«Με τον όρο Λεβάντε ταυτίζουµε συνήθως το ανατολικό άκρο της Μεσογείου, εννοώντας µια µείξη µεταξύ Ευρώπης και Ανατολής. Φυσικά, δεν υπάρχει µόνο µία Ανατολή, αλλά και η έννοια του Λεβάντε πρέπει να γίνει κατανοητή ως κάθε άλλο παρά οµοιογενές σύνολο». Για τον µέσο Ευρωπαίο του 19ου αιώνα η έννοια του «Λεβάντε» και των «λεβαντίνων» κατοίκων του είχε αρνητική χροιά, υποδήλωνε έναν χώρο όπου ο συγχρωτισµός ηθών, πολιτισµών, προσώπων έσβηνε τα αποδεκτά µεταξύ τους όρια παράγοντας αµφίβολες ποιότητες και µειωµένες αξίες. Η «µείξη» αυτή ωστόσο, όπως θα την ορίσει στην αρχή της συζήτησής µας ο βρετανός ιστορικός Φίλιπ Μάνσελ, µοιάζει πολύ πιο φυσική στη συγκυρία της παγκοσµιοποίησης.
Γνωστός στο ελληνικό κοινό από το βιβλίο του Κωνσταντινούπολη. Η περιπόθητη πόλη (1453-1924) (εκδ. Οδυσσέας), ο Μάνσελ σκιαγραφεί στο νέο του έργο την ακµή και κατάρρευση τριών ιστορικών πόλεων της Ανατολικής Μεσογείου. Με αφορµή την αφήγηση δύο ταραγµένων αιώνων σε τρεις αστικούς σταθµούς µιλήσαµε µαζί του για τις περιπέτειες της ταυτότητας στον λεβαντίνικο κόσµο, την κληρονοµιά και τον σηµερινό του ρόλο.
Ποια είναι η γοητεία της Σµύρνης, της Αλεξάνδρειας, της Βηρυτού, των πόλεων που «βιογραφείτε» στο βιβλίο σας;
«Οι πόλεις αυτές είναι γοητευτικές γιατί υπήρξαν σε κάποιον βαθµό κρυµµένες από εµάς: µεγαλώσαµε σε έναν εθνικιστικό αιώνα, ο οποίος τις εγκατέλειψε ή τις αγνόησε. Επιπλέον, αντιπροσωπεύουν το αίσθηµα ενός χαµένου Παραδείσου, πριν από τον καιρό των συγκρούσεων, έναν κόσµο όπου διαφορετικοί άνθρωποι ζούσαν µαζί –µια εξιδανικευµένη εικόνα παρόµοια µε αυτήν της Βιέννης πριν από το «Ανσλους» του 1938 ή το Βερολίνο πριν από τον Χίτλερ: πόλεις συναρπαστικές, πολιτισµικά εκρηκτικές. Ολες έχουν έναν ιδιαίτερο απόηχο, µια ιδιαίτερη συνάφεια µε το σήµερα για εµάς που ζούµε µια εποχή διεθνών πόλεων όπως η Αθήνα, το Παρίσι ή το Λονδίνο».
Μια από τις πρώτες επισηµάνσεις στο βιβλίο σας είναι ότι στο Λεβάντε «οι άνθρωποι άλλαζαν ταυτότητα µε την ίδια ευκολία που άλλαζαν τη γλώσσα τους».
«Η ρέουσα ταυτότητα υπήρξε και δυτικό φαινόµενο –σκεφθείτε την Τεργέστη, για παράδειγµα, όπου πολλοί Σλάβοι έγιναν Ιταλοί, ή τη Βιέννη, όπου πολλοί Τσέχοι που εγκαταστάθηκαν εκεί για λόγους εργασίας εκγερµανίστηκαν. Στο Λεβάντε θα έλεγα ότι κυριάρχησαν η οικονοµική ή πολιτική αναγκαιότητα: στη Θεσσαλονίκη πολλοί σηµερινοί Ελληνες είναι απόγονοι Σλάβων, Εβραίων ή άλλων εθνοτήτων, πολλοί Λιβανέζοι στην Αλεξάνδρεια µετατράπηκαν σε Αιγύπτιους, ώστε να τους επιτραπεί να παραµείνουν –λέγεται επίσης ότι πολλές Ελληνίδες της Σµύρνης εκτουρκίστηκαν για τους ίδιους λόγους. Βέβαια, οι ταυτότητες αυτές δεν ήταν ρευστές για όλους. Υπήρχαν πάντοτε και εκείνοι που ευθυγραµµίζονταν αυστηρά µε τα όρια της δικής τους κοινότητας –κάποιες Ελληνίδες της Αλεξάνδρειας που παντρεύονταν Αιγύπτιους ανακάλυπταν ότι βρίσκονταν αποµονωµένες από το σύνολο. Οπότε η ρευστότητα για την οποία µιλάµε ήταν αµφίδροµη διαδικασία. Οπωσδήποτε, λόγω της φύσης των κοινωνιών αυτών, υπήρχαν αρκετές παράµετροι, επαγγελµατικές, κοινωνικές, γλωσσικές, έµφυλες, που προσδιόριζαν το πλαίσιό της: οι άνδρες, για παράδειγµα, είχαν πολύ περισσότερες ευκαιρίες επαφών µε άλλες κοινότητες από ό,τι οι γυναίκες. Τέλος, η χρονική συγκυρία έπαιζε µεγάλο ρόλο. Στην Αλεξάνδρεια αυτή η ρευστότητα των ταυτοτήτων είναι πολύ πιο διαδεδοµένη πριν από την επέµβαση των Αγγλων στην Αίγυπτο το 1882».
Πώς διαφορετικές κοινότητες συνιστούσαν κοινωνίες στο περιβάλλον αυτής της ρευστότητας;
«Οικονοµία, επιχειρηµατικότητα, εµπόριο επιβάλλουν τη συνεργασία. Το βλέπει κανείς πολύ ξεκάθαρα στις επιστολές που ανταλλάσσονται µεταξύ µελών διαφορετικών εθνοτήτων, οι οποίες δεν γράφονται στα ελληνικά ή στα αραβικά, αλλά στα γαλλικά. Εκτός από την αυθόρµητη επικοινωνία µέσω της γλώσσας, υπάρχουν οι µεικτοί γάµοι: στην Αλεξάνδρεια, για παράδειγµα, από το 1930 και µετά. Μάλιστα, αν και εδώ δεν µπορούµε να γενικεύσουµε, προσωπικά πάντως τυχαίνει να γνωρίζω ορισµένες περιπτώσεις, γάµοι συνάπτονται ακόµη και µεταξύ µουσουλµάνων και χριστιανών –για να µην πούµε για πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις οι οποίες παρέµειναν κρυφές. Τέλος, κάποιες σχολές και σχολεία των ελίτ λειτούργησαν πολυσυλλεκτικά: το Αµερικανικό Πανεπιστήµιο της Βηρυτού, το Κολέγιο Βικτόρια στην Αλεξάνδρεια, το Διεθνές Κολέγιο της Σµύρνης και άλλα λιγότερο δαπανηρά συµπεριελάµβαναν µαθητές από διαφορετικές κοινότητες, µεταξύ των οποίων και µωαµεθανούς. Εποµένως, σχολεία, επιχειρήσεις, η γλώσσα, η διασκέδαση έπαιζαν τον µεγαλύτερο ρόλο στις διακοινοτικές επαφές. Προφανώς και οι Αρχές επιχειρούσαν παράλληλα να διατηρήσουν τον έλεγχο στις δραστηριότητες κάθε κοινότητας, ήταν όµως τα άτοµα, οι οικογένειες, οι επιχειρήσεις που είχαν την πρωτοβουλία στις µεταξύ τους σχέσεις».
Ηταν αυτή η ετερογένεια, σε έναν αιώνα που αναζήτησε πεισµατικά την οµογενοποίηση, που προκάλεσε την έκλειψή τους;
«Θα έλεγα ότι ήταν το κράτος και η πολιτική, οι εισβολές και ο πόλεµος που έβλαψαν τις πόλεις αυτές. Ας µην ξεχνάµε επίσης ότι καταστροφές υπέστησαν και άλλες πόλεις, λιγότερο ποικίλες εθνοτικά. Οι λεβαντίνικες πόλεις ήταν ευάλωτες και ανθεκτικές ταυτόχρονα. Την περίοδο 1941-1942 η Αλεξάνδρεια κινδυνεύει από τις γερµανικές και ιταλικές δυνάµεις, η πόλη όµως συνεχίζει να λειτουργεί σαν να µη συµβαίνει τίποτε, οι άνθρωποι δουλεύουν κανονικά και επικρατεί ηρεµία, ενώ άλλες πόλεις στη διάρκεια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου κατέρρευσαν πλήρως όταν τις πλησίαζαν οι Γερµανοί».
Εχουν αποκτήσει οι λεβαντίνικες πόλεις νέους ρόλους στη µεταπολεµική εποχή;
«Η Ιζµίρ, όπως λέγεται η Σµύρνη σήµερα, είναι η τελευταία µεγάλη πόλη της Τουρκίας που δεν ψηφίζει ΑΚΡ, το ισλαµιστικό κόµµα του πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν. Θα µπορούσε ενδεχοµένως να υποστηρίξει κανείς ότι έχει βρει έναν νέο ρόλο ως προµαχώνας του κοσµικού στοιχείου. Η Αλεξάνδρεια δεν έχει βρει έναν νέο ρόλο, είναι φτωχότερη και πιο θρησκευόµενη από το Κάιρο –κάποιοι λένε ότι αποτελεί πια την «πρωτεύουσα του Δέλτα του Νείλου» αντί της «βασίλισσας της Μεσογείου», που ήταν κάποτε. Από τα µεγάλα λεβαντίνικα λιµάνια, λοιπόν, το τελευταίο που διατηρείται και διατηρεί µια ισορροπία µεταξύ των κοινοτήτων του, που συντηρεί συνειδητά τον διεθνή του ρόλο και παραµένει συνειδητά µια τρίγλωσση πόλη, είναι η Βηρυτός. Η Βηρυτός πιστεύω ότι θα έχει πάντοτε έναν ρόλο ως πολιτιστική πρωτεύουσα του αραβικού κόσµου».
Πώς διαχειρίζονται το παρελθόν τους αυτές οι κοινωνίες σήµερα;
«Οι κάτοικοι της Σµύρνης είναι υπερήφανοι γι’ αυτό, αν και την ίδια ώρα παραµένουν αρκούντως εθνικιστές. Κατανοούν ότι αυτό ακριβώς το παρελθόν καθιστά την πόλη τους διαφορετική από την υπόλοιπη Τουρκία, εποµένως το εκτιµούν αναλόγως. Η Αλεξάνδρεια διαθέτει µεγάλες συλλογές στη Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, αν και οι σηµερινοί της κάτοικοι δεν δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι η αλήθεια. Στη Βηρυτό µετά τον εµφύλιο παρατηρήθηκε ένα κενό ιστορίας, οι άνθρωποι θα ήθελαν να ξεχάσουν τα πάντα. Ακόµη και σήµερα η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη: έγραψα ένα άρθρο στο οποίο ανέφερα ότι η πλειοψηφία του πληθυσµού το 1900 ήταν χριστιανική και η δηµοτική αρχή λογόκρινε το σηµείο –δεν θέλουν ούτε καν να ακούσουν οτιδήποτε έχει να κάνει µε ποσοστά. Πιστεύω όµως ότι µελλοντικά µια λατρεία του παρελθόντος, ισοδύναµη µε εκείνη της Βιέννης, είναι αναπόφευκτη».
Θα µπορούσε η λεβαντίνικη πολιτισµική µείξη που περιγράφετε να είχε επιζήσει κατά κάποιον τρόπο;
«Οι ρεαλιστές ή κυνικοί –όπως θέλετε πείτε τους –τούρκοι και αιγύπτιοι φίλοι µου λένε «όχι». Το τέλος όµως θα µπορούσε σίγουρα να είναι πολύ λιγότερο θηριώδες και σκληρό, τουλάχιστον στη Σµύρνη και στη Βηρυτό, µια και στην Αλεξάνδρεια η «αιγυπτοποίηση» έγινε µε πολύ πιο ήπιο τρόπο, µεταξύ 1956 και 1976. Υπάρχουν ωστόσο παραδείγµατα πόλεων που επιβίωσαν από την προεθνική στην εθνική εποχή χωρίς σπουδαίες µεταβολές πληθυσµού, εποµένως τα πράγµατα θα µπορούσαν ενδεχοµένως να είχαν εξελιχθεί προς µια τέτοια κατεύθυνση».
Είναι η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή η Σανγκάη οι µητροπόλεις του 21ου αιώνα, οι διάδοχοι της κληρονοµιάς του Λεβάντε;
«Οι σηµερινές παγκόσµιες µητροπόλεις αποτελούν ένα διαφορετικό υπόδειγµα: κυριαρχούνται από το έθνος-κράτος, είναι πλούσιες, αναπτυγµένες οικονοµίες. Παρ’ όλα αυτά, πόλεις όπως το Παρίσι ή το Λονδίνο έχουν αρχίσει να θυµίζουν τις προκατόχους τους στο Λεβάντε: οι στατιστικές υποδεικνύουν ότι οι Αγγλοι σήµερα αποτελούν µειοψηφία στο Λονδίνο. Υπάρχουν και άλλες ενδείξεις: η σηµασία των διεθνών θεσµών, το εύρος των ξένων νοµικών κωδίκων που χρησιµοποιούνται στην ίδια πόλη, το πλήθος των θρησκειών, η παγκοσµιοποιηµένη οικονοµία, η αίσθηση ότι η πρωτεύουσα διαφέρει όλο και περισσότερο από την ενδοχώρα της. Και όλες οι πόλεις γύρω µας αλλάζουν –και µάλιστα γρηγορότερα από όσο προλαβαίνουµε να τις αναλύσουµε».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ