Εκατόν ενενήντα ένα χρόνια, αν μετρώ καλά, μας χωρίζουν από την απελευθερωτική επανάσταση του Είκοσι ένα. Εξι γενιές και κάτι δηλαδή, αν ισχύσουν τα τριάντα χρόνια ως γενεαλογικό μέτρο. Κοντινή ή μακρινή η ενδιάμεση απόσταση, αφήνει την αίσθηση ότι το όποιο εθνικό νόημα της επετείου προοδευτικά εξατμίστηκε σε παρελάσεις και θεάματα κενόδοξης κατά κανόνα ρητορείας. Απομένει η σοδειά ομόθεμων ιστορικών σπουδών και κειμένων, όχι πάντα ομότροπη και ομόθυμη, η οποία στο μεταξύ και αυτή μάλλον ελαττώνεται. Πλάι της σπανίζουν οι αξιόλογες λογοτεχνικές αποτυπώσεις, ενώ ευκαίρως ακαίρως, κυκλοφορεί και η πατριωτική ποίηση ως αναλώσιμο είδος στις σχολικές γιορτές.
Δεν είμαι ειδικός, και ασφαλώς μου διαφεύγει σημαντικό μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας. Η προσωπική μου εξάλλου συμβολή (περιφερειακή προφανώς ως προς το συζητούμενο θέμα) περιορίζεται στη μελέτη «Ο τύπος του εθνικού ποιητή», που αντιστοιχεί σε πανηγυρικό λόγο, εκφωνημένο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στις 26.10.1979 και ενσωματωμένο στο βιβλιάριο Οδυσσέας Ελύτης: Μελετήματα (σειρά «Γραφή και Ανάγνωση», εκδόσεις Πατάκη 2007).
Στο πρώτο μέρος της μελέτης εκείνης ανιχνεύονται οι ευρωπαϊκές και ελλαδικές ρίζες της εθνικής ιδεολογίας και της εθνικής ποίησης στα νεότερα χρόνια, με επώνυμους νεοελληνικούς σταθμούς από τον Ρήγα Φεραίο έως τον Γιάννη Ρίτσο. Στο δεύτερο, συστηματικό, μέρος προτείνονται και συγκρίνονται τρία νεωτερικά παραδείγματα εθνικής ποίησης: Το Ασμα ηρωικό και πένθιμο του Ελύτη (1945), ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου (1942) και Η Τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία του Ρίτσου (1942-43). Από τη συγκριτική πρόταση των τριών δειγμάτων προκύπτουν σημαντικές ποιητολογικές και ιδεολογικές διαφορές σε ό,τι κυρίως αφορά τον εθνικό πυρήνα των έργων.
Στο μεταξύ, ψάχνοντας στα ανάκατα χαρτιά μου, έπεσα πάνω σε ένα μονοσέλιδο, πρόχειρο μνημόνιο, προορισμένο για περσινή ραδιοφωνική συνέντευξη που δεν έγινε, με θέμα ακριβώς την επετειακή πατριωτική ποίηση, τα όρια και τους όρους της. Από εκεί αντλώ εφεξής κάποιες πρωτοβάθμιες απορίες, όπως:
Υπάρχει πράγματι διακριτό και διακεκριμένο είδος πατριωτικής ποίησης, ανάλογο ας πούμε της επικής, της λυρικής ή της δραματικής; Κατά σύμπτωση πάντως ο επίμαχος αυτός όρος δεν λημματογραφείται ούτε στα λογοτεχνικά λεξικά, ούτε και στις αντίστοιχες γραμματολογίες. Απουσιάζει λόγου χάριν τόσο από το ογκώδες Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πατάκη όσο και από τους πίνακες ονομάτων στις Ιστορίες Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Δημαρά και του Λίνου Πολίτη. Λημματογραφικά εξάλλου δεν ανευρίσκεται ούτε στην Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας του Albin Lesky.
Η απουσία αυτή, αν δεν πρόκειται για παράλειψη, δεν σημαίνει καλά και σώνει ανυπαρξία πατριωτικών κειμένων στο σώμα τόσο της αρχαίας ελληνικής όσο και της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Φτάνει να θυμηθούμε από την αρχαϊκή εποχή τις πατριωτικές ελεγείες του Τυρταίου και του Καλλίνου, και από την νεοελληνική τον Θούριο του Φεραίου και τις περισσότερες από τις Ωδές του Κάλβου. Στοιχεία που επιτρέπουν, αν δεν επιβάλλουν, να δεχτούμε ότι: μπορεί να μη διακρίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτόνομο είδος πατριωτικής ποίησης, υπάρχουν όμως πατριωτικά ποιήματα, πατριωτικοί έστω πυρήνες, ενσωματωμένοι σε έργα κυρίως επικής μυθοπλασίας, με θεμέλιο λίθο τα δύο ομηρικά έπη.
Οπου οι ομόρριζες λέξεις πάτρη και πατρίς (ουσιαστικό κατά κανόνα η πρώτη και επιθετικός προσδιορισμός η δεύτερη στα ουσιαστικά γαία, και άρουρα) δηλώνουν κατεξοχήν τον γενέθλιο τόπο του ήρωα. Παράδειγμα, ο στίχος 30 από την πρώτη ιλιαδική ραψωδία, όπου πάτρη ονομάζει ο Αγαμέμνων το καταγωγικό Αργος, και το δίστιχο 365-66 της δεύτερης οδυσσειακής ραψωδίας, όπου η Ευρύκλεια υπενθυμίζει στον Τηλέμαχο ότι ο διογενής Οδυσσεύς ώλετο τηλόθι πάτρης, εννοώντας ακριβώς την Ιθάκη.
Πατρίς επομένως και πάτρη στον Ομηρο (παραπέμποντας στην ομόρριζη λέξη πατήρ) σημαίνουν καταρχήν τον οικείο (βιολογικό και βιωματικό κατά βάση) τόπο, στον οποίο γεννήθηκε κάποιος και επιθυμεί πεθαίνοντας να ταφεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι δύο όροι, συναισθηματικά φορτισμένοι, δεν επιβαρύνονται κατ’ ανάγκην και ιδεολογικά. Η πατριωτική ιδεολογία προκύπτει και ενισχύεται, όταν και όπου την ευνοούν έκτακτες συνθήκες, όπως είναι ο παρατεινόμενος ξενιτεμός και προπαντός ο πόλεμος – όχι μόνον στην αμυντική του εκδοχή. Στο σημείο αυτό διακρίνεται ο τύπος ενός πρώιμου, ανυπόκριτου πατριωτισμού από την όψιμη, φλύαρη φιλοπατρία, που υποκρίνεται ότι όλα γίνονται και λέγονται για τη σωτηρία της πατρίδας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ