Το τεχνοκρατικό σκέλος διαχείρισης της πολυσήμαντης ελληνικής κρίσης, εκτός απροόπτου, φθάνει στο τέλος του, αφήνοντας πίσω του κόστος δυσθεώρητο, αλλά και ελπίδα ότι το οικονομικό πρόβλημα της χώρας μπορεί να ελεγχθεί.

Όμως η κληρονομιά που αφήνει στο υπό επαναδιαμόρφωση πολιτικό σύστημα είναι βαριά και ασήκωτη. Οι πολιτικές δυνάμεις βγαίνουν λαβωμένες και εξαντλημένες, ιδιαίτερα από την τελευταία φάση ριζοσπαστικής επέμβασης στο σώμα της ελληνικής οικονομίας.

Το ΠαΣοΚ χρειάσθηκε να συγκρουσθεί με τους ψηφοφόρους του και εντέλει να παραδώσει την εξουσία προκειμένου να ικανοποιηθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις παροχής της βοήθειας των ξένων.

Η Νέα Δημοκρατία χρειάσθηκε επίσης να αλλάξει εντελώς στάση , να χάσει σχεδόν το ένα τέταρτο της κοινοβουλευτικής δύναμής της και να αποκτήσει ισχυρό θύλακα αμφισβήτησης στον χώρο της λαϊκής δεξιάς.

Ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός δεν άντεξε την πίεση που δεχόταν από την αντιμνημονιακή ακτιβίστικη ακροδεξιά και άλλαξε εντελώς στρατόπεδο, χάνοντας τα δυναμικότερα των στελεχών του.

Η Αριστερά, επίσης, που είχε ιστορική ευκαιρία να συγκροτήσει ενιαία έκφραση, χάθηκε μέσα στις ιδεολογικές και άλλες διαφορές της, αφήνοντας τα ασύνταχτα σχήματα του αριστερισμού, του αναρχισμού και της τρομοκρατίας των δρόμων να δράσουν κατά πως νόμιζαν, μετατρέποντας το υποτιθέμενο αριστερό πλεονέκτημα σε συντηρητική στροφή, την οποία όπως όλα δείχνουν θα αξιοποιήσουν εκλογικά οι ανύπαρκτοι μέχρι πρότινος «χρυσαυγίτες» και τα εθνο-λαϊκοδεξιά μορφώματα σαν κι αυτά που επιχειρούν να συγκροτήσουν διαγραφέντες βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας κι άλλοι γραφικοί λαϊκιστές που έπαιζαν μέχρι πρότινος ρόλο γεφυροποιού μεταξύ Καραμανλισμού και Καρατζαφερισμού.

Ολες οι ενδείξεις και εκτιμήσεις βεβαιώνουν ότι το αποτέλεσμα των προσεχών εκλογών σε καμία περίπτωση δεν θα μοιάζει με αυτά που οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις προβλέπουν.

Κατά τα φαινόμενα η επόμενη Βουλή σε τίποτε δεν θα μοιάζει με τη σημερινή και κατά πάσα βεβαιότητα δεν θα είναι τόσο αριστερή, όσο πολλοί νομίζουν.

Το ΠαΣοΚ δεν θα τελειώσει όπως τα άπειρα μνημόσυνα που του γίνονται δείχνουν. Στις τελευταίες πραγματικές έρευνες των διαθέσεων της κοινής γνώμης, παρ’ ότι λειτουργεί χωρίς ηγεσία, εμφανίζεται και πάλι ανθεκτικό. Αποκτώντας νέα ηγεσία θα καταφέρει να συνθέσει αξιοπρεπές σύνολο και σίγουρα δεν θα πεθάνει.

Η Νέα Δημοκρατία, που πολλοί την παρουσιάζουν σίγουρη νικήτρια, θα δυσκολευθεί πολύ να πιάσει το 30%, ο ΛΑΟΣ θα περάσει δύσκολα, το κόμμα της κυρίας Μπακογιάννη μετά και τα τελευταία συμβάντα θα παλέψει για την είσοδό του στη Βουλή.

Η Αριστερά επίσης δεν θα έχει την επίδοση που προσδοκά. Το ΚΚΕ πληρώνει τις αγκυλώσεις του, ούτε το κίνημα της πατάτας δεν μπορεί να αντέξει, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πνιγεί στον αφελή ενθουσιασμό του και η ΔΗΜΑΡ, που έλαμψε δημοσκοπικά ως πολιτικό πάρκινγκ απογοητευμένων κεντροαριστερών εκσυγχρονιστικής απόκλισης ψηφοφόρων, θα αρχίσει να φυλλορροεί μόλις εκλεγεί νέα ηγεσία στο ΠαΣοΚ, για να παλέψει στο τέλος να μπει στη Βουλή, όπως είχε συμβεί με τον ΣΥΡΙΖΑ πριν από μερικά χρόνια.

Αντιθέτως, τα ακροδεξιά και εθνολαϊκιστικά μορφώματα, που θα κατέλθουν στις προσεχείς εκλογές, φαίνονται ικανά – ήδη μετρώνται – να κλέψουν στην κυριολεξία στο φίνις τμήμα του απολιτίκ αντιμνημονιακού μετώπου, στο οποίο ήλπιζε η Αριστερά.

Και έτσι η επόμενη Βουλή θα μοιάζει περισσότερο με κήπο αφρόντιστο, γεμάτο σκληρά αγκάθια, παρά με οτιδήποτε άλλο.

Η σύνθεσή της, είτε τη συγκρότηση μιας δεξιάς πλειοψηφίας θα ευνοεί, είτε ένα συνασπισμό φιλευρωπαϊκών δυνάμεων θα επιτρέπει.

Και το ερώτημα που πάλι θα κυριαρχήσει, θα είναι σχεδόν ίδιο με αυτό, που κάτω από έκτακτες συνθήκες, τέθηκε: Ποιο σχήμα θα μπορέσει να βγάλει τη χώρα από την κρίση χωρίς να θιγούν θεμελιώδη αγαθά, όπως αυτά της Δημοκρατίας, της ελευθερίας και του ευρωπαϊκού κεκτημένου;

Και από την απάντηση αυτού του κυρίαρχου ερωτήματος θα ξεκινήσει η διαδικασία του προβλεπόμενου από πολλούς βίαιου μετασχηματισμού του ελληνικού πολιτικού συστήματος.