«Εχω ανάγκη τις γροθιές σου για να σπάσω τη σιωπή» λέει η Ζαν στον αδελφό της Σιμόν. Πράγματι, είναι βαριά κληρονομιά η σιωπή. Αυτή που τους άφησε η μητέρα τους Ναουάλ. Για την ακρίβεια, πεντακόσιες ώρες ηχογραφημένης αφωνίας. Μονάχα ανάσα και βροχή.
Γιατί αποφάσισε να περάσει αμίλητη τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής της η Ναουάλ; Ποιο ήταν αυτό το τόσο ασήκωτο μυστικό που βάραινε την ψυχή της; Και γιατί δεν μπόρεσε να το μοιραστεί με τα δίδυμα παιδιά της παρά μόνο μετά θάνατον, μέσω της μυστηριώδους διαθήκης της;
Τώρα στέκουν και τα δύο εμβρόντητα μπροστά στον καλό συμβολαιογράφο Ερμίλ που προσπαθεί εις μάτην να τους εξηγήσει τα κίνητρα της αποθανούσας και να τα παρακινήσει να υλοποιήσουν τις τελευταίες επιθυμίες της μητέρας τους, όσο ακατανόητες και αν τους φαίνονται αυτές. Να βρουν τον πατέρα και τον χαμένο αδελφό τους; Τι σημαίνουν όλα αυτά; Και με ποιο δικαίωμα τους πετάει μια τέτοια βόμβα; Πώς να την απενεργοποιήσουν;
Το καθένα διαλέγει διαφορετικό τρόπο. Ο Σιμόν αφήνει ελεύθερη την οργή του, βρίζει με τα χειρότερα την ψυχρή, αδιάφορη, όπως θεωρεί, μάνα που είχε «ένα τούβλο στη θέση της καρδιάς». Και ενώ αυτός επιστρέφει στην προπόνησή του – είναι ερασιτέχνης μποξέρ – η αδελφή του, η μαθηματικός, νιώθει να χάνει την ασφάλεια των αριθμών κάτω από τα πόδια της και αποφασίζει να ξεκινήσει αυτό το ταξίδι αναζήτησης, να βρει τα χαμένα κομμάτια της ταυτότητάς της.
Πόσο πίσω να πάει; Από πού να ξετυλίξει τον μίτο αυτής της μπερδεμένης ιστορίας;
Η ζωή της Ναουάλ μοιάζει άγνωστο βιβλίο με πολλά σκοτεινά κεφάλαια. Ενας νεανικός έρωτας, μια «ακατάλληλη» εγκυμοσύνη, ένα χαμένο βρέφος, η εναγώνια αναζήτησή του, η αντικαθεστωτική δραστηριότητα, η φυλακή, το κελί 72, η κακοποίηση, οι βιασμοί και η νέα, ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη που θα φέρει στον κόσμο τα δίδυμα για να σωθούν από έναν φιλεύσπλαχνο χωρικό. Η Ζαν και ο Σιμόν επιβίωσαν από θαύμα και γεννήθηκαν από φρίκη: πατέρας τους ήταν ο βασανιστής της μητέρας τους.
Ο φαύλος αυτός κύκλος αγάπης και βίας, όπου η μία γεννά την άλλη σε ασταμάτητη ροή, δεν κλείνει εδώ. Λίγο προτού πεθάνει η Ναουάλ εντοπίζει επιτέλους μετά από είκοσι χρόνια τον χαμένο της γιο: δεν είναι άλλος από τον βιαστή της. Η Ζαν και ο Σιμόν είναι αδέλφια του πατέρα τους. Ο οποίος από εγκαταλελειμμένο μωρό μετατράπηκε σε στυγνό εκτελεστή, από θύμα σε θύτη, που δολοφονεί αθώους. Και στο τέλος, όλα μαζί τα εναπομείναντα μέλη αυτής της αιμομικτικής οικογένειας, κάθονται σε ένα τραπέζι, παρουσία του φίλου συμβολαιογράφου, και διαβάζουν τις επιστολές της Ναουάλ που προσπαθεί από τον άλλο κόσμο πλέον να σπάσει επιτέλους τη σιωπή της και να φέρει τη συμφιλίωση.
Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο γεννημένος στον Λίβανο συγγραφέας εμπνέεται από τον μύθο του Οιδίποδα και επιχειρεί μια σύγχρονη παραλλαγή της σοφόκλειας τραγωδίας με φόντο τη Μέση Ανατολή τού σήμερα, το αποτέλεσμα είναι ένα μελόδραμα για γερά νεύρα που παίρνει εύκολα φωτιά και λαμπαδιάζεται στη γελοιότητα. Τουλάχιστον αυτό απέδειξε η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης στο Εθνικό.
Ο σκηνοθέτης αρκέστηκε στην καλλιέργεια επιφανειακών συναισθημάτων που περιφέρονται από στόμα σε στόμα με άρωμα ανατολίτικης σοφίας και εξωτερικεύονται με πολλές κακές ερμηνείες. Πράγματι, εγκλωβισμένοι σε αυτόν τον ιστό αμηχανίας, οι ηθοποιοί – ακόμη και οι καλοί – μοιάζουν με κακά φαντάσματα του εαυτού τους, κελύφη χωρίς ψαχνό που λένε τα λόγια χωρίς αυτά να σημαίνουν τίποτα για τους ίδιους. Ως συνέπεια, δεν υπάρχουν διακυμάνσεις, δεν υπάρχουν εντάσεις, δεν οικοδομούνται σχέσεις, παρά μόνο καρικατούρες αυτών σε μια πλασματική εκτόνωση. Διάλογοι χάρτινοι, χωρίς υπόσταση, αναπαράσταση της πλοκής χωρίς υπόβαθρο.
Αναφέρω χαρακτηριστικά μερικά από τα σκηνοθετικά ευρήματα που δυναμιτίζουν το αποτέλεσμα: α) Το αίμα νερό δεν γίνεται αλλά η πορτοκαλάδα γίνεται αίμα: μόλις τη βάλεις στο ποτήρι και την πετάξεις πάνω στη νεαρή Ναουάλ που παθαίνει παροξυσμό από όλα τα εγκλήματα που είδε να διαπράττονται γύρω της. β) Το παρόν συνυπάρχει με το παρελθόν πάνω στο μπαλκόνι: η Ζαν κάνει μια στάση στο ταξίδι της για να ατενίσει από ψηλά την άβυσσο της σιωπής.
Στενάζοντας ρωτάει τη (νεκρή) μητέρα της, που τώρα στέκεται ακριβώς δίπλα της: «Πού με οδηγείς, μαμά;». Και εκείνη της απαντά: «Στην καρδιά του πολυγώνου» (μιας και η κόρη της είναι μαθηματικός). γ) Χορεύοντας στη σκαλωσιά: οι ηθοποιοί μοιράζονται στα τρία επίπεδα και επιδίδονται σε ομαδικό zombie dance υπό τους ήχους τραγουδιού των Police. Ενα ακόμη σχόλιο για τους νεκρούς που κουβαλάμε μέσα μας, οι οποίοι ανυπομονούν να βγουν και να κάνουν το «νούμερό» τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ