Η ιβουπροφένη, η δικλοφαινάκη και άλλα «συγγενή» παυσίπονα φάρμακα μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο ενός δεύτερου καρδιακού επεισοδίου σε ασθενείς που έχουν ήδη υποστεί ένα πρώτο, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Circulation» της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας.

Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν ερευνητές του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης μετά από παρακολούθηση 84.000 Δανών με μέση ηλικία τα 68 έτη που είχαν επιβιώσει καρδιακού επεισοδίου. Περίπου οι μισοί από αυτούς τους ασθενείς (ποσοστό 42%) λάμβαναν ένα συνταγογραφούμενο Μη Στεροειδές Αντιφλεγμονώδες Φάρμακο (ΜΣΑΦ).

Εκτόξευση του κινδύνου

Όπως προέκυψε οι ασθενείς που λάμβαναν μετά από εντολή του γιατρού τους ΜΣΑΦ αντιμετώπιζαν αυξημένες κατά 45% πιθανότητες να υποστούν δεύτερο καρδιακό επεισόδιο σε σύγκριση με όσους δεν είχαν λάβει κανένα τέτοιο φάρμακο.

Ηταν γνωστό στους ειδικούς ότι ορισμένα ΜΣΑΦ συνδέονται με μικρή αύξηση του κινδύνου καρδιακού και εγκεφαλικού επεισοδίου, κυρίως όταν λαμβάνονται σε μεγάλες δόσεις και για μακρό διάστημα.

Ωστόσο, όπως ανέφερε η επικεφαλής της νέας μελέτης δρ Αν-Μαρί Σγέρνινγκ Ολσεν «δείξαμε ότι ακόμη και όταν λαμβάνονται για μικρότερο χρονικό διάστημα, τα φάρμακα αυτά μπορεί να είναι επικίνδυνα».

Καμπανάκι για τη δικλοφαινάκη

Μάλιστα, οι ασθενείς που λάμβαναν συγκεκριμένα δικλοφαινάκη αντιμετώπιζαν τριπλάσιο κίνδυνο δεύτερου επεισοδίου μέσα σε μια εβδομάδα από το πρώτο.

Σε ό,τι αφορούσε τη λήψη ιβουπροφένης σε μέση δόση των 1.600 mg την ημέρα, δεν εμφανίστηκε αύξηση του κινδύνου για καινούργιο καρδιακό επεισόδιο μέσα σε μια εβδομάδα από το πρώτο. Ωστόσο ο κίνδυνος δεύτερου εμφράγματος εκτοξευόταν κατά 50% μεταξύ της δεύτερης και της 14ης εβδομάδας από το πρώτο επεισόδιο, στα άτομα που λάμβαναν ιβουπροφένη σε σύγκριση με όσα δεν λάμβαναν ΜΣΑΦ.

Αν και δεν είναι σαφές για ποιον λόγο τα ΜΣΑΦ συνδέονται με μεγαλύτερο καρδιακό κίνδυνο, η δρ Ολσεν αναφέρει ότι πιθανότατα αυξάνουν την αρτηριακή πίεση και προάγουν τον σχηματισμό θρόμβων.