Όλα άρχισαν από την ανάγνωση της Κυριακάτικης εφημερίδας μου στο ένθετο «Πολιτισμός» και πυροδοτήθηκαν από μία κόκκινη τρίχα. «Ευτελή ευπώλητα». Φάτσα φόρα όλα τα βιβλία που διαβάζονται, το top ten των περισσότερο αγορασμένων βιβλίων, από την πιο «αξιοσέβαστη» αλυσίδα βιβλίων-πολιτισμού…

Δεν έχω αρκετή διάθεση να αναφέρω τίτλους ή να θίξω συγγραφείς/αναγνώστες, μα όλη η λίστα μου δημιούργησε αισθήματα θυμού, αποτροπιασμού και έπειτα συμπόνιας. Στις πρώτες θέσεις να είναι συνήθως τίτλοι της «μοδός» που επιτάσσουν σχεδόν πάντα εύπεπτα, μελό μυθιστορήματα από «αυτοαναφερόμενες» συγγραφείς του ποδιού, με θέματα που αγγίζουν όλες τις εποχές με μία απόδοση, αισχρή. Έρωτας, εγχειρίδια ευτυχίας, η σούπα κρίση και αναλύσεις του τίποτα, ακόμα και τηλεοπτικές ξενόφερτες νουβέλες πρωτοστατούν στις επιλογές του αναγνωστικού κοινού.

Τρομάζω με τη σκέψη «είμαστε ό,τι διαβάζουμε», γιατί αποδεικνύεται πόσο εν τέλει ρηχοί, ανίδεοι και έρμαια του μάρκετινγκ μπορούμε να γίνουμε. Στον αντίποδα των παραπάνω, έρχεται το επιχείρημα ότι «ένα βιβλίο είναι πάντα ένα βιβλίο», μα δεν παύω να προβληματίζομαι γιατί αυτά. Γιατί αυτά τα βιβλία να είναι συνήθως που πρωτοστατούν; Οι σύγχρονες μορφές άρλεκιν ή μια πιο εξειδικευμένη φόρμα βιβλίων τουαλέτα/παραλίας; Σίγουρα, συμφωνώ με την ιδέα ότι κάτι έχει να σου δώσει το κάθε βιβλίο, μα αμφιβάλλω «το τι θα σου δώσει» εν τέλει και γιατί άραγε να συνεχίσεις να θέλεις να το παίρνεις.

Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα, όπως λένε οι ειδικοί, τείνει να είναι ελάχιστο και η πληθώρα των εκδοτικών οίκων επιλέγει να εκδίδει βιβλία σίγουρης επιτυχίας. Σε όλες αυτές τις αντιξοότητες έρχεται να προστεθεί ο καιρός της «κρίσης», που οι πόροι (χρόνος, χρήμα) ελαχιστοποιούνται και η αγορά του κάθε βιβλίου να καθίσταται για πολλούς επένδυση. Η επιλογή συνεπώς ενός βιβλίου, είναι αρκετά σοβαρή υπόθεση αλλά από την άλλη μοιάζει να γίνεται από την πλειονότητα, ευκαιριακά. Θυμάμαι ένα εξαιρετικό δοκίμιο του Σωτήρη Τριβιζά «Η τέχνη της ανάγνωσης», που υμνεί τόσο την ίδια και την ανάγνωση –εν τέλει ίσως μας κάνει να προβληματιστούμε αν πράγματι διαβάζουμε- όσο και τα «σκονισμένα ράφια ξεχασμένων βιβλίων». Μόνο που τώρα το δοκίμιο είναι άκαιρο, τώρα υπάρχουν «ξεχασμένοι-λησμονημένοι» αναγνώστες…

Με τον τρόμο λοιπόν ότι μεγάλοι συγγραφείς της εποχής τους, έτυχε να μη γίνουν αντιληπτοί στα χρόνια τους, αναδεικνυόμενοι ωστόσο σε κλασσικούς λίγα χρόνια αργότερα, αναρωτιέμαι πόσοι χάνονται στην αφάνεια, πόσοι ξεφυλλίζονται αδιάφορα στα χέρια μας, πόσοι δε γίνονται εν τέλει «αντιληπτοί». Γιατί ίσως δεν είναι ότι αυτοί δεν ήταν για την εποχή τους, αλλά το ότι η εποχή τους δεν ήταν έτοιμη για αυτούς.

Δανειζόμενη λοιπόν ένα κλασικό βιβλίο από τη βιβλιοθήκη της γειτονιάς, βρήκα σε μια σελίδα μία τρίχα. Μια σγουρή κόκκινη τρίχα. Έστεκε εκεί σα σελιδοδείκτης ή καλύτερα πυξίδα, να θυμίσει ότι κάποιοι ακόμα εκτιμούν. Κάποια εκεί έξω δεν ανήκει σε εκείνη τη «χιλιάδα» των ευπώλητων. Εκείνη η τρίχα που ίσως προτιμά Ντοστογιέφσκι, έρχεται για να θυμίσει. Τι; Ίσως την «Τέχνη της ανάγνωσης». Ίσως το τι είναι ευτελές. Ίσως τελικά να μη θέλει να θυμίσει και τίποτα. Ίσως, εν τέλει, να θέλει να μας ξεχάσει…