Ένα διαγνωστικό τεστ που διαρκεί μόλις πέντε λεπτά μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό του αυτισμού σε βρέφη ηλικίας μόλις 12 μηνών, προσφέροντας σε γιατρούς και γονείς πολύ περισσότερο χρόνο ώστε να παρέμβουν εγκαίρως για καλύτερη αντιμετώπιση της διαταραχής. Αυτό αναφέρουν ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο με δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Pediatrics».

Η μελέτη αυτή είναι η πρώτη που δείχνει ότι ένα απλό διαγνωστικό εργαλείο μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο «όπλο» για την ανίχνευση του αυτισμού σε πολύ μικρές ηλικίες, σημείωσε η δρ Λίζα Τζιλότι, επικεφαλής του προγράμματος για τον αυτισμό στο Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ που χρηματοδότησε τη μελέτη.

Πιο έγκαιρη διάγνωση

Σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης δρα Κάρεν Πιρς από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο τα νέα ευρήματα μπορούν μελλοντικά να έχουν μεγάλο όφελος για πολλά παιδιά καθώς η διάγνωση της διαταραχής θα γίνεται πιο έγκαιρα σε σχέση με σήμερα που γίνεται συνήθως μετά τα τρία έτη.

Ο αυτισμός αποτελεί μια πολύπλοκη διαταραχή του εγκεφάλου η οποία πλήττει περίπου τέσσερις φορές περισσότερα αγόρια σε σύγκριση με κορίτσια. Η διαταραχή χαρακτηρίζεται από σημαντικές δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση, στην επικοινωνία και στην κατανόηση της συμπεριφοράς και των συναισθημάτων των άλλων ανθρώπων.

Ολοένα και περισσότερα πρόσφατα ερευνητικά στοιχεία μαρτυρούν ότι όσο νωρίτερα γίνει η διάγνωση της διαταραχής και ξεκινήσει η θεραπεία τόσο μεγαλύτερα είναι τα οφέλη για το παιδί. «Η ευκαιρία διάγνωσης και έναρξης θεραπείας γύρω στα πρώτα γενέθλια του παιδιού μπορεί να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην εξέλιξή του» είπε η δρ Πιρς.

Η μελέτη

Στο πλαίσιο της νέας μελέτης οι ερευνητές δημιούργησαν ένα δίκτυο 137 παιδιάτρων στην περιοχή του Σαν Ντιέγκο. Οι παιδίατροι ξεκινούσαν τον έλεγχο για αυτισμό σε όλα τα παιδιά ηλικίας ενός έτους. Στον έλεγχο περιλαμβάνονταν ερωτήσεις προς τους γονείς όπως «Όταν το παιδί σας παίζει, σας κοιτάζει για να δει εάν το παρακολουθείτε;» ή «Το παιδί σας χαμογελά ή γελά όταν σας κοιτάζει;».

Όσα βρέφη φαινόταν να έχουν πρόβλημα με βάση το συγκεκριμένο τεστ ελέγχου παραπέμπονταν στο κέντρο του Πανεπιστημίου για τον Αυτισμό για περαιτέρω εξετάσεις. Όλα αυτά τα παιδιά επανεξετάζονταν κάθε τρεις μήνες μέχρι την ηλικία των τριών ετών, οπότε και εμφανίζονται συνήθως τα χαρακτηριστικά σημάδια της διαταραχής.

Όπως προέκυψε, από το σύνολο των περισσότερων από 10.000 παιδιών που εξετάστηκαν από τους παιδιάτρους, 184 παραπέμφθηκαν για περαιτέρω έλεγχο και το 75% εξ αυτών διαγνώσθηκε τελικώς με κάποιο πρόβλημα. Τα 32 εξ αυτών διαγνώσθηκαν με αυτισμό, τα 56 εμφάνισαν καθυστέρηση στην ομιλία, εννέα είχαν καθυστέρηση στην ανάπτυξη ενώ τα υπόλοιπα 36 παρουσίαζαν άλλα προβλήματα.

Νωρίτερα η θεραπεία

Μετά το τέλος του προγράμματος ελέγχου όλα τα παιδιά που είχαν διαγνωσθεί με αυτισμό ή καθυστέρηση στην ανάπτυξη καθώς και το 89% των παιδιών με προβλήματα στην ομιλία ξεκίνησαν συμπεριφορική θεραπεία γύρω στην ηλικία των 19 μηνών. «Τα παιδιά αυτά μπήκαν σε πρόγραμμα θεραπείας πολύ νωρίς τη στιγμή που με τα σημερινά δεδομένα η θεραπεία δεν θα ξεκινούσε πριν από τα τρία έτη» τόνισε η δρ Τζιλότι.

Η δρ Κρίσταλ ντε Φρέιτας, παιδίατρος που συμμετείχε στη μελέτη, τόνισε ότι οι γονείς που έλαβαν μέρος στο πρόγραμμα έδειχναν μεγαλύτερη προσοχή στην ανάπτυξη του παιδιού τους και ήταν πιο προετοιμασμένοι να δεχθούν τα πιθανώς άσχημα νέα της διάγνωσης.

Σύμφωνα με την δρα Πιρς το συγκεκριμένο πρόγραμμα ελέγχου αποδείχθηκε πολύτιμο και για τους παιδιάτρους. Πριν από το πρόγραμμα οι περισσότεροι δεν έλεγχαν συστηματικά τα βρέφη για σημάδια αυτισμού. Ωστόσο μετά το τέλος του προγράμματος το 96% των γιατρών συνέχισε να χρησιμοποιεί το χρήσιμο διαγνωστικό εργαλείο.