Ενας «άριστα εκπαιδευμένος» επαγγελματίας αμερικανός στρατιώτης, κοντά 40άρης και πατέρας δύο παιδιών, σηκώνεται μέσα στη νύχτα στην Κανταχάρ του Νότιου Αφγανιστάν. Βγαίνει έξω με τα πολιτικά. Εισβάλλει στα πρώτα τρία γειτονικά σπίτια και δολοφονεί μόνος του 16 αθώους Αφγανούς, μεταξύ των οποίων εννέα παιδιά. Το περιστατικό αυτό, που σημειώθηκε μόλις την περασμένη Κυριακή, θέτει σε κίνδυνο αντιποίνων κάθε ξένο στο Αφγανιστάν και κλονίζει τις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση του ΝΑΤΟ το 2014. Πολλοί ίσως βιαστούν να προσπεράσουν το γεγονός ως μεμονωμένη ενέργεια ενός τρελού. Ο Ντέιβ Γκρόσμαν όμως, κορυφαίος ειδικός στην ψυχολογία του πολέμου, τονίζει ότι έχει ξημερώσει μια νέα εποχή για τον στρατό των ΗΠΑ: η εποχή του ψυχολογικού πολέμου – «ενός ψυχολογικού πολέμου που δεν διεξάγουμε εναντίον του εχθρού αλλά εναντίον των ίδιων των στρατιωτών μας».

Ο άνθρωπος διαθέτει μια εσωτερική «βαλβίδα ασφαλείας» που τον εμποδίζει να σκοτώνει άλλους ανθρώπους από κοντά, ενώ αντίθετα τού είναι πιο εύκολο να πατήσει ένα κουμπί και να εκτοξεύσει έναν πύραυλο που θα σκοτώσει δεκάδες. Αυτό έγινε φανερό στις μελέτες του Σ. Λ. Α. Μάρσαλ, στρατιωτικού ιστορικού, ο οποίος διαπίστωσε ότι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 75% των στρατιωτών ή δεν πυροβολούσε καθόλου τον εχθρό ή σημάδευε επίτηδες πάνω από το κεφάλι του. Την ώρα της μάχης δηλαδή οι τρεις στους τέσσερις στρατιώτες γίνονταν ένα είδος έμπρακτου «αντιρρησία συνείδησης».

Τη μελέτη του Μάρσαλ, αν και έχει αμφισβητηθεί, την πήρε πολύ στα σοβαρά ο αμερικανικός στρατός. Για αυτό προσάρμοσε τις μεθόδους εκπαίδευσης των στρατιωτών προκειμένου να εξουδετερώσει αυτή τη «βαλβίδα ασφαλείας». Ως αποτέλεσμα η σύγχρονη στρατιωτική εκπαίδευση άλλαξε ριζικά.
Στο παρελθόν, οι στρατιώτες εκπαιδεύονταν στη σκοποβολή χρησιμοποιώντας στρογγυλούς στόχους. Σήμερα χρησιμοποιούν όσο το δυνατόν πιο αληθοφανείς ανθρώπινες φιγούρες. Με αυτόν τον τρόπο ο στρατιώτης συνηθίζει να αντιδρά αυτόματα στην ανθρώπινη φιγούρα και να συνεχίζει να την πυροβολεί μέχρι να πέσει κάτω. Εκπαιδεύει δηλαδή το ένστικτό του.
Αλλη μέθοδος είναι η επαναλαμβανόμενη «προπόνηση» της μάχης ώστε η χρήση του όπλου να αποτελέσει μια αυτόματη κίνηση του σώματος για την οποία δεν χρειάζεται καν σκέψη. Επιπλέον, ο αμερικανικός στρατός διαχέει την ευθύνη για τους σκοτωμούς σε ολόκληρη την ομάδα και τη ρίχνει σε μεγάλο βαθμό στη στρατιωτική ιεραρχία.
Ολα αυτά λειτούργησαν. Ο Μάρσαλ πήγε στην Κορέα στη δεκαετία του ’50 και διαπίστωσε ότι το 55% των στρατιωτών ήταν πρόθυμοι να πυροβολήσουν τον εχθρό. Στο Βιετνάμ, όπου επανέλαβε τη μελέτη του το ποσοστό ξεπέρασε το 90%.
«Η στρατιωτική εκπαίδευση είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε οι στρατιώτες να αποκτήσουν την ικανότητα να ασκούν βία αλλά να τη διαχωρίζουν από τον θυμό και την οργή» λέει μιλώντας προς το «Βήμα» ο Μάικλ Κόντνερ, διευθυντής στρατιωτικών επιστημών στο Βασιλικό Ινστιτούτο Αμυντικών Μελετών (RUSI) της Βρετανίας. «Η αμερικανική εκπαίδευση διαφέρει από τη βρετανική. Στις ΗΠΑ καλλιεργούν το «πνεύμα του πολεμιστή», ενώ στη Βρετανία αποφεύγουν τον συγκεκριμένο όρο. Αυτό οφείλεται στην πολεμική ιστορία της κάθε χώρας: ο βρετανικός στρατός έχει εμπειρίες κυρίως από τη Βόρεια Ιρλανδία και την αστυνόμευση αποικιών, ενώ ο αμερικανικός διεξήγαγε μεγάλους πολέμους».
Ο αμερικανικός στρατός, αλλά και οι στρατοί όλων των χωρών, εφαρμόζουν μεθόδους προκειμένου οι στρατιώτες να μη συνειδητοποιούν τι πραγματικά κάνουν. Ο εχθρός περιγράφεται με απαξιωτικούς όρους για να φαντάζει σαν κατώτερος άνθρωπος, πιο κοντά στο ζώο, ο πολιτισμός του γελοιοποιείται ως υποδεέστερος, καλλιεργείται ένα αίσθημα στους στρατιώτες ότι είναι ανώτεροι από τον εχθρό. Τους γίνεται δηλαδή ένα είδος πλύσης εγκεφάλου για να δημιουργήσει συναισθηματική απόσταση ανάμεσα στους ίδιους και στον εχθρό.
«Καλλιεργείται επίσης μία ηθική δικαιολογία: επειδή οι στρατιώτες ρισκάρουν την ίδια τους τη ζωή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διαπράττουν δολοφονία» προσθέτει ο κ. Κόντνερ.
Τι ήταν όμως εκείνο που έκανε έναν 38χρονο Αμερικανό να δολοφονήσει 16 άμαχους Αφγανούς; Αν και η ταυτότητά του δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα, ο ειδικός από το RUSI διακινδυνεύει μια εξήγηση: «Στον αμερικανικό στρατό ο θρησκευτικός φανατισμός είναι πολύ πιο διαδεδομένος απ’ όσο στους ευρωπαϊκούς στρατούς» μας λέει. Είναι πιο εύκολο για έναν θρησκευόμενο στρατιώτη να μισήσει τον αλλόθρησκο.
Ο Χόρχε Γκονζάλες, βετεράνος του πολέμου στο Ιράκ που υπηρέτησε στην Κοινή Βάση Λούις-Μακόρντ στην Ουάσιγκτον, από την οποία προέρχεται και ο δράστης της 16πλής δολοφονίας, λέει μιλώντας προς «Το Βήμα» ότι η συγκεκριμένη βάση – από τις μεγαλύτερες στις ΗΠΑ – είναι πολύ προβληματική. «Στα 10 χρόνια του πολέμου έχουν καταγραφεί 50 αυτοκτονίες στη βάση αυτή, από εκεί προήλθε η ομάδα στρατιωτών που δολοφονούσε για «διασκέδαση» αμάχους στο Αφγανιστάν, στρατιώτης της εφάρμοσε το βασανιστήριο του εικονικού πνιγμού σε τετράχρονο κοριτσάκι, ενώ περιστατικά βίας, κατάχρησης αλκοόλ και χρήσης ναρκωτικών ουσιών είναι στην ημερήσια διάταξη. Στρατιώτες της έχουν διαπράξει δολοφονίες και στις ΗΠΑ».
Ο Γκονζάλες, από τους ιδρυτές της οργάνωσης Coffee Strong η οποία βοηθά βετεράνους που πάσχουν από διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), καταγγέλλει επίσης ότι στη Λούις-Μακόρντ «ανατρέπουν διαγνώσεις PTSD για να γλιτώσουν κονδύλια, αλλά και για να στείλουν ξανά τους στρατιώτες στο μέτωπο. Δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά αλλά για τη συστηματική απάλειψη των ανθρωπίνων χαρακτηριστικών των στρατιωτών, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο μέτωπο».

Μαρία Μουρατίδη, καθηγήτρια Ψυχολογίας στις ΗΠΑ
«Οι ίδιοι άνθρωποι πηγαίνουν στο μέτωπο ξανά και ξανά»
«Μια από τις κυριότερες διαφορές των πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν είναι ο μεγάλος αριθμός των αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών που χρησιμοποιεί ο εχθρός, διότι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πολεμάει» λέει μιλώντας στο «Βήμα» η δρ Μαρία Μουρατίδη, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Notre Dame του Μέριλαντ, η οποία έχει ασχοληθεί εντατικά με την ψυχολογική αποκατάσταση βετεράνων. «Το ωστικό κύμα προκαλεί βλάβες στον εγκέφαλο και σ’ αυτό οφείλεται η άνοδος των περιστατικών τραυματικής κάκωσης του εγκεφάλου».
«Παράλληλα έχουν αυξηθεί τα περιστατικά διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD) που προκαλούνται από ένα τραυματικό γεγονός στο οποίο ο στρατιώτης πιστεύει ότι θα πεθάνει ή απελπίζεται γιατί δεν μπορεί να βοηθήσει κάποιον που πεθαίνει» συνεχίζει η κυρία Μουρατίδη, ελληνοαμερικανίδα δεύτερης γενιάς, της οποίας οι γονείς μετανάστευσαν στις ΗΠΑ από την Ανδρο και τον Αϊ-Στράτη.
Η τεράστια άνοδος των περιστατικών PTSD και τραυματικής κάκωσης εγκεφάλου οφείλεται «στους επανειλημμένους γύρους υπηρεσίας στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν – οι στρατιώτες στέλνονται ως και έξι-επτά φορές στην εμπόλεμη ζώνη – αλλά και στο ότι επιζούν από τραυματισμούς από τους οποίους σε προηγούμενους πολέμους θα είχαν πεθάνει. Η μεγάλη πρόοδος της ιατρικής σημαίνει ότι οι βετεράνοι επιζούν έχοντας σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές. Η αύξηση των περιστατικών οφείλεται επίσης στην καλύτερη ενημέρωση των στρατιωτών για τα συμπτώματα και στην έμφαση που δίδεται στο να αναζητήσουν βοήθεια – ενώ στο παρελθόν αποστρατεύονταν αυτομάτως ως αδύναμοι. Η αναζήτηση ψυχολογικής βοήθειας δεν είναι πλέον στίγμα».
«Διεξάγουμε δύο πολέμους επί 10 χρόνια με εθελοντές επαγγελματίες και αυτό σημαίνει ότι οι ίδιοι άνθρωποι στέλνονται στο μέτωπο ξανά και ξανά. Η περιπλοκότητα των τραυμάτων είναι άνευ προηγουμένου» συνεχίζει.
«Είδα δύο τραυματίες. Ο ένας είχε βαριά σωματικά τραύματα χωρίς συμπτώματα PTSD. Ο άλλος δεν έφερε ούτε γρατζουνιά αλλά υπέφερε από σοβαρή PTSD. Ποιος έχει περισσότερες πιθανότητες αποκατάστασης;» ρωτάει. «Ο τραυματισμένος σωματικά έχει καλύτερες προοπτικές – πράγμα αναπάντεχο, γιατί όταν κοιτάζεις τον άλλον φαίνεται σαν να είναι υγιής…».

Ρος Καπούτι
«Η αμερικανική κοινωνία θέλει χολιγουντιανού τύπου νίκες»
Μιλάει στο «Βήμα» ο πρώην πεζοναύτης που γύρισε άλλος άνθρωπος από τη Φαλούτζα
«Δυστυχώς υπηρέτησα στο Ιράκ» λέει μιλώντας προς «Tο Βήμα» ο Ρος Καπούτι, πρώην πεζοναύτης ο οποίος έλαβε μέρος στην πολιορκία και κατάληψη της Φαλούτζα το 2004. «Ο στρατός εφαρμόζει τεχνικές που κάνουν ευκολότερο για τους στρατιώτες το να σκοτώνουν. Ο στόχος των τεχνικών αυτών είναι να έχουν μια αυτόματη αντίδραση, σαν σκύλοι του Παβλόφ, όταν βλέπουν τον ανθρώπινο στόχο. Υποτίθεται ότι πρέπει να υπάρχει διάκριση ανάμεσα στους στρατιώτες του εχθρού και τους αμάχους, όμως στην πραγματικότητα αυτό είναι αδύνατο στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν».
«Εφαρμόζονται επίσης τεχνικές για τον «απο-εξανθρωπισμό» του εχθρού προκειμένου να μην τον σκεφτόμαστε σαν ανθρώπινο ον αλλά σαν τρομοκράτη. Αναφερόμαστε σε αυτόν με μη ανθρώπινα ονόματα – ζώο, διάβολος. Αυτό ψυχολογικά έχει μεγάλη επίδραση στους στρατιώτες οι οποίοι εμπεδώνουν ότι οι κανόνες της ηθικής δεν ισχύουν για τον εχθρό» μας λέει ο Καπούτι που σήμερα σπουδάζει στη Βοστώνη.
«Επιστρέφοντας από το Ιράκ, πολλοί το έριξαν στο αλκοόλ ή στα ναρκωτικά» συνεχίζει. Ο ίδιος ίδρυσε την οργάνωση Δικαιοσύνη για τη Φαλούτζα, στης οποίας το διοικητικό συμβούλιο συμμετέχει ο Νόαμ Τσόμσκι. «Οι περισσότεροι ήμασταν ψυχολογικά διαταραγμένοι λόγω των εγκλημάτων που διαπράξαμε στη Φαλούτζα».
Ο Καπούτι αισθάνθηκε πιο καταβεβλημένος ψυχολογικά όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ παρά όσο βρισκόταν στο Ιράκ όπου «περιβαλλόμουν από τα ψέματα που μας έλεγε ο στρατός και ήμουν υπερβολικά απασχολημένος προσπαθώντας να μη σκοτωθώ. Ο κόσμος μού έσφιγγε το χέρι στην Αμερική και εγώ αισθανόμουν μπερδεμένος. Γνώριζα όμως ότι αυτό που κάναμε ήταν λάθος».
«Αυτό που ζητάει η χώρα μας από τους στρατιώτες είναι ασυμβίβαστο με την ψυχική υγεία. Υφιστάμεθα αλληλοαντικρουόμενες πιέσεις και προσδοκίες: οι διοικητές μας απαιτούν πλήρη υποταγή, η κοινωνία χολιγουντιανού τύπου νίκες, οι οικογένειές μας να επιστρέψουμε σώοι, εμείς να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας».
Ο Καπούτι και οι υπόλοιποι άνδρες της μονάδας του – μόλις είχαν τελειώσει το λύκειο οι περισσότεροι και δεν γνώριζαν τίποτε για τη Φαλούτζα – άκουγαν συνέχεια από τους διοικητές τους ότι θα απελευθέρωναν την πόλη, ότι όλοι οι άμαχοι είχαν φύγει – «αν και γνώριζαν ότι χιλιάδες παρέμεναν» -, ότι έπρεπε να «καθαρίσουν» τους τρομοκράτες, ότι οι απώλειες θα έφθαναν στο 50% αλλά η επιχείρηση θα λύγιζε την ιρακινή αντίσταση και θα έφερνε δημοκρατία στη χώρα.
«Ηταν όλα ψέματα» λέει. «Αλλά οι περισσότεροι τα πίστευαν ακράδαντα διότι ήταν ευκολότερο να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους αν θεωρούσαν εαυτούς απελευθερωτές».
Ως αποτέλεσμα, πυροβολούσαν εύκολα ό,τι εκινείτο «χωρίς να αισθανόμαστε καμία συμπάθεια για τους αμάχους – ήταν όλοι τρομοκράτες. Λεηλατούσαμε – συμμετείχα και εγώ στις λεηλασίες -, ισοπεδώναμε γειτονιές με τους κατοίκους ακόμη μέσα στα σπίτια και ήμασταν πεπεισμένοι ότι το κάναμε για το καλό τους». Παραδόξως, αυτό που θυμάται με μεγαλύτερη φρίκη είναι έναν πεζοναύτη που έκοψε τον λαιμό ενός σκύλου «γιατί το ζώο επ’ ουδενί δεν μπορούσε να θεωρηθεί τρομοκράτης».
Ο Καπούτι πιστεύει ότι «όποια ομάδα ανθρώπων και αν πάρεις στον κόσμο και της πεις τα ίδια ψέματα καθώς και ότι οι μισοί θα χάσουν τη ζωή τους, οι εννιά στους δέκα θα διαπράξουν τις ίδιες φρικαλεότητες που διαπράξαμε και εμείς στη Φαλούτζα».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ