζήτηση περί κατάπτωσης φουντώνει, αντί να σβήνει. Το φάσμα της παρακμής έχει στοιχειώσει τη Γαλλία και στο παρελθόν. Συνέβη το 1870, το 1918 και το 1940. Αλλά για πρώτη φορά στην ταραγμένη, και εν πολλοίς ένδοξη, ιστορία της η επιβίωση του έθνους απειλείται, σε τρία μέτωπα ταυτοχρόνως. Η κρίση στην ευρωζώνη, η παγκοσμιοποιημένη οικονομία και το βάρος από κύματα μεταναστών έχουν φέρει πολιτική, οικονομία και κοινωνία στα όριά τους.

Η γκρίνια έχει γίνει κάτι σαν εθνικό χόμπι. Ενας λαός πάλαι ποτέ υπερήφανος, στα όρια του σοβινισμού και της αλαζονείας, έχει πέσει σε κατάθλιψη. Πιστεύει ότι έχει χάσει τη θέση του στον κόσμο, και αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία.
Πολιτικοί και διανοούμενοι το διαπιστώνουν και ψάχνουν αγωνιωδώς τρόπους για ανάταση. Το δείχνουν δεκάδες βιβλία που κυκλοφορούν με τίτλους όπως «Η τυραννία της παρακμής», «Γαλλική μελαγχολία», «Είναι τελειωμένη η Γαλλία;», «Η Γαλλία που πέφτει», «Το γαλλικό παράδοξο».
Φτώχεια, ανεργία και μετανάστες φοβίζουν τους πάντες. Μαζί με την οργή για το πολιτικό κατεστημένο χάρισαν στη Μαρίν Λεπέν το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία της άκρας Δεξιάς. Ενα θηριώδες 30% των ψήφων της προέρχεται από τη μικρομεσαία και την εργατική τάξη. Οταν λέει ότι οι οπαδοί της είναι οι «αόρατοι» και οι «ξεχασμένοι» της Γαλλίας, γι’ αυτούς μιλάει. Είναι έξι εκατομμύρια, περί το ένα τέταρτο του ενεργού πληθυσμού, και όμως μοιάζουν με είδος που απειλείται με εξαφάνιση.
Βιομηχανική παρακμή, ανταγωνισμός με τους μετανάστες, ανασφάλεια και συρρίκνωση του Κράτους Πρόνοιας έφτιαξαν έναν κοινωνικό χώρο με χαμηλό ηθικό, πολύ ευάλωτο στον καταγγελτικό λαϊκισμό. Η εργατική τάξη είδε μείωση των θέσεων εργασίας από το 37% στο 23%. Ηδη εκατομμύρια Γάλλοι ζουν με τον καθημερινό φόβο της κοινωνικής υποβάθμισης. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, 15 εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορούν να καλύψουν τις βιοποριστικές ανάγκες τους.
Η κυβέρνηση λέει ότι πρέπει να εξοικονοµήσει περισσότερα από 100 δισ. ευρώ για να ισοσκελίσει τον προϋπολογισµό ως το 2017. Και όλα αυτά την ώρα που η ανεργία καλπάζει στο υψηλότερο σηµείο της 12ετίας και η οικονοµία αναπτύσσεται µε ρυθµούς γύρω στο 0,7%, σηµαντικά χαµηλότερους από το 2% που προβλεπόταν επισήµως.
Για να μην υπερβάλλουμε, οι Γάλλοι έχουν ακόµη υψηλό επίπεδο ζωής, µε γενναιόδωρα κοινωνικά επιδόµατα. Η οικονοµία βασίζεται σε επιχειρήσεις-κολοσσούς σε αυτοκινητοβιοµηχανία, αεροναυτική, σιδηροδρόµους, καλλυντικά, πυρηνική ενέργεια, ασφαλιστικές και φαρµακοβιοµηχανία. Η Γαλλία είναι η δεύτερη οικονοµία της Ευρώπης, πέµπτη παγκοσµίως, καθώς και πρώτος τουριστικός προορισµός διεθνώς. Περί το 25% της εργατικής δύναµης, ένας στους τέσσερις Γάλλους, εργάζεται στο ∆ηµόσιο και ως πολύ πρόσφατα ήταν καλά προστατευµένος από τις χειρότερες συνέπειες της οικονοµικής κρίσης.
Σε σύγκριση όµως µε αυτό που ήταν κάποτε; Υπάρχει κατάπτωση. Στα 30 χρόνια µεταξύ 1945 και 1975, µια περίοδο γνωστή ως «les trente glorieuses» (ένδοξη τριακονταετία), η οικονοµία αναπτυσσόταν µε ρυθµούς πολύ πιο γρήγορους από εκείνους της Βρετανίας και των ΗΠΑ, µε σειρά τετραετών κυβερνητικών προγραµµάτων. Πολιτικοί ηγέτες όλων των παρατάξεων στήριξαν εθνικοποιήσεις ολόκληρων τοµέων, ανάµεσά τους τραπεζών και φαρµακοβιοµηχανίας, µε κρατική παρέµβαση.
Η Γαλλία άρχισε τις ιδιωτικοποιήσεις επί σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, και τις συνέχισε ως τις ηµέρες του δεξιού Ζακ Σιράκ, τον οποίο διαδέχθηκε ο Νικολά Σαρκοζί το 2007, αν και το γαλλικό ∆ηµόσιο διατηρεί ακόµη ρυθµιστικά µερίδια στις µεγάλες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας. Αλλά το ισχυρό ∆ηµόσιο, οι υποδοµές, το σύστηµα Υγείας και οι κοινωνικές υπηρεσίες, αντικείµενο φθόνου για πολλούς ευρωπαίους γείτονες, έχουν ανοίξει σήµερα τη «µαύρη τρύπα» στην οικονοµία. Για να την αντιμετωπίσει η κυβέρνηση επιβάλλει φόρους επί φόρων σε εταιρείες και νοικοκυριά.
Τα σημάδια της παρακμής είναι εδώ

Η κρίση σε αριθμούς

Στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης το δημόσιο χρέος έχει φθάσει στα 1,43 τρισ. και το έλλειμμα στα 148,8 δισ. ευρώ. Η ανεργία καλπάζει στο 10% στον γενικό πληθυσμό και στο 30% στους νέους 18-25 ετών. Η κυβέρνηση Ολάντ θα περικόψει δαπάνες κατά 60 δισ. και θα αυξήσει φόρους κατά 20 δισ. ευρώ ως το 2017.

Πάμφτωχοι και άστεγοι

Ενας στους έξι Γάλλους, περί τα 10 εκατομμύρια άνθρωποι, ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας ή είναι άστεγοι –ανάμεσά τους 600.000 παιδιά. Οσοι έχουν οικογενειακό εισόδημα μικρότερο από 800 ευρώ τον μήνα έχουν αυξηθεί σε 9 εκατομμύρια σήμερα. Τα κοινωνικά επιδόματα έχουν μειωθεί κατά 40 δισ. ευρώ.
Αυτόχειρες εργαζόμενοι

Δουλεύουν 35 ώρες την εβδομάδα, με δίωρα διαλείμματα για φαγητό το μεσημέρι και διακοπές 30 ημερών μετ’ αποδοχών. Και όμως, η Γαλλία κατέχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εργατικών αυτοκτονιών στον κόσμο. Υπολογίζεται ότι 300-400 αυτοκτονίες τον χρόνο αποδίδονται άμεσα στις επισφαλείς συνθήκες εργασίας, από τότε που άρχισε η κρίση.
Από τον Σαρτρ στη «Φραμπαλά»

Πώς είναι δυνατόν μια χώρα που έδωσε τα φώτα της στον κόσμο να έχει πέσει τόσο χαμηλά; Εκεί που οι Γάλλοι είχαν τον Σαρτρ, βλέπουν τον τηλε-στάρ φιλόσοφο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί. Μετά τον Προυστ, τον Γκιγιόμ Μισό, με τα ερωτικά θρίλερ του εθνικά μπεστ σέλερ. Και μετά τη θεατρίνα Σάρα Μπερνάρ, τη Λετισιά Κάστα, την ωραία «Φραμπαλά» στις ταινίες του Αστερίξ.
Η γνώμη των πανεπιστημιακών
Νοσταλγώντας τα περασμένα μεγαλεία

«Εχει δίκιο ή άδικο ο υπουργός όταν λέει ότι η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας;» ρώτησε «Το Βήμα» δύο γάλλους ειδικούς.


«Ο Σαπέν προκάλεσε έκπληξη και σοκ. Πολλοί πολιτικοί, με πρώτο και καλύτερο τον υπουργό Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί, είπαν αμέσως ότι κάνει λάθος. Μέλη της κυβέρνησης, αλλά και σχολιαστές, επιμένουν ότι η Γαλλία είναι μια από τις πιο πλούσιες χώρες, και ότι ο τρόπος της ζωής μας είναι από τους πιο ζηλευτούς παγκοσμίως. Αλλά οι αριθμοί είναι αποκαρδιωτικοί: το χρέος, το έλλειμμα και η ανεργία αυξάνονται, χωρίς φως εν όψει»
μας λέει ο Γκυ Μιλιέρ, πανεπιστημιακός και συγγραφέας του βιβλίου «Γιατί η Γαλλία δεν μας κάνει πια να ονειρευόμαστε».

«Χάνουμε σταθερά ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τη Γερμανία και τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές σε όλον τον κόσμο. Είναι αλήθεια ότι η κοινωνία νιώθει νοσταλγία για τα «περασμένα μεγαλεία». Υπάρχει διάχυτη αποστροφή για την παγκοσμιοποίηση και γενική ανικανότητα του κόσμου να καταλάβει βασικές αρχές της οικονομίας. Το μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού λαού περιφρονεί τους επιχειρηματίες, πιστεύει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι πηγή όλων των κακών, και βασίζονται στο κράτος για να δημιουργήσει πλούτο και θέσεις εργασίας. Πριν από οκτώ μήνες οι Γάλλοι διάλεξαν τον σοσιαλισμό, στις κάλπες. Τώρα είναι απογοητευμένοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι έτοιμοι να ακολουθήσουν άλλον δρόμο. Αντιθέτως, πολλοί πιστεύουν ότι η κυβέρνηση Ολάντ δεν είναι αρκετά σοσιαλιστική. Αποθαρρυμένα μέλη της οικονομικής ελίτ φεύγουν για το Βέλγιο και το Λονδίνο. Οι πολιτικοί είναι ανίκανοι ή απρόθυμοι να εγκαταλείψουν την παράδοση του παρεμβατισμού. Η χώρα μοιάζει κολλημένη σε μιαν άλλη εποχή. Δημοσκόπηση το 2011 έδειξε ότι είμαστε ο πιο απαισιόδοξος λαός στον κόσμο. Αν γινόταν σήμερα η δημοσκόπηση, τα αποτελέσματα θα ήταν χειρότερα. Οι Γάλλοι αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν πράγματι σημαντικά λάθη στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η χώρα, αλλά ψάχνουν για λύσεις σε όλες τις λάθος κατευθύνσεις»
καταλήγει ο Μιλιέρ.

«Φυσικά, ο Σαπέν δεν μιλούσε κυριολεκτικά. Η Γαλλία δεν είναι χρεοκοπημένη: μπορεί να εξυπηρετήσει τα χρέη της και να συνεχίσει να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια, κάτω του 2%. Αλλά ήθελε να ταράξει την κοινή γνώμη και να προειδοποιήσει για τους δύσκολους καιρούς που έρχονται»
μας λέει ο Πατρίκ Σαμορέλ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Stanford και σύμβουλος της γαλλικής κυβέρνησης τη δεκαετία του ’90.

«Υπάρχουν ακόμη ισχυροί πολιτικοί και ιδεολογικοί παράγοντες που εμποδίζουν την αλλαγή: οι Γάλλοι δεν είναι πρόθυμοι να αλλάξουν επειδή το μέλλον τούς φαίνεται πολύ τρομακτικό. Οι μισοί λένε ότι μια παρατεταμένη παρακμή είναι αναπόφευκτη και έχουν χάσει την εμπιστοσύνη στην ικανότητα της Γαλλίας να αντιστρέψει αυτή την τάση. Εξ ου και η απαισιοδοξία τους είναι μεγαλύτερη απ’ οπουδήποτε αλλού, ακόμη και από την Ελλάδα»
τονίζει ο Σαμορέλ.
Γιατί η πατρίδα του Ντε Γκωλ παραμένει (ακόμη) διεθνής παίκτης
Η άλλη όψη θέλει το Παρίσι μαζί με το Βερολίνο τους δύο πυλώνες της ενωμένης Ευρώπης που πρέπει να μείνουν στη θέση τους

Σε πτώση; Μάλιστα. Τελειωμένη; Οχι βέβαια. Κατ’ αρχάς η Γαλλία ήταν, είναι και θα είναι ο ένας από τους δύο πυλώνες της ενωμένης Ευρώπης. Και αν η Γερμανία έχει πάρει τώρα το πάνω χέρι, η Γαλλία παίζει τον απαραίτητο εξισορροπητικό ρόλο. Οι δυο τους είναι σαν παντρεμένο ζευγάρι, που μπορεί να κάνει καβγάδες αλλά δεν πρόκειται να χωρίσει. Διαζύγιο θα σήμαινε διάλυση της ΕΕ, και αυτό δεν το θέλει κανένας.

Με πυρηνικό οπλοστάσιο από τη δεκαετία του ’60 και μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας, έχει δικαίωμα βέτο και λόγο που μετράει στη διεθνή σκηνή. Εχει ισχυρά συμφέροντα στις πρώην αποικίες και δεν διστάζει να τα προστατεύσει, ακόμη και με χρήση στρατιωτικής βίας. Ο Σαρκοζί βομβάρδισε τη Λιβύη, ο Ολάντ στέλνει στρατό στο Μάλι. Αν αυτό δεν είναι επίδειξη δύναμης, τότε τι είναι;
Μπορεί να χάνουν έδαφος σε σχέση με το παρελθόν, αλλά γαλλικοί γίγαντες παραμένουν μεγάλοι παίκτες, παγκοσμίως. Από τα καλλυντικά της L’Oreal ως τα αυτοκίνητα της Peugeot-Citroen, τα αεροπλάνα της Airbus και τα πυρηνικά της Areva, η εθνική βιομηχανία κρατιέται καλά.
Το ίδιο και οι εξαγωγές: οι πυρηνικοί αντιδραστήρες, η πολεμική βιομηχανία και οι επιχειρήσεις ειδών πολυτελείας είναι η βιτρίνα. Η Areva, η Total (πετρέλαια) και η EDF (ενέργεια), άνθη του CAC40 στο χρηματιστήριο, ενισχύουν το ΑΕΠ με δισεκατομμύρια ευρώ.
Φαίνεται επίσης ότι δεν είναι καθόλου πασέ να μιλάει κανείς γαλλικά. Περισσότεροι απ’ όσους νομίζουμε μπορούν να διαβάσουν τη Μαντάμ Μποβαρύ από το πρωτότυπο: 900.000 καθηγητές διδάσκουν γαλλικά σε όλον τον κόσμο. Είναι η δεύτερη μητρική και η δεύτερη ξένη γλώσσα στην ΕΕ, με 220 εκατομμύρια ομιλητές σε όλον τον κόσμο. Και 55 εκατομμύρια τηλεθεατές βλέπουν κάθε ημέρα το δορυφορικό TV5Monde.
Ιστορία, πολιτισμός, τέχνες, γράμματα, μουσεία, τοπία –για να μη μιλήσουμε για μόδα και κουζίνα. Καθόλου περίεργο που η Γαλλία είναι, μακράν, ο πιο δημοφιλής προορισμός παγκοσμίως, πολύ μπροστά από τις ΗΠΑ και την Ιταλία: 75 εκατομμύρια ξένοι τουρίστες την επισκέπτονται κάθε χρόνο. Γιατί ποιος δεν θέλει να δει στο Παρίσι; Να περάσει τις γέφυρες του Σηκουάνα, να ανέβει στον Πύργο του Αϊφελ, να γυρίσει τα χωριά της Προβηγκίας την άνοιξη;
Ποια δεν θα ήθελε να χαζέψει τις βιτρίνες της Chanel, του Dior και του YSL; Η γαλλική haute couture κυριαρχεί από την εποχή της αυλής του Λουδοβίκου ΙΔ’, σύμβολο κομψότητας και φινέτσας παντού. Και πόσοι θα μπορούσαν να αντισταθούν σε ένα boeuf bourguignon, από σεφ όπως ο Αλέν Ντυκάς; Σαμπάνιες και κρασιά από τη Βουργουνδία είναι ακόμη τα καλύτερα, και τα πιο ακριβά στον κόσμο. Με αξία 5,7 δισ. ευρώ, η οινοποιία είναι «βαριά βιομηχανία». Μόνο στο Μπορντό, καλλιεργούνται 120.000 αμπελώνες σε 7.000 σατό. Merlot και Cabernet-Sauvignon είναι οι πιο αγαπημένες ποικιλίες: το 67% της παραγωγής καταναλώνεται εκτός Γαλλίας.
Αλλά το μικρόβιο της αμφισβήτησης έχει φθάσει ως εκεί. Δεν είναι τυχαίο που ένα βιβλίο με τίτλο «Au Revoir σε όλα αυτά: φαγητό, κρασί, και το τέλος της Γαλλίας», γραμμένο από αμερικανό δημοσιογράφο, έγινε ανάρπαστο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ