Τα «Υστερόγραφα» του αείμνηστου Δημήτρη Τσάτσου, διακεκριμένου συνταγματολόγου και εμβληματικής μορφής όχι μόνον για την ελληνική αλλά και για την ευρωπαϊκή νομική σκέψη, αποτελούν μια εκ βαθέων εξομολόγηση, μια «έκπληξη» (ή πρόκληση) που επεφύλαξε ο ίδιος προς τους αποδέκτες των ιδεών του, τους συνοδοιπόρους του στην ζωή και την επιστήμη, προς κάθε καλόπιστο αναζητητή της (δικής του) Αλήθειας.

Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του νομικού επιστήμονα αλλά και πολιτικού Δημήτρη Τσάτσου, η παρακαταθήκη των «Υστερόγραφών» του έλαβε τη μορφή βιβλίου από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Η εντολή του ήταν να εκδοθούν μετά θάνατον, όπως έγινε γνωστό στην παρουσίαση του βιβλίου από τον παραλήπτη του χειρόγραφου και επιστήθιο φίλο του Τσάτσου, καθηγητή κ. Ι. Πυργιωτάκη, ο οποίος είναι και ο επιμελητής της έκδοσης.

«Τα »Υστερόγραφα» τα έγραψα ίσως και για να συνδέσω το »αντίο» με ένα μήνυμα για όσους με διαβάσουν, για όσες πέτρες, ορατές και αόρατες, βρήκα στον δρόμο μου, για να μη σκοντάψουν, όπως σκόνταψα κι εγώ», αναφέρει ο συγγραφέας.

Όπως είπε στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου η στενή συνεργάτις του την περίοδο που ο Τσάτσος ως επικεφαλής της ευρωομάδας του ΠαΣοΚ διαπραγματευόταν το ευρωσύνταγμα για λογαριασμό του συνόλου των ευρωπαίων σοσιαλιστών, κυρία Μαρία Παναγιώτου, νυν πρόεδρος των επιστημονικών συνεργατών του ευρωκοινοβουλίου, «γλυκά απρόβλεπτος και πάντα επίκαιρος, μας καλεί να θυμηθούμε, να συζητήσουμε, ίσως ακόμη και να διαφωνήσουμε, αλλά πάντως να υπάρξουμε μαζί ξανά».

Ο ίδιος περιέγραψε τα «Υστερόγραφα» ως «σκόρπιους στοχασμούς γύρω από όσα δεν κατάλαβα, δεν μπόρεσα, δεν πρόλαβα ή δεν άντεξα όσο ήμουν ακόμη εδώ» και γράφει σε αυτά για τους γονείς του, τους συνανθρώπους του, τη μεταφυσική, τη σχέση με τον εαυτό του, τη διδασκαλία, την επιστήμη, την πολιτική, τον έρωτα, τη φυλακή και τον θάνατο.

«Οι σκέψεις που αποτυπώνουν τα »Υστερόγραφα» υπενθυμίζουν με τον πιο απλό, αλλά βεβαίως και με τον πιο φορτισμένο τρόπο, όλα όσα μας δίδαξε», ανέφεραν οι ομιλητές, μεταξύ των οποίων και ο μαθητής του κ. Δ. Μέλισσας, ενώ όπως τόνισε η κυρία Παναγιώτου «τα »Υστερόγραφα» είναι μια αρκετά κλασική διδασκαλία του Δημήτρη Τσάτσου – δεν μας δίνουν οριστικές λύσεις, αφήνουν ανοιχτά ερωτήματα στα οποία οι απαντήσεις θα ήταν ελλιπείς, ή ανέντιμες».

Όπως έλεγε άλλωστε ο ίδιος: «Τα πράγματι θεμελιώδη ερωτήματα στον κόσμο δεν έχουν απάντηση. Αυτός που τα απαντά είναι ο κλασικός ημιμαθής. Και όσο πιο σίγουρη απάντηση δίνει, τόσο τραγικότερη είναι η περίπτωσή του. Το θεμελιώδες όμως είναι – και ως μη απαντήσιμο – αποφασιστικό, αρκεί να συνειδητοποιήσεις ότι δεν απαντιέται».

Ο Τσάτσος πέθανε ενώ η Ελλάδα έμπαινε στα «βαθειά» της κρίσης. Και όπως ειπώθηκε «ο λόγος του δεν λείπει μόνο από την Ελλάδα, αλλά λείπει και από την Ευρώπη, από μια Ευρώπη στην οποία τίθενται θανατηφόρα διλήμματα και την οποία εκείνος δε γνώρισε έτσι».

«Μια Ευρώπη της οποίας το δίκαιο εξέλιξε προς την κατεύθυνση της διαφάνειας και της δημιουργίας Ευρωπαϊκής συνείδησης των πολιτών. Μια Ευρώπη στην οποία τώρα θα μπορούσε πολλά να προσφέρει. Μια Ευρώπη που της λείπει πια το όραμα», τονίστηκε από τους ομιλητές.

«Υστερόγραφα»

Παρατίθενται ορισμένα «Υστερόγραφα», χαρακτηριστικά του απαράμιλλου ήθους, της βαθειάς αυτογνωσίας και της στοχαστικής ματιάς που διέθετε ο καθηγητής Δημήτρης Τσάτσος και περιέχονται στο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη:

«Ομολογώ, συμπολίτη αναγνώστη, ότι στη ζωή μου με συνόδεψαν κυρίως ανεπάρκειες, λάθη και – δίκαιες και άδικες – ήττες. Ένιωσα όμως οράματα, που έμειναν μόνο οράματα για όλα εκείνα τα μεγάλα που θέλησα, αλλά, τελικά, και τις πιο πολλές φορές εύλογα, δεν μπόρεσα. Και το κυριότερο: δεν στάθηκα ικανός να πάρω, στο βαθμό που έπρεπε, τη θεία, δηλαδή την ανθρώπινη, την ηθική και την ερωτική κοινωνία που μου πρόσφερε η μεγάλη γυναίκα που, τύχη αγαθή μου έλαχε, η Άννυ. Αυτά πρώτα πρώτα επιχειρώ να »συμμαζέψω» και να καταγράψω εδώ, τώρα που άρχισε η προετοιμασία για το μεγάλο ταξίδι. Καταγράφω ό,τι έμαθα από την ανεπάρκεια, τα λάθη και τις ήττες μου. Καταγράφω όσα έπρεπε να είχα καταλάβει και δεν κατάλαβα. Όσα όφειλα να είχα πει στους μαθητές μου. Εννοώ εδώ τους πραγματικούς μαθητές μου (…)».

Περί διαφωνίας

«Η ποιότητα της ανθρώπινης σχέσης αναδεικνύεται όχι την ώρα της συμφωνίας αλλά την ώρα της διαφωνίας. Εκεί άλλωστε αρχίζουν τα δύσκολα. Εκεί κρίνεται η αντοχή της ποιότητας. Εκεί κρίνεται ο βαθμός του πολιτισμού».

Η σκέψη και η ψυχή

«Η σκέψη είναι (ακόμη) ανθρώπινη λειτουργία. Παράγεται από τον άνθρωπο και τελικά, αμέσως ή εμμέσως, αφορά τον άνθρωπο ή την κοινωνία. Γι’ αυτό και η λειτουργία της σκέψης δεν μπορεί ν’ αποσυνδεθεί από την ψυχή του σκεπτόμενου, ακριβώς όπως και η λειτουργία της ψυχής δεν μπορεί ν’ αποσυνδεθεί από τη σκέψη. Προσωπικά, για να γράψω κάπως συγκροτημένα σκέψεις, χρειάζομαι να με περιβάλλει ψυχική ζεστασιά. Αυτό το ένιωθαν και όσοι έγραψαν στη φυλακή, όπως ο Γ. Α. Μαγκάκης με το ιστορικό εκείνο γράμμα από τη φυλακή προς τους Ευρωπαίους. Η ζεστασιά που ένιωθε ερχόταν από την κοινωνία. Είναι μια ζεστασιά που διασπά τους πάγους της απόγνωσης. Γι’ αυτό επιμένω. Και η σκέψη έχει ψυχή».

«Ναι! Είμαι αντιφατικός»

«Είμαι αντιφατικός. Η αντιφατικότητα συνιστά τότε μόνο ασυνέπεια, όταν σε μια από τις δυο ασύμβατες, μεταξύ τους, εκφάνσεις σου, ψεύδεσαι. Τότε είσαι ασυνεπής. Ο αντιφατικός είναι ειλικρινής. Ο ασυνεπής όχι».

Δυο κίνδυνοι

«Μια επιστήμη χωρίς πολιτικές αναγωγές είναι το ίδιο επικίνδυνη, όσο και μια πολιτική χωρίς επιστημονική ακρίβεια».

Η πολιτική βλακεία

«Η βλακεία δεν συνιστά πταίσμα. Συνιστά ατύχημα. Για την πολιτική βλακεία, ειδικότερα, ισχύει η εξής ελάχιστη παραλλαγή: Και η πολιτική βλακεία δεν συνιστά πταίσμα αλλά ατύχημα. Μόνο που εδώ η ανοχή της από τους πολίτες συνιστά κακούργημα».