Τα τελευταία έξι χρόνια ο Σαχτζάτ Λουκμάν ζούσε στην Ελλάδα. Ο 26χρονος Πακιστανός σηκωνόταν κάθε νύχτα στις 2.30 για το μεροκάματο. Περιστέρι – Πετράλωνα με το ποδήλατο. Τα ξημερώματα της Πέμπτης έκανε για τελευταία φορά τη διαδρομή. Δύο Eλληνες, σχεδόν συνομήλικοί του, τον μαχαίρωσαν επειδή ήταν ξένος. Τον «πρόδωσε» το χρώμα του. Ο Σαχτζάτ ήταν ξένος. Σαν κι αυτόν υπάρχουν σήμερα χιλιάδες νέοι στην Ελλάδα, πολλοί από αυτούς μάλιστα – έστω κι αν τα χαρακτηριστικά τους μοιάζουν με εκείνα του άτυχου Πακιστανού – μεγάλωσαν θεωρώντας ότι είναι Ελληνες. Εδώ γεννήθηκαν, εδώ πήγαν σχολείο, μαθαίνοντας για γλώσσα τους την ελληνική και για πατρίδα τους την Ελλάδα. Μόνο που η Ελλάδα δεν τους αναγνωρίζει για δικά της παιδιά.

Η 22χρονη Αθηνά Μποντιγκάο είναι ένα από τα παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, γι’ αυτά μητρική γλώσσα είναι ουσιαστικά η ελληνική, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν έχουν αποκτήσει ακόμη, τόσα χρόνια μετά, την ελληνική ιθαγένεια.
Η Αθηνά είναι ένα παιδί χωρίς πατρίδα. Κι όμως, «ποτέ δεν ένιωσα ότι διαφοροποιούμαι οπουδήποτε από τα υπόλοιπα παιδιά γύρω μου. Οταν είμαι με τους φίλους μου για καφέ νιώθω πως είμαι μια από την παρέα, χωρίς να με ξεχωρίζει κάτι. Για να νιώσω διαφορετική πρέπει να μου δείξει κάποιος έναν καθρέφτη»… Οι γονείς της μετανάστευσαν στην Ελλάδα από τις Φιλιππίνες πριν από 25 χρόνια.
«Είναι αδικία»
«Είναι η αίσθηση της αδικίας που νιώθω σε σχέση π.χ. με συγγενείς μου που ζουν στο Καναδά και χωρίς καν να έχουν γεννηθεί εκεί έχουν αποκτήσει την καναδέζικη υπηκοότητα». Με ή χωρίς ελληνική ιθαγένεια, πάντως, η Αθηνά δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της εκτός Ελλάδας. «Πριν από κάποιο καιρό είχα μετακομίσει για περίπου τρεις μήνες στις Φιλιππίνες, μια και βρήκα δουλειά εκεί. Αν και έχω συγγενείς στην πατρίδα των γονιών μου, δεν μπορούσα να συνηθίσω με τίποτα. Στο τέλος αρρώστησα κιόλας. Υποθέτω πως οι γονείς μου θα θελήσουν κάποια στιγμή να επιστρέψουν εκεί. Εγώ όμως δεν μπορώ να με φανταστώ εκτός Ελλάδας».
Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να κρίνει αντισυνταγματικό τον νόμο 3838/2010 (νόμος Ραγκούση) που όριζε μεταξύ άλλων τις προϋποθέσεις απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς και η επικείμενη αλλαγή του νόμου κάνει τον μακρύ δρόμο για την απόκτηση ελληνικής ταυτότητας ακόμη πιο δύσβατος. «Με βάση τον ισχύοντα νόμο μπορούσαν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια 200.000-250.000 μετανάστες δεύτερης γενιάς. Από το 2010 ως σήμερα είχαν κατατεθεί περίπου 16.000 αιτήσεις, από τις οποίες οι 6.000 είχαν γίνει δεκτές ενώ οι υπόλοιπες εκκρεμούσαν» σχολιάζει ο Νικόδημος Μάινα-Κίνιουα, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία δέκα ετών, πριν από 25 χρόνια, και είναι συντονιστής της οργάνωσης Asante.

«Ειδικά για τα παιδιά που προέρχονται από χώρες εκτός Ευρώπης όπως οι αφρικανικές δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την παραμονή στην Ελλάδα»
λέει ο ίδιος. «Αυτά τα παιδιά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν καν επισκεφθεί τις χώρες καταγωγής τους. Αλλά σήμερα συμβαίνει το παράδοξο: ενώ ο νόμος για την ιθαγένεια αφορά ανθρώπους που βρίσκονται νόμιμα στη χώρα, τη στερεί από όσους τη δικαιούνται με τη δικαιολογία της παράνομης μετανάστευσης και της εγκληματικότητας».
Τρίτης γενιάς…
«Οχι, δεν με ενοχλεί, ούτε έχω βαρεθεί να απαντάω όταν με ρωτάνε πώς μιλάω τόσο καλά ελληνικά. Ισα ίσα θεωρώ ότι η δική μου παρουσία βοηθάει τους γηγενείς Ελληνες να συνειδητοποιήσουν πως υπάρχουμε και εμείς, οι μετανάστες δεύτερης γενιάς. Θα έπρεπε να έχουμε τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις όπως όλοι οι έλληνες πολίτες» λέει ο Σαμουήλ Ακίνολας, 24 ετών, ηθοποιός και μουσικός. Η περίπτωσή του είναι κάπως πιο ιδιαίτερη. Ουσιαστικά πρόκειται για μετανάστη τρίτης γενιάς, η μητέρα του ήρθε στην Ελλάδα με την οικογένειά της από την Κένυα σε ηλικία τεσσάρων ετών. Ο πατέρας του είναι από τη Νιγηρία. Ο ίδιος δεν μιλάει άλλη γλώσσα πέρα από την ελληνική, τις χώρες καταγωγής των γονιών του δεν τις έχει επισκεφθεί ποτέ.
Ως πριν από λίγους μήνες δεν είχε στην κατοχή του ούτε ελληνική ταυτότητα ούτε κάποιο ξένο διαβατήριο ούτε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο δηλωτικό της ταυτότητάς του. Αναγκαστικά «κατάφερα να βγάλω με μεγάλες δυσκολίες ένα νιγηριανό διαβατήριο. Για μένα η απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας είναι ένα πολύ βασικό ζήτημα. Αφενός για τους προφανείς λόγους, όλα τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την εύρεση εργασίας, τη δυνατότητα να ταξιδέψω και όλα αυτά. Αφετέρου υπάρχει και το ηθικό ζήτημα. Την ελληνική γλώσσα και νοοτροπία την ξέρω και την έχω από τότε που γεννήθηκα. Την αφρικανική πλευρά μου τώρα την ανακαλύπτω, κυρίως μέσω της μουσικής».
«Εδώ το σπίτι μου»
«Εχω πάει και στην Αίγυπτο και στο Μαρόκο, τις χώρες καταγωγής των γονιών μου. Είναι ωραία, αλλά δεν είναι σπίτι. Το σπίτι μου είναι εδώ» λέει ο Μοχάμεντ Αμπουλέλα, 20 ετών. Μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας, πήγε σε σχολεία όπου η παρουσία μαθητών από οικογένειες μεταναστών κάθε άλλο παρά η εξαίρεση ήταν. «Εχω φίλους Ελληνες, φίλους από την Αλβανία, φίλους από άλλες αραβικές χώρες. Δεν θυμάμαι στις συζητήσεις ή ακόμα και στους καβγάδες μας, που προφανώς γίνονταν πάντα στα ελληνικά, να έχει μπει ποτέ το ζήτημα της εθνικότητας. Το ότι δεν είμαι έλληνας πολίτης μου στοίχισε στο ότι δεν μπόρεσα να εισαχθώ στην Ακαδημία του Εμπορικού Ναυτικού, κάτι που θα το ήθελα» λέει ο νεαρός.
Ο Μοχάμεντ όπως και ο πατέρας του Αλί ανησυχούν για την άνοδο του ρατσισμού στην Ελλάδα. «Ο,τι και να γίνει τον περιμένω να γυρίσει πρώτα στο σπίτι και μετά πέφτω για ύπνο» λέει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ