Ολες οι δημοκρατίες, αρχαίες και σύγχρονες, άμεσες και αντιπροσωπευτικές, στηρίζονται στην ιδέα ενός δεδομένου και περιχαρακωμένου «Eμείς», ενός υποστασιοποιημένου πρώτου πληθυντικού. «Είμαστε», «βουλευόμαστε», «αποφασίζουμε» και «εντελλόμαστε». Η αρχαία πόλη, ο δήμος, η αγορά και, στις μέρες μας, η Πολιτεία, η οργανωμένη, συνεκτική και ελεύθερη κοινωνία, η συλλογική βούληση, το γενικό συμφέρον, το σώμα των πολιτών, ο κυρίαρχος λαός και το ενωμένο έθνος συνοψίζουν και συνθέτουν τη συμβολική αναγκαιότητα αυτής της ενιαίας αποφασίζουσας ολότητας, είτε ομόφωνα και διά βοής είτε ψηφίζοντας ο καθένας χωριστά, οι πολίτες συν-αποφασίζουν αδέσμευτα και απροϋπόθετα για το δέον γενέσθαι. Σε αυτό ακριβώς συνοψίζεται το ιστορικό μεγαλείο της δημοκρατικής ιδέας: όλα είναι πάντα υπό αίρεσιν και υπό συζήτησιν. Η συλλογική αυτοθεσπιστική αυτονομία προτάσσεται οποιασδήποτε άλλης αρχής ή σκοπιμότητας.
Ετσι, τουλάχιστον στους νεότερους χρόνους, οι πρώτοι πληθυντικοί αναδείχθηκαν ως συμβολικά αναγκαίες συνιστώσες τού περί πολιτικής και εξουσίας λόγου. Η δημοκρατία στηρίζεται στην αφετηριακή παραδοχή ότι οι νόμιμες αποφάσεις είναι δεσμευτικές για όλους επειδή ακριβώς είναι προϊόντα συλλογικής απόφασης: οι ατομικές επιλογές και αποφάσεις θα αθροισθούν και θα συντεθούν σε μια «γενική βούληση» η οποία συνοψίζει και συμβολίζει τον «λαό», τη συλλογική οντότητα που ορίζεται ως «Εμείς». Πάνω σε αυτή τη βάση θεμελιώνονται οι προδιαγραφές της δημοκρατικής εξουσίας. Ο συγκροτημένος λαός αναδεικνύεται ως ιερό και αναντικατάστατο συλλογικό Υποκείμενο που αποφαίνεται κυρίαρχα εκφέροντας (σαφείς, ασαφείς ή σιβυλλικές) «ετυμηγορίες» που οφείλουν να γίνονται σεβαστές ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους και εκπέμποντας αμφίσημα μηνύματα που οφείλουν να ερμηνεύονται «αυθεντικά». Γι’ αυτόν ακριβώς τον (ταυτολογικό) λόγο, ο λαός μπορεί να εμφανίζεται ως εξ υποθέσεως «σοφός» και να θεωρείται ότι η δημοκρατία «δεν έχει αδιέξοδα».
Οι πλασματικές αυτές κατασκευές είναι αναγκαίες σε όλες τις δημοκρατικές εκλογικεύσεις. Πράγματι, μόνον έτσι είναι δυνατόν να ξεπεραστεί το (άλυτο) πρόβλημα της συντήρησης και αναπαραγωγής μιας αξιωματικής ενότητας εις πείσμα της διχόνοιας και των διαφωνιών. Δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να υπάρχει χωρίς μια γενική (ρητή ή σιωπηρή) συναίνεση γύρω από τις προϋποθέσεις για τη συμβολική μετουσίωση της αρχής της πλειοψηφίας σε μια φαντασιακή ομοφωνία. Δίχως μια τέτοια διάχυτη συναίνεση είναι μαθηματικά βέβαιον ότι η ζωογόνος δημοκρατική απροσδιοριστία θα εκφυλισθεί σε μια καταστρεπτική (και αντιδημοκρατική) αναρχία και ανομία, δηλαδή στην έκρηξη.
Ετσι, η απάντηση στα ερωτήματα «τι θέλουμε» και «ποια Ελλάδα θέλουμε» προϋποθέτει ότι θα έχουν ήδη τεθεί, και απαντηθεί, τα ερωτήματα «ποια συναίνεση θέλουμε» και «ποια διακυβεύματα μπορεί και πρέπει να περιλαμβάνει αυτή η γενική συναίνεση». Στις μέρες μας τουλάχιστον, οι απαντήσεις είναι σαφείς. Είναι πλέον καθολικά αποδεκτό ότι η θεμελιώδης δημοκρατική συναίνεση πρέπει να αναφέρεται στη σχολαστική τήρηση των δημοκρατικών διαδικαστικών κανόνων, στην προώθηση και στον εμπλουτισμό των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στον σεβασμό των αρχών του Κράτους Δικαίου, στην υποταγή των πολιτών στις νόμιμες πολιτικές αποφάσεις και στην αποφυγή της βίας και της ανομίας. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Η «αρνητική» αυτή οριοθέτηση των καταστατικών (συνταγματικών) όρων της σύγχρονης δημοκρατίας δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι η συναίνεση μπορεί να εκτείνεται σε ζητήματα συγκυριακής «πολιτικής ουσίας». Πράγματι, η δημοκρατική Πολιτεία είναι πάντα υποχρεωμένη να διαπραγματεύεται με το μέλλον της επιδιώκοντας μιαν ολισθηρή, εύθραυστη και όχι πάντα ισόρροπη σύνθεση ανάμεσα στη συναίνεση και στην αντιπαράθεση, στη σταθερότητα και στην αστάθεια, στη θεσμική ακινησία και στη θεσμική αναθεώρηση και ταλαντευόμενη ανάμεσα στα αντικριστά φαντάσματα του αυτοευνουχισμού και της αποσύνθεσης. Και ως πρόσφατα, λίγο ή πολύ, τα κατάφερνε.
Με την κρίση, ο προβληματισμός μετατοπίζεται προς νέες κατευθύνσεις. Μπροστά στην απειλή της καταστροφής και του χάους, εμφανίζονται νέες μορφές συναινετικών συγκλίσεων. Οπως έχει συμβεί και στο παρελθόν, οι «έκτακτες περιστάσεις» εξωθούν προς πρωτόγνωρες πολιτικές και ιδεολογικές διαπραγματεύσεις και συσπειρώσεις. Ετσι, ακόμη και αν φροντίζουν να υπογραμμίσουν τις διαφωνίες τους, σχεδόν όλες οι πολιτικές παρατάξεις προτάσσουν την ανάγκη άμεσης «αναδιαπραγμάτευσης» των όρων του μνημονίου στο πλαίσιο νεόκοπων μορφών πολιτικής συμβίωσης. Τα αδιέξοδα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και της βιαίας ανακατανομής του πλούτου εις βάρος των εργαζομένων εμφανίζονται πλέον ως κοινός τόπος. Η καταλυτική πραγματικότητα δεν αφήνει λοιπόν πολλά περιθώρια διαφωνιών περί του αμέσως πρακτέου. Ακόμη και αν ιεραρχούν τις προτεραιότητες διαφορετικά, όλοι οι εχέφρονες άνθρωποι συμφωνούν ότι η χώρα δεν μπορεί να διακινδυνεύσει να απομονωθεί από το διεθνές της περιβάλλον και ταυτοχρόνως ότι δεν μπορεί να συνεχίσει προς την κατεύθυνση της προϊούσας κοινωνικής εξαθλίωσης. Σε τελική ανάλυση, η έκτακτη πραγματικότητα ενεργοποιεί έκτακτες συναινέσεις.
Προφανώς, η εξέλιξη αυτή είναι θετική. Αρκεί να παραμένει σαφές ότι οι συγκυριακές αυτές συναινέσεις δεν προδικάζουν μόνιμες πολιτικές συγκλίσεων. Να θυμηθούμε ότι από την εποχή του Κιγκινάτου οι καταστάσεις ανάγκης ενεργοποιούνται από έκτακτες συγκυρίες (πολέμους ή καταστροφές) και αντιμετωπίζονται με στενότατα και προδιαγεγραμμένα χρονικά όρια εν όψει ενός προφανούς και αυστηρά οριοθετημένου «κινδύνου» ο οποίος και ενεργοποιεί την «έκτακτη» ρητορική της συλλογικής σωτηρίας. Στο σημείο αυτό όμως ακριβώς ελλοχεύει ένας άλλος μείζων κίνδυνος. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι όλο και περισσότερο η προβολή «αυτονόητων» κοινών σκοπιμοτήτων και κάθε λογής «εξωπολιτικών» ορθολογισμών απειλεί να υπονομεύσει την ιστορικά αναπαλλοτρίωτη δημοκρατική ιδέα. Δεν είναι τυχαίο ότι, πέρα και ανεξάρτητα από τις έκτακτες συγκυρίες, οι πολίτες καλούνται πλέον να «συναινούν» σε ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον επικυρώνοντας τελετουργικά πορείες που επιβάλλονται από «τα πράγματα». Καλούμαστε να «θέλουμε όλοι μαζί το ίδιο», θέτοντας σε παρένθεση όλες τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφωνίες μας.
Και έτσι ακριβώς εμφανίζεται προοπτικά το τρομακτικό, ίσως και εφιαλτικό φάντασμα μιας αδιατάρακτης «ριζικής ομοφωνίας», που συνεπάγεται τον επερχόμενο θάνατο της πολιτικής και την πλήρη υποταγή της Πολιτείας στον υποβολιμαίο «ορθολογισμό» των «εξωπολιτικών» κέντρων εξουσίας. Υπό τους όρους αυτούς, το κοινό μέλλον εναποτίθεται στα στιβαρά χέρια των απανταχού ειδημόνων και τεχνοκρατών οι οποίοι είναι μόνοι αρμόδιοι για να ομιλούν. Σε αυτό ακριβώς συνοψίζεται η δομική ορθολογική σωτηριολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι στις μέρες μας οι «καταστάσεις ανάγκης» εμφανίζονται ως αορίστου διαρκείας με στόχο να εκβιάζονται μόνιμες συναινέσεις στο όνομα του «αυτονόητου». Με αποτέλεσμα το ερώτημα πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις δικαιούμαστε ακόμη να «θέλουμε» και κατ’ επέκτασιν να αποφαινόμαστε ελεύθερα να μπορεί να οριοθετείται από εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως αρμόδιοι να ονομάζουν το νόημα των ιστορικών περιστάσεων. Προοπτικά λοιπόν, υπ’ αυτούς τους όρους, θα έλθει ίσως η ώρα όπου «εμείς» δεν θα δικαιούμαστε, δεν θα χρειάζεται και δεν θα μπορούμε να θέλουμε παρά μόνον όταν και στο μέτρο που μας «επιτρέπεται».
Αν λοιπόν οφείλουμε, και μπορούμε ακόμη, να θέλουμε «κάτι» από κοινού, αυτό είναι η συντήρηση όλων των ριζικών ιστορικών διαφωνιών. Προφανώς δε, σε μια χώρα που μαστίζεται από βαθύτατες αντιθέσεις, δεν είναι δυνατόν να θέλουμε όλοι τα ίδια, εκτός βέβαια αν η Πολιτεία προβάλλεται προοπτικά ως χώρα άβουλων, αποστασιοποιημένων και πειθήνιων αμνών. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι σε καμία περίπτωση δυνατόν να θεωρούμε αυτονόητο ότι οφείλουν να αναπαράγονται απρόσκοπτα οι σημερινές κοινωνικές σχέσεις και οι τρέχουσες εξουσιαστικές δομές. Δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε εκείνους που ευαγγελίζονται την «αναγκαία» μακροπρόθεσμη αύξηση της ανισοκατανομής των πόρων και των βιοτικών δυνατοτήτων, εκείνους που επιδιώκουν να υποτάξουν το γίγνεσθαι της χώρας στον ανεξέλεγκτο αγοραίο ορθολογισμό και κυρίως εκείνους που αποδέχονται ότι δεν μπορεί να υπάρχουν άλλες λύσεις. Σε ό,τι τουλάχιστον με αφορά, η μόνη Ελλάδα την οποία μπορώ να οραματίζομαι είναι μια Ελλάδα ανοιχτή στις δημοκρατικές αντιθέσεις, μια Ελλάδα όπου το «άλλο», «εκείνο που δεν υπάρχει ακόμη», μπορεί να προβάλλεται ως όραμα και ελπίδα, μια Ελλάδα όπου το όνειρο της συγκεκριμένης ουτοπίας δεν θα έχει στερέψει ήδη μέσα στην πηγή του.

Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ