Δεν αποτελεί είδηση ότι είναι διάχυτο το αίσθημα ανασφάλειας μεταξύ των καταστηματαρχών του κέντρου της Αθήνας. Ωστόσο, έκπληξη προκάλεσαν ευρήματα έρευνας του Παντείου Πανεπιστημίου, που δείχνουν ότι οι ίδιοι οι καταστηματάρχες συνδέουν το αίσθημα ανασφάλειας, κατά προτεραιότητα με την «οικονομική κρίση», με τον «επιχειρηματικό ανταγωνισμό» και τις «κρατικές πολιτικές». Την παραβατικότητα και τη μετανάστευση τις περιέλαβαν στις «απειλές», μόνο που τις… βαθμολόγησαν χαμηλότερα.
Αυτό το εύρημα από έρευνα της επιστημονικής ομάδας του Παντείου Πανεπιστημίου με επικεφαλής την καθηγήτρια και Διευθύντρια του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Εγκληματολογίας κυρία Χριστίνα Ζαραφωνίτου, ανέδειξε ο δήμαρχος Αθηναίων κ. Γ. Καμίνης το απόγευμα της Τετάρτης, κατά την παρέμβασή του σε επιστημονική ημερίδα με θέμα «Εγκληματικότητα, αστυνόμευση και (αν)ασφάλεια στο εμπορικό κέντρο της πρωτεύουσας».
«Οι άνθρωποι ένιωθαν την κρίση πριν από την κρίση!», σημείωσε, δίνοντας έμφαση, παράλληλα, σε ευρήματα από προγενέστερες έρευνες του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), που δείχνουν ότι η επιχειρηματική ανασφάλεια και οι αρνητικές προβλέψεις για το μέλλον των επιχειρήσεων ήταν διάχυτες στο κέντρο ήδη από το 2007.
Εστίασε σε αυτά τα στοιχεία ο κ. Καμίνης για να επισημάνει ότι υπήρχε το υπόστρωμα – μετακίνηση της οικονομικής δραστηριότητας και της κατοικίας, αλλαγή της κοινωνικής και εθνοφυλετικής φυσιογνωμίας του κέντρου- πάνω στο οποίο επικάθισαν, τα τελευταία χρόνια, οι δραματικές συνέπειες της παρατεταμένης ύφεσης.
Κατά την άποψή του, για να ενισχυθεί το αίσθημα ασφάλειας, απαιτούνται παρεμβάσεις σε περισσότερα επίπεδα, αλλά με κοινό στόχο:
«Να κάνουμε ασφαλέστερο τον δημόσιο χώρο, να αναζωογονήσουμε τις υποβαθμισμένες περιοχές, να αποκαταστήσουμε την κοινωνική συνοχή».
Όπως είπε, το αίσθημα ασφάλειας δεν θα αποκατασταθεί,
«αν, παράλληλα με την καταστολή του εγκλήματος, τη διαμόρφωση -επιτέλους- μιας συνεπούς μεταναστευτικής πολιτικής, τον περιορισμό των φαινομένων εξαθλίωσης, την ανάπτυξη της πρόνοιας και της φροντίδας για τους ασθενέστερους, οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν επιστρέψουν στην πόλη. Αν, ιδίως οι νεότεροι, δεν έρθουν στο κέντρο και στις προβληματικές σήμερα γειτονιές για να περπατήσουν, να ψυχαγωγηθούν, να ψωνίσουν, να κατοικήσουν».Το ζωντάνεμα της πόλης, επιμένει ο κ. Καμίνης, είναι το «κλειδί».
Ο φόβος του εγκλήματος και το μοντέλο αστυνόμευσης
Πάντως, η έρευνα της επιστημονικής ομάδας της κυρίας Ζαραφωνίτου υπό τον τίτλο «(Aν)ασφάλεια καταστηματαρχών Αθήνας και Πειραιά και νέες μορφές αστυνόμευσης» (Μάιος 2010- Ιούνιος 2010) κατέληξε σε πολλά ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Οι καταστηματάρχες στην Αθήνα και στον Πειραιά περιγράφουν ως εξής τα χαρακτηριστικά που θα ήθελαν να έχει η αστυνομία : να συνεργάζεται με τους πολίτες (23,90%), να είναι προσιτή στον πολίτη (19,90%), να είναι πιο εκπαιδευμένη (16,50%), να κάνει αισθητή/ορατή την παρουσία της (15,80%), να συνεργάζονται τα διάφορα αστυνομικά σώματα (9,30%), να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα (7,30%).
Είναι αξιοσημείωτα τα ποσοστά εκείνων που συμφωνούν με την άποψη ότι προκειμένου οι πολίτες να αισθάνονται ασφαλείς θα πρέπει να περιοριστούν οι ατομικές τους ελευθερίες: 27,7% σε κείνους που έχουν αυξημένο αίσθημα ασφάλειας και 45,5% στους
«ανασφαλείς».Για τη βελτίωση της αστυνομίας, οι προτάσεις τους αφορούν εντονότερη παρουσία (26,5%), περισσότερες περιπολίες (16,5%) και καλύτερη κατάρτιση.
Αποτυπώθηκε ότι υπάρχει κοινή αποδοχή ενός μοντέλου αστυνομίας που συνδυάζει την εγγύτητα και την αποτελεσματικότητα. Διαπιστώθηκε επίσης ότι υπάρχει συσχέτιση ανασφάλειας και φόβου του εγκλήματος με «προηγούμενη θυματοποίηση (και κυρίως επαναλαμβανόμενη) αλλά και με την πρόσληψη υποβάθμισης γειτονιάς, αντικοινωνικότητες και περιβαλλοντική «αταξία»».
Ειδικότερα για το κέντρο της Αθήνας, από τις απαντήσεις των καταστηματαρχών, προκύπτει ότι υπάρχει:
-«διάχυτη η εντύπωση περί απουσίας κρατικού ενδιαφέροντος και επίσημου κοινωνικού ελέγχου των εγκληματικών απειλών
– αίσθηση περί εγκατάλειψης περιοχών και κατοίκων τους
-απαίτηση «φυσικής» παρουσίας της αστυνομίες (περιπολίες)».