Θορυβημένη από το απότομο φρενάρισμα των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης εμφανίζεται η κυβέρνηση της Βραζιλίας. Βεβαίως η χώρα της σάμπας δεν βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης – ή και βυθισμένη στην ύφεση – όπως πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες, κυρίως της Ευρώπης. Αλλά ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε από το 7,5%, που ήταν το 2010, στο 2,7% τη χρονιά που πέρασε. Και οι ενδείξεις από τους δύο πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους δεν είναι ενθαρρυντικές.
Το γεγονός είναι ότι και η Βραζιλία αναζητεί και πάλι ένα νέο αναπτυξιακό αφήγημα. Το ευχάριστο γι’ αυτήν είναι ότι διαθέτει πολλά περιθώρια χειρισμών για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της και να τονώσει τις εξαγωγές της. Διότι, σε αντίθεση με την Ελλάδα και τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της και να καταστήσει αυτομάτως τις εξαγωγές της ελκυστικότερες. Μπορεί επίσης να λάβει μέτρα περιορισμού των εισαγωγών – κάτι που επίσης δεν μπορούν να κάνουν εύκολα οι χώρες της ΕΕ. Πρόκειται άλλωστε για μέτρα που η κυβέρνηση της Μπραζίλια σχεδιάζει να πάρει.
Οπως αποκάλυψε σε πρόσφατη συνέντευξή του στους «Financial Times» ο βραζιλιάνος υπουργός Οικονομικών Γκουίντο Μαντέγκα, η επανεκκίνηση της οικονομίας, την οποία σχεδιάζει, δεν θα βασίζεται μόνο στους δύο γνωστούς πυλώνες, τον νομισματικό (υποτίμηση του νομίσματος) και τον παραγωγικό (προστασία της εγχώριας παραγωγής). Θα βασίζεται και σε έναν τρίτο πυλώνα, που δεν αποφέρει άμεσα αποτελέσματα, αλλά υπόσχεται βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών και διατήρησή της σε βάθος χρόνου. Πρόκειται για τον πυλώνα της εκπαίδευσης και της προώθησης της έρευνας και των καινοτομιών.
Το σχέδιο που εκπονεί η κεντροαριστερή κυβέρνηση της Ντίλμα Ρουσέφ είναι αξιοσημείωτο για έναν σπουδαίο λόγο: επειδή η αναπτυξιακή προσπάθεια που θα αναλάβει δεν θα βασίζεται στην εκμετάλλευση του πλούσιου υπεδάφους της Βραζιλίας. Επειδή ξεπερνά δηλαδή την εύκολη λύση της εξόρυξης και πώλησης φυσικών πόρων. «Δεν θέλουμε να χάσουμε τον βιομηχανικό και τον κατασκευαστικό τομέα της οικονομίας. Η Βραζιλία δεν είναι μόνο μια χώρα εξαγωγής πρώτων υλών. Δεν πρόκειται να καθήσουμε και να παρακολουθούμε άπρακτοι τις ανταγωνίστριες οικονομίες να υποτιμούν τα νομίσματά τους και να αποκτούν έτσι όλο και περισσότερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Δεν πρόκειται να επαναπαυθούμε στην κούρσα των τιμών των εμπορευμάτων στις διεθνείς αγορές» δήλωσε χαρακτηριστικά στους «FT» ο Γκουίντο Μαντέγκα.
Είναι προφανής η αγωνία του βραζιλιάνου υπουργού. Διότι, μπορεί και οι ρυθμοί ανάπτυξης των άλλων BRIC να επιβραδύνονται (υπενθυμίζεται ότι το ακρωνύμιο BRIC αφορά τις αναδυόμενες παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας και της Κίνας). Δεν είναι όμως όλες οι BRIC σύμμαχοι στην κατάκτηση των διεθνών αγορών. Είναι και ανταγωνίστριες μεταξύ τους. Εν προκειμένω, η Βραζιλία βλέπει τους τελευταίους μήνες την εγχώρια αγορά της να κατακλύζεται από μια πλημμυρίδα εισαγόμενων προϊόντων από την Κίνα. Γι’ αυτό ο Μαντέγκα διακηρύσσει ότι δεν θα αφήσει τον βιομηχανικό, μεταποιητικό και κατασκευαστικό τομέα της χώρας του να παρακμάσει και να εξαφανιστεί. Διότι τα στοιχεία αυτό δείχνουν: η βιομηχανική παραγωγή της Βραζιλίας συρρικνώθηκε κατά 2,1% τον Ιανουάριο του 2012 συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2011 εξαιτίας κυρίως της δραματικής κάμψης κατά 30% που εμφάνισε σε έναν μόνο μήνα η παραγωγή αυτοκινήτων στη χώρα.
Ενα από τα μέτρα για την τόνωση της βιομηχανικής παραγωγής της χώρας, που ήδη αποφάσισε η κυβέρνηση Ρουσέφ, είναι η επέκταση των μειωμένων εργοδοτικών εισφορών που απολαμβάνουν σήμερα ελάχιστοι βιομηχανικοί κλάδοι στη χώρα. Συγκεκριμένα, το ποσοστό 20% σε ό,τι αφορά την εισφορά κοινωνικής ασφάλισης που πληρώνουν οι βραζιλιάνοι εργοδότες θα αντικατασταθεί από έναν χαμηλότερο φόρο επί των πωλήσεών τους. Μεταξύ των κλάδων που θα ευεργετηθούν από το νέο μέτρο είναι οι κλάδοι της κλωστοϋφαντουργίας και των ενδυμάτων. Πρόκειται για δύο εκ των μεγαλυτέρων βιομηχανικών κλάδων της Βραζιλίας με βάση τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούν – υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 2 εκατομμύρια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση της Ντίλμα Ρουσέφ προς το παρόν φαίνεται να μην πέφτει στην παγίδα της μείωσης του εργασιακού κόστους – ενός μέτρου που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θεωρεί «πασπαρτού» για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας. Επανειλημμένως τόσο η πρόεδρος Ρουσέφ όσο και ο Μαντέγκα έχουν διακηρύξει ότι οι περικοπές μισθών ροκανίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και ναρκοθετούν την εσωτερική κατανάλωση, πυροδοτώντας έτσι ένα σπιράλ οικονομικής μιζέριας και ύφεσης. Αντ’ αυτού, η Μπραζίλια μειώνει τη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων, ελπίζοντας ότι αυτές θα μειώσουν τις τιμές των προϊόντων τους και θα αυξήσουν τις επενδύσεις τους.

Επένδυση 1,5 δισ. δολαρίων για μεταπτυχιακούς φοιτητές
Οι δαπάνες για την Eκπαίδευση άρχισαν να αυξάνονται θεαματικά στη Βραζιλία από το 2003, που τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο Λούλα ντα Σίλβα. Ενα από τα μεγάλα επιτεύγματα της διακυβέρνησης Λούλα είναι η μείωση του αναλφαβητισμού από το 12% σε λιγότερο από 8% του πληθυσμού της χώρας. Η νέα πρόεδρος Ντίλμα Ρουσέφ δηλώνει αποφασισμένη να συνεχίσει τις επενδύσεις στην εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, στην επαγγελματική κατάρτιση των εργαζομένων, στην προώθηση των νέων τεχνολογιών και στη λεγόμενη «διά βίου μάθηση». Ενα από τα πλέον πρόσφατα – και πλέον εντυπωσιακά – προγράμματα που εξήγγειλε στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση της Μπραζίλια είναι η επένδυση 1,5 δισ. δολαρίων για την προσέλκυση μεταπτυχιακών σπουδαστών στη χώρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ