Είναι γνήσιοι απόγονοι του Ιώβ. Οι ξένοι επιχειρηματίες ασκούνται καθημερινά σε υπομονή και αναμονή αναφορικά με την Ελλάδα. Προς το παρόν πάντως δεν σχεδιάζουν επενδύσεις σε αυτήν. Το τι θα βγάλουν οι κάλπες στις προσεχείς εκλογές τους φοβίζει, το ίδιο και η ενδεχόμενη έστω και επιμέρους αμφισβήτηση της δανειακής σύμβασης από τη νέα κυβέρνηση.
Η στάση αυτή εκφράστηκε εύγλωττα από γερμανό επιχειρηματία κατά την πρόσφατη επίσκεψη της Άννας Διαμαντοπούλου στο Βερολίνο, ο οποίος ζήτησε από την Αθήνα να αποδείξει τα 3-4 επόμενα χρόνια, ότι είναι σε θέση να φτιάξει το ελληνικό κράτος, προτού αρχίσουν οι ίδιοι να σκέφτονται, αν θα επενδύσουν κάποτε στην Ελλάδα.
Αλλά και η ίδια η υπουργός ανάπτυξης δεν έχει αυταπάτες. Μεσοπρόθεσμα, λέει, οι Γερμανοί θέλουν να δραστηροποιηθούν μόνο σε τομείς με μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως η ενέργεια. Άμεσα όμως τους έχει πιάσει «ψιλοπανικός» ενόψει της αβεβαιότητας του εκλογικού αποτελέσματος.
Είναι φανερό πλέον, ότι τα ηγετικά στελέχη του ΠαΣοΚ και της Νέας Δημοκρατίας, υπολογίζουν με μια μεταβατική διετή έως τριετή περίοδο, κατά την οποία η ανάπτυξη θα στηριχθεί αποκλειστικά στα κονδύλια των διαρθρωτικών ταμείων και μόνο «από σπόντα» σε ιδιωτικές επενδύσεις. Η μαζική άφιξη ξένων επενδυτών, σύμφωνα με τους ίδιους, θα πρέπει να αναμένεται μετά την αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας.
Μόνο που η σταθερότητα αυτή δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Όλα δείχνουν, αντίθετα, ότι η χώρα θα βυθίζεται με τον καιρό σε όλο και μεγαλύτερη ανασφάλεια. Κι αυτό είναι εμπόδιο ανυπέρβλητο για την ανάπτυξη. Για τους επενδυτές, για να παραφράσουμε τον Καβάφη, δεν έχει πλέον πλοίο, δεν έχει οδό. Η Ελλάδα θα μείνει απρόσιτη σε αυτούς ακόμα και αν τα δυο κυβερνητικά κόμματα κερδίσουν την αυτοδυναμία σε έδρες και συνεχίσουν να τηρούν τις δεσμεύσεις τους.
Και ο λόγος γι’ αυτό είναι απλός: Το ανώμαλο καθεστώς που επέβαλε στη χώρα το δεύτερο πακέτο στήριξης παράγει συνεχώς νέα ανασφάλεια.
Η ανωμαλία αυτή, που βασίζεται στην εξαθλίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού και στην περικοπή των συνδικαλιστικών ελευθεριών, προκαλεί ήδη, πέρα από τις συνηθισμένες αναταραχές και φαινόμενα ανομίας – εμπρησμούς, λεηλασίες, σωματική βία. Η παρόξυνσή τους είναι θέμα χρόνου. Οι πρώτες ακροδεξιές «πολιτοφυλακές» έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους, η συγκρότηση μιας παράλληλης (παρακρατικής) εξουσίας βρίσκεται υπό εξέλιξη.
Οι επενδυτές δεν είναι βέβαια άμοιροι ευθυνών. Το δεύτερο πακέτο στήριξης υπηρετεί σε πρώτη γραμμή τους ίδιους. Αντιρρήσεις, ή διαμαρτυρίες από την πλευρά τους δεν έχουν ακουστεί μέχρι τώρα γι’ αυτό.
Όμως το τίμημα είναι και γι’ αυτούς μεγάλο. Υπό συνθήκες κατάλυσης των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων και διάλυσης του κοινωνικού ιστού, είναι αδύνατη τόσο η πολιτική σταθεροποίηση, όσο και η συγκρότηση μιας αποτελεσματικής και χρηστής διοίκησης, που θεωρείται η βασική προϋπόθεση για επικερδείς επενδύσεις. Η κοινωνική ανωμαλία θα δημιουργήσει ένα πολύ πιο αφόρητο επενδυτικό περιβάλλον, από ότι το οποιαδήποτε κλασικό κύμα θεσμοποιημένων, δηλαδή ελεγχόμενων αντιδράσεων, όπως οι απεργίες και οι διαδηλώσεις.
Πολιτικά δεν έχουν αλλάξει ακόμα πολλά. Η αυταρχικότητα του επίσημου κράτους, αν εξαιρέσουμε την αστυνομική βαρβαρότητα κατά των διαδηλωτών, εξαντλείται προς το παρόν στο διωγμό των μεταναστών – λες και είναι εκείνοι οι υπαίτιοι της κρίσης. Οι πολιτικές και ατομικές ελευθερίες παραμένουν ωστόσο ανέπαφες, τα κόμματα και οι πολίτες μπορούν να κάνουν πλήρη χρήση τους.
Όμως αυτό θα μπορούσε να ανατραπεί σύντομα. Ομαλή δημοκρατική λειτουργία σε «ανώμαλο» εργασιακό περιβάλλον μακροπρόθεσμα δεν γίνεται. Και μόνο η αυξανόμενη λειτουργία του παρακράτους προσφέρει ικανά προσχήματα για την επιβολή του αυταρχικού κράτους. Αυτό θα το αναλάβει βέβαια ο μετεκλογικός υπουργός «προστασίας του πολίτη» – ο σημερινός, ο «λογοδότης» Μιχάλης Χρυσοχοΐδης δεν θα το τολμήσει μάλλον ενόψει των επικείμενων εκλογών.
Μετά τις εκλογές ωστόσο, το κακό θα πάρει αναπόφευκτα το δρόμο του. Το σπιράλ της βίας, κρατικής και παρακρατικής, θα επιταχύνει τις στροφές του. Η ανασφάλεια κατά συνέπεια θα φουντώσει. Και υπό τέτοιες συνθήκες, για να μείνουμε στον Καβάφη, αποχαιρέτα τους επενδυτές που φεύγουν. Ή μάλλον, που δεν έρχονται κάν. Τα σχέδια για μεγάλες επενδύσεις θα μείνουν στα συρτάρια. Κι αυτό θα το πληρώσουν ακριβά και εκείνοι, επενδυτές και μη, που έδωσαν τη συγκατάθεσή τους στη μετατροπή μιας χώρα της ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, σε χώρα του Τρίτου Κόσμου.