Πραγματοποιήθηκε στην «Αίθουσα Ν. Σκαλκώτας» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών η ελληνοβρετανική λογοτεχνική συνάντηση «Το μυθιστόρημα και το αστικό τοπίο σε μια εποχή κρίσης και αλλαγής» στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Megaron Plus και σε συνεργασία με το Βρετανικό Συμβούλιο. Καταξιωμένοι βρετανοί και έλληνες συγγραφείς και δημοσιογράφοι συναντήθηκαν τη Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου και συνομίλησαν για το πώς εκφράζονται οι διαφορετικές μορφές κρίσης που απειλούν το σύγχρονο αστικό τοπίο μέσα από τη λογοτεχνία, πώς αποτυπώνεται η αβεβαιότητα και η ανησυχία στο σύγχρονο μυθιστόρημα αλλά και πώς συνδέονται οι πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις με τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα.

Ο πολιτιστικός συντάκτης των «Financial Times» Πίτερ Ασπντεν, η μητέρα του οποίου είναι ελληνικής καταγωγής και γι’ αυτό πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στην Ελλάδα, έχει μια σαββατιάτικη στήλη στην εφημερίδα απ’ το 1994 με θέμα τη ζωή και την τέχνη. Εκανε μια γενική εισήγηση τονίζοντας ότι «η κουλτούρα είναι το επίκεντρο της δημόσιας ζωής». Επιπλέον είπε: «Οι τέχνες μπορούν να προσφέρουν παρηγοριά και διέξοδο. Μπορούν επίσης να αλλάξουν τον τρόπο που σκεπτόμαστε. Ακόμα και σε δύσκολους καιρούς, τότε που νιώθουμε μια επικείμενη αποκάλυψη να έρχεται, υπάρχει περιθώριο για τον πλούτο της δημιουργίας. Ο ρόλος της λογοτεχνίας, για να γίνω συγκεκριμένος, συνίσταται στο να εξηγήσει τι μάς συμβαίνει. Η οικονομική κρίση πρέπει να αναλυθεί από έργα τέχνης, απ’ αυτό που ευρύτερα ονομάζουμε κουλτούρα, ειδικά σήμερα που τα πράγματα είναι εξαιρετικά περίπλοκα. Πρέπει να απαιτήσουμε την αναδημιουργία του δημόσιου χώρου, την ποιότητα της δημόσιας ζωής και σ’ αυτό η τέχνη μπορεί να βοηθήσει».

«Οταν ήμουν μικρή πίστευα ότι οι ντομάτες φύτρωναν στα καφάσια» είπε η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου, γέννημα θρέμμα της πόλης που έχει ζήσει σε μεγάλα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα. Στα βιβλία της άλλωστε πρωταγωνιστεί το αστικό τοπίο, είτε πρόκειται για την Αθήνα, το Λονδίνο ή το Βερολίνο. Η ίδια αναφέρθηκε εκτενώς στο μυθιστόρημά της «Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη» (Καστανιώτης) και τις πολιτικές του διαστάσεις. «Το βιβλίο γράφτηκε την περίοδο της μεγάλης πίστης αλλά και των μεγάλων καταχρήσεων, κατά το 2001-2003, λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας» και μεταξύ άλλων αφορά μια ομάδα αντιεξουσιαστών που αναπτύσσουν υπόγειες μορφές γειτνίασης για να επικοινωνήσουν και γενικότερα αναζητούν άλλους τρόπους συνύπαρξης. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα σκοτώνεται μια νέα κοπέλα «όπως συνέβη με τον νεαρό Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο τον Δεκέμβρη του 2008» είπε η συγγραφέας.

Επιπροσθέτως η ίδια αναφέρθηκε στην πρωτοφανή για εκείνη αλλά ευκαιριακή (λόγω της ιδιότητάς της ως συγγραφέα) εμπειρία και σχέση που ανέπτυξε με το κίνημα των μεγάλων αστικών κέντρων του καλλιτέχνη και ακτιβιστή Τζον Τζόρνταν, ενός απ’ τους συγγραφείς του «Είμαστε παντού: η ακαταμάχητη άνοδος του αντικαπιταλισμού» (Verso, 2003) υπογραμμίζοντας ότι «συμμετείχα σε κάτι ακραίο για μένα για πρώτη φορά, σε μια τέτοιου είδους πορεία». Δεν παρέλειψε επίσης να μιλήσει για την πόλη σήμερα. «Μολονότι δεν μου αρέσουν καθόλου οι θεωρίες συνομωσίας, πιστεύω ότι η Αθήνα άλλαξε βάσει έλλειψης πολιτικού σχεδίου. Η Αθήνα αφέθηκε στην τύχη της, στη εγκατάλειψη, απέκτησε γκέτο, κατά καιρούς πνίγεται στα σκουπίδια. Ονειρεύομαι την επιστροφή στην πόλη. Ακόμα και να πίνεις έναν καφέ στο κέντρο είναι σημαντικό».

Ο 35χρονος συγγραφέας Τζέιμς Μίλερ, που τώρα γράφει το τρίτο του μυθιστόρημα με θέμα τη χρηματοπιστωτική κρίση και το ρεύμα των αντικαπιταλιστικών διαμαρτυριών σε όλο τον πλανήτη, μίλησε για τους διαχωρισμούς και τις αντιφάσεις του Λονδίνου, με αφορμή τα πιο πρόσφατα επεισόδια στη βρετανική πρωτεύουσα κατά το περασμένο καλοκαίρι. «Υπάρχει πλέον και μια συμβολική διεκδίκηση του δημόσιου χώρου. Υπάρχει ο ελεύθερος δρόμος και ο δρόμος της κατανάλωσης. Σε ποιόν ανήκει ο δρόμος; Σε μας, λένε οι διαδηλωτές, ανήκει ο δρόμος. Αυτοί οι διαδηλωτές, νέοι κυρίως, μειονότητες, εργαζόμενοι ή άνεργοι που η κρίση τους έχει σπρώξει στο περιθώριο, έχουν μετακινηθεί απ’ τις παραδοσιακές μορφές διαμαρτυρίας και έχουν προχωρήσει στην κατάληψη μεγάλων εμπορικών δρόμων» τόνισε καθώς έδειχνε στο κοινό τις φωτογραφίες των επεισοδίων που τράβηξε ο ίδιος. «Εκμεταλλευόμενοι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι διαδηλωτές δημιουργούν μεγάλα «μιντιακά γεγονότα» με σκοπό να γίνει ακόμα πιο προφανής, να ενταθεί η ενδυνάμωση των εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων». Ο συγγραφέας μίλησε και για τον ρόλο του μυθιστορήματος, επισημαίνοντας ότι «χρειαζόμαστε μια επιστροφή στο πολιτικό μυθιστόρημα, όχι ως αντανάκλαση μιας δογματικής αντίληψης για τον κόσμο, αλλά ως μέσο για να δραματοποιηθεί η τεράστια πολυπλοκότητα των καιρών μας, ως μέσο για να προσεγγίσουμε τα μεγάλα συλλογικά μας προβλήματα».

Ο ιδιαίτερα κεφάτος Νίκος Παναγιωτόπουλος, που πρέπει να έκανε τις περισσότερες λογοτεχνικές αναφορές απ’ οποιονδήποτε άλλο ομιλητή, σε ξένους και έλληνες, παλαιότερους και σύγχρονούς μας συγγραφείς, διαπίστωσε μια μεγάλη «αμηχανία στον τρόπο με τον οποίο οι συγγραφείς», συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του, «αντιμετωπίζουν το αστικό τοπίο» και συγκεκριμένα την Αθήνα. Αφού αναφέρθηκε στην «Αστοφεγγιά» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, την «Αργώ» του Γιώργου Θεοτοκά, την «Χαμένη Ανοιξη» του Στρατή Τσίρκα και το μυθιστόρημα του 1979 «Η αρχαία σκουριά» της Μάρως Δούκα αναρωτήθηκε τι συνέβη μετά; Ο Παναγιωτόπουλος πρότεινε ότι «αυτά τα τριάντα χρόνια δεν διακυβευόταν τίποτα» που θα μπορούσε να γεννήσει ένα εμπνευσμένο αστικό μυθιστόρημα. «Και βέβαια υπάρχουν αξιόλογες προσπάθειες αλλά έχω την αίσθηση ότι δεν υπήρξε μια ματιά που να συλλάβει το αστικό τοπίο στο σύνολό του, οι περισσότεροι επικεντρωνόμαστε κάπως αποσπασματικά σε μικρά σπαράγματα της πόλης». Πάντως «οι περίοδοι κρίσης αναδεικνύουν το αστικό τοπίο και ίσως αυτή η κρίση να αποτελέσει την αφορμή για το επόμενο μεγάλο αστικό μυθιστόρημα».

Ο 32χρονος Αλεξ Πρέστον αφηγήθηκε πώς ένα αφαιρετικό και αυθαίρετο παιχνίδι που έκανε μικρός με τα στατιστικά στοιχεία του ποδοσφαίρου τον οδήγησε τελικά στα στατιστικά της οικονομίας και των επενδυτικών κεφαλαίων. Ο ίδιος εργάστηκε ως «διαπραγματευτής ομολόγων» στο Σίτι του Λονδίνου και σήμερα κάνει το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο UCL με θέμα τη βία στη λογοτεχνία. «Το πρόβλημα είναι η γενικευμένη αφαίρεση απ’ την οποία χαρακτηρίζεται σήμερα όχι μόνο η οικονομία αλλά και ο τρόπος που ζούμε. Μεταπηδάμε από κάτι μη-πραγματικό σε κάτι άλλο μη-πραγματικό τη στιγμή που ο κόσμος έχει τρελαθεί και πάει απ’ το κακό στο χειρότερο». Στα ελληνικά κυκλοφόρησε εφέτος το μυθιστόρημά του «Η πόλη που μας πλήγωνε» από τις εκδόσεις «Παπαδόπουλος» όπου εν μέρει αυτοβιογραφείται ως «golden boy». Υπογράμμισε ότι απαντήσεις για το πώς χάνονται γενιές ικανών και μορφωμένων ανθρώπων μπορούν να μας δώσουν τα μυθιστορήματα. Το στοίχημα; «Να γραφτούν βιβλία, μυθιστορήματα που να μπορούν να μας εξηγήσουν τι συμβαίνει στα μυαλά αυτών των τραπεζιτών».

Η Κάλλια Παπαδάκη, μίλησε για τα πρώτα έντεκα χρόνια του 21ου αιώνα και με ποιόν τρόπο τα είδε η λογοτεχνία που «παρατηρεί σε βάθος κι έτσι συχνά μπορεί και προβλέπει» τα πράγματα. Μίλησε για την χρηματοπιστωτική κρίση και το μυθιστόρημα «Κοσμόπολις» (Εστία) του Ντον Ντελίλο, την τρομοκρατία και τον φόβο σε σχέση με το «Σάββατο» (Νεφέλη) του Ιαν Μακ Γιούαν, τα προάστια του πολυπολιτισμικού Λονδίνου και το «Λευκό χαμόγελο σε μαύρο φόντο» (Ψυχογιός) της Ζέιντι Σμιθ, τα γκρίζα δυτικά προάστια του Χρήστου Οικονόμου στο «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (Πόλις) αλλά και τους «αγανακτισμένους» του Πέτρου Μαρτινίδη στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Χωρίς αποζημίωση» (Νεφέλη). «Το αστικό τοπίο είναι μια ακόμη έκφραση της κρίσης. Το προάστια ωστόσο είναι ο καθρέφτης της πόλης. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι δεν γράφουν πολλοί για τα προάστια. Εκτιμώ ότι αυτό θ’ αλλάξει, πολλοί βρετανοί συγγραφείς για παράδειγμα γράφουν πλέον για το Δυτικό Λονδίνο» σημείωσε. Η ίδια την περίοδο του τρομοκρατικού χτυπήματος της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 βρισκόταν στην Αμερική για τις σπουδές της στα οικονομικά. «Θεωρούσαμε ότι είμαστε μια χρυσή γενιά. Μέσα σε λίγα χρόνια μετατραπήκαμε σε μια χαμένη γενιά» εκτίμησε επισημαίνοντας ότι τον Δεκέμβρη του 2008 είχαμε μόλις αρχίσει να διαισθανόμαστε την κρίση. Επικαλέστηκε στο τέλος τον Αρθουρ Κόναν Ντόιλ που είχε γράψει ότι «όπου δεν υπάρχει φαντασία, δεν υπάρχει τρόμος» και είπε ότι «για την ώρα ο 21ος αιώνας δείχνει ευφάνταστος. Μένει να τον καταγράψουμε».

Τη συζήτηση συντόνισε ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ηλίας Μαγκλίνης.