Πρόκειται για το μεγαλύτερο τραπεζικό σκάνδαλο στην Ιταλία. Αλλά είναι σίγουρα και κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Αλλωστε η τρίτη σε μέγεθος τράπεζα της χώρας και η αρχαιότερη στον κόσμο δεν είναι απλώς ένα πιστωτικό ίδρυμα. Η Monte dei Paschi di Siena είναι ένας θεσμός, ένα ζωντανό μνημείο της σύγχρονης ιταλικής ιστορίας και ο οικονομικός πνεύμονας μιας από τις πλουσιότερες περιοχές του ιταλικού Βορρά. Η αποκάλυψη των πολιτικά «ύποπτων» και οικονομικά ζημιογόνων επενδυτικών επιλογών της διοίκησης έσπρωξε την τράπεζα στον… σκουπιδοτενεκέ των οίκων αξιολόγησης. Ακόμη χειρότερα, οι υπόνοιες (χωρίς αποδείξεις αλλά με ισχυρές ενδείξεις προς το παρόν) για διαπλοκή με τοπικούς κομματάρχες και πελατειακές σχέσεις με στελέχη της Κεντροαριστεράς απειλούν να δυναμιτίσουν το προεκλογικό πολιτικό σκηνικό στη χώρα εν μέσω επιδείνωσης της ύφεσης. Ευθύνες επιρρίπτονται και στην κεντρική τράπεζα της Ιταλίας, η οποία ελέγχεται για πλημμελή άσκηση του εποπτικού ρόλου της (όσο ήταν επικεφαλής ο Μάριο Ντράγκι), καθώς η MPS είχε εκτεθεί επί μακρόν σε συναλλαγές μεγάλου ρίσκου με διεθνείς χρηματοπιστωτικούς κολοσσούς, όπως η γερμανική Deutsche Bank, η αμερικανική JP Morgan και η ιαπωνική Nomura. Την περασμένη χρονιά η τράπεζα έλαβε ομολογιακό δάνειο ύψους 3,9 δισ. ευρώ από το ιταλικό Δημόσιο προκειμένου να διασωθεί οικονομικά. Ωστόσο αυτή τη φορά το κόστος για την ανάκτηση του χαμένου κύρους της θα είναι πολύ μεγαλύτερο για την τράπεζα της Λομβαρδίας.
Πόσα εκατομμύρια (αν όχι δισεκατομμύρια) ευρώ χάθηκαν τα τελευταία χρόνια από τις «απερίσκεπτες» επενδυτικές επιλογές της διοίκησης της τράπεζας; Πώς κατάφερε η οικονομική διεύθυνση της Monte dei Paschi di Siena (MPS) να κρύβει τις ζημιές από τα παράγωγα προϊόντα και να παίρνει οικονομική στήριξη από την κυβέρνηση; Τι γνώριζε πραγματικά ο γενικός γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος του οποίου τα στελέχη διετέλεσαν επί σειρά ετών υψηλόβαθμα στελέχη του ιδρύματος που κατέχει το μεγαλύτερο πακέτο μετοχών της τράπεζας; Αυτά και άλλα, ακόμη πιο δύσκολα ερωτήματα καλείται να φωτίσει η εισαγγελική έρευνα που έχει ξεκινήσει από την περασμένη εβδομάδα με επίκεντρο τα σκάνδαλα της τράπεζας. Οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις ήταν καταιγιστικές το προηγούμενο 10ήμερο, ωθώντας σε παραίτηση τον πρόεδρο του Ιταλικού Συνδέσμου Τραπεζών και πρώην διευθυντή (2006-2012) της MPS Τζουζέπε Μουσάρι.
Στη διάρκεια της θητείας του η εδρεύουσα στη Σιένα τράπεζα εξαγόρασε το δίκτυο και τα περιουσιακά στοιχεία της Banca Antonveneta καταβάλλοντας στη Santander το ποσό των 10 δισ. ευρώ. Ωστόσο το κόστος της αγοράς ήταν σκανδαλωδώς (και εξόφθαλμα) υπερτιμημένο, καθώς την ίδια χρονιά (2007) η ισπανική τράπεζα είχε αγοράσει από την ABN Amro την ίδια τράπεζα με τίμημα 60% χαμηλότερο.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της «Corriere della Sera», η υπερκοστολόγηση ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας ανάμεσα στην ισπανική Santander και στην JP Morgan, οι οποίες φαίνεται να μοιράστηκαν τα κέρδη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η MPS ήταν η ριγμένη της υπόθεσης, αφού την ίδια περίοδο είχε άλλες, εξίσου ύποπτες διατραπεζικές συναλλαγές.
Τα απόρρητα έγγραφα που βρέθηκαν στο γραφείο του πρώην εκτελεστικού διευθυντή της ιταλικής τράπεζας Αντόνιο Βίνι αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες των συναλλαγών που είχε από το 2006 ως το 2009 η MPS με τη Nomura, την Deutsche Bank και την JP Morgan. Τα παράγωγα και τα δομημένα ομόλογα που διακινούσαν οι δύο τράπεζες επέτρεψαν στην MPS να κρύψει (πρόσκαιρα μόνο) τις ζημιές της. Τα σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα είχαν ονομαστεί «Αλεξάνδρεια» στην περίπτωση της ιαπωνικής τράπεζας, «Σαντορίνη» και «Νότα Ιτάλια» αντιστοίχως από τα άλλα δύο ιδρύματα.
Ο νυν διοικητής της τράπεζας
Φαμπρίτσιο Βιόλα ομολογεί ότι αμφότερες οι επενδύσεις
«είναι σκελετοί στο μπαούλο» της MPS. Και πώς να μην το παραδεχθεί εφόσον οι ζημιές που προκάλεσαν τα ομόλογα πιθανόν να αγγίξουν τα 2 δισ. ευρώ, όπως σημειώνει δημοσίευμα της οικονομικής εφημερίδας «Il Sole 24 Ore»; Στελέχη της τράπεζας δηλώνουν (με την κάλυψη της ανωνυμίας) στο πρακτορείο Reuters ότι
«πράγματι υποτιμήθηκε συστηματικά το περιθώριο κινδύνου» των επενδυτικών τοποθετήσεων από τη διοίκηση. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το σχόλιο που αφορά τον πρώην οικονομικό διευθυντή της τράπεζας
Τζαν Λούκα Μπαλντασάρι. Ο ίδιος και μια κλειστή ομάδα αποτελούμενη από 4-5 στελέχη δρούσαν ως «συμμορία του 5%». Το ποσοστό αυτό είναι το «περιθώριο κέρδους» που ζητούσαν ο Μπαλντασάρι και οι συν αυτώ για κάθε συμφωνία που έκλειναν με άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Οι μίζες διοχετεύονταν στους προσωπικούς λογαριασμούς τους μέσω του επενδυτικού οχήματος Lutifin με έδρα στην Ελβετία, όπως αναφέρει το δημοσίευμα του Reuters.
«Η ομάδα Μπαλντασάρι δρούσε σαν τράπεζα μέσα στην τράπεζα διότι κανείς δεν αντιλαμβανόταν τι ακριβώς γινόταν» σημειώνει χαρακτηριστικά στέλεχος της MPS στο ειδησεογραφικό πρακτορείο.
Ιστορία
- Η Banca Monte dei Paschi di Siena ιδρύθηκε τον 15ο αιώνα από αριστοκράτες της Τοσκάνης που ήθελαν να επεκτείνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες στον εξαιρετικά προσοδοφόρο κλάδο της πίστωσης. Οι Σαλιμπένι και ακόμη τέσσερις εύπορες οικογένειες της Σιένα απετέλεσαν το αντίπαλο δέος των ενεχυροδανειστηρίων που ήκμαζαν ήδη στη Φλωρεντία. Εκτοτε η έδρα της τράπεζας, η οποία ονομαζόταν Monte Pio ως τον 17ο αιώνα, βρίσκεται στο αναγεννησιακό καστρόσπιτο της οικογένειας Σαλιμπένι. Σήμερα η τράπεζα δεν δανείζει μόνο «τους φτωχούς, τους δυστυχείς και τους μη έχοντες» όπως πριν από πέντε αιώνες, καθώς έχει περισσότερα από 3.000 υποκαταστήματα και 4,5 εκατομμύρια πελάτες σε ολόκληρη την Ιταλία. Μέσω του Ιδρύματος Μόντε ντέι Πάσκι χρηματοδοτεί πλήθος πολιτιστικών δραστηριοτήτων αλλά και κατασκευαστικών έργων στην ευρύτερη περιοχή της Σιένα. Αποτελεί επίσης τον χορηγό της δημοφιλούς ομάδας μπάσκετ Μοντεπάσκι Σιένα.
Την «ψήφιζαν» όλοι στην Τοσκάνη
Δήμαρχοι της Σιένα και πολιτικοί συμμετείχαν στο ΔΣ της MPS που είχε ισχυρή παρουσία στην τοπική οικονομία
Διαχρονικά οι δήμαρχοι της Σιένα, με εξαίρεση τον νυν δημοτικό άρχοντα, ήταν ταυτόχρονα μέλη του ΔΣ της ιταλικής τράπεζας. Ο παράδοξος δεσμός που ενώνει τις τοπικές αρχές με τη Monte dei Paschi di Siena οφείλεται στην ισχυρή παρουσία της τράπεζας στην τοπική οικονομία. Ωστόσο ο αμαρτωλός εναγκαλισμός πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στην Τοσκάνη απειλεί τώρα να βάλει σε μεγάλους μπελάδες την Κεντροαριστερά, τέσσερις εβδομάδες πριν από τις βουλευτικές εκλογές στη χώρα. Η περιοχή θεωρείται προπύργιο του Δημοκρατικού Κόμματος, του οποίου ηγείται ο Πιερλουίτζι Μπερσάνι και το οποίο στηρίζει μαζί με μικρότερα κόμματα την υποψηφιότητα του Μάριο Μόντι για τον πρωθυπουργικό θώκο. Ο ιταλικός Τύπος διερωτάται τώρα –και όχι άδικα –πώς είναι δυνατόν οι πολιτικοί που συμμετείχαν στη διοίκηση της τράπεζας (μέσω του ιδρύματος το οποίο κατέχει το 35% των μετοχών) να μην είχαν αντιληφθεί τόσα χρόνια τις «επενδυτικές αστοχίες» και το «μαγείρεμα» των οικονομικών στοιχείων της MPS. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν άφησε ασφαλώς το «δώρο» ανεκμετάλλευτο και έσπευσε να ψέξει τους αντιπάλους του για… διαπλοκή με τα οικονομικά συμφέροντα. Η αλήθεια είναι ότι η ευθύνη για τη στήριξη της τράπεζας με 3,9 δισ. ευρώ βαραίνει πολιτικά την κυβέρνηση τεχνοκρατών του Μόντι. Ωστόσο στο σπίτι του κρεμασμένου Καβαλιέρε δεν θα έπρεπε να μιλάνε για σκοινί…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ