Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης λοιπόν. Εξαίρετος δάσκαλος. Εξαίρετος ερευνητής. Εξαίρετος συλλέκτης κάθε λέξεως ελληνικής. Ακόμα και της… αυριανής. Από τους ελάχιστους ανθρώπινους εγκεφάλους αυτού του τόπου που ταυτόχρονα αποθηκεύει, αφομοιώνει, συνθέτει και δημιουργεί. Το Λεξικό του, οχυρό και φρουρός της ελληνικής Γλώσσας. Υποκλίνομαι.
Ομως κι αυτός ως υπουργός κατέληξε μέρος του σκληρού, χοντρόπετσου, αδιόρθωτου, σιδηρόφρακτου και ακούνητου πυρήνα αυτής της καθυστερημένης, ημιτριτοκοσμικής και ημι-αφρικανικής περιοχής. Από την στιγμή που παρέλαβε προσωρινά και με την ασυλία μιας κυβέρνησης που τραμπαλίζεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μεταλλάχθηκε στο γνωστό είδος του αίλουρου έλληνα πολιτευτάκια. Ακόμα και χειρότερο απ’ αυτόν. Το πρώτο που έκανε ήταν να αφομοιώσει εν ριπή οφθαλμού την παροιμιώδη πολυγλωσσία των ιθαγενών πολιτικών. Αλλά έλεγε στον ένα, άλλα στον άλλο, άλλα στον τρίτο. Αλλα δηλαδή στους πρυτάνεις που αντιδρούν στο ψηφισμένο Νόμο της Αννας Διαμαντοπούλου. Αλλα στον Παπαδήμο. Και άλλα στον Βενιζέλο. Και το κερασάκι στην τούρτα είναι πως δεν είπε κουβέντα γι’ αυτές τις προθέσεις του σε κανένα από τους υφυπουργούς του. Το δεύτερο να ακυρώσει ή να φρενάρει-το ίδιο πάνω κάτω κάνει-τον ψηφισμένο Νόμο από τα δύο τρίτα της Βουλής. Τουτέστιν παρανομία. Και το τρίτο, παρά τις αποκαλύψεις και τον δημόσιο διασυρμό του ονόματός του, κι ενώ στην αρχή απειλούσε πως θα παραιτηθεί στην συνέχεια, με κωλοτούμπα, είπε το γνωστό, πάλι νεοελληνικό «Πριτς»!
Με απλά λόγια αυτός ο υπέρτατος δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας, κατέληξε φωτοκόπια του οποιουδήποτε βουλευτή και μάλιστα επιπέδου Β’ Εθνικής. Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις. Γιατί προφανώς με όλους αυτούς τους απίστευτους και πασίγνωστους νεοελληνικούς ελιγμούς, κοινώς με τις κωλοτούμπες εδώ κι εκεί, επιχείρησε προφανώς να είναι ταυτόχρονα αρεστός στους πρυτάνεις οι οποίοι παριστάνουν τους αντάρτες. Να τα έχει καλά με την Αριστερά. Και μαζί με όλα αυτά να κατέχει την θέση του υπουργού Παιδείας σε μια κυβέρνηση που έχει μεταβληθεί σε διαχειριστή της τροϊκανής πολυκατοικίας.
Τι έπρεπε να κάμει; Μα φυσικά καθαρότητα, ήθος και ευθύτητα. Δεν γουστάρεις το Νόμο της Διαμαντοπούλου; Ε, τότε μην αναλάβεις. Σε πιέζουν, σε στριμώχνουν οι πρυτάνεις; Ε, τότε φεύγεις. Με ένα λόγο. Είτε εφαρμόζεις το Νόμο ή εγκαταλείπεις. Τίποτα από τα δύο ο δάσκαλος ο σοφός. Ως νεοέλλην κλασικός αποφάσισε να ακολουθήσει τον τρίτο δρόμο προς τον πέτσινο σοσιαλισμό. Και μέσα. Και έξω. Και επί τα αυτά. Πάνω, κάτω και πλαγίως. Χωρίς υπερβολή, οι κωλοτούμπες του πολιτικού Μπαμπινιώτη ολόιδιες μ’ αυτές του Γιώργου Καρατζαφέρη.
Ετσι όχι μόνο απομυθοποιήθηκε αλλά στην συνείδηση μου αποδομήθηκε έως και καταστράφηκε εντελώς η εικόνα του διανοούμενου που αναλαμβάνει πόστα εξουσίας. Ετσι όχι μόνο απέτυχε αλλά στην συνείδησή μου ανέβασε στα ύψη την Αννα Διαμαντοπούλου. Ετσι όχι μόνο τσαλάκωσε το όνομά του και την φήμη του αλλά η περίπτωσή του και το πολιτικό, ιδεολογικό και κοινωνικό του ανάστημα μου θύμισε την αλησμόνητη ρήση του Μανόλη Αναγνωστάκη. Που έγραφε: «Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε»!