Στην αύξηση των τμών των μη εξαγώγιμων προϊόντων αποδίδεται η μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία 10 χρόνια σύμφωνα με μελέτη της Eurobank EFG.
Αναλυτικότερα, οι οικονομολόγοι της τράπεζας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόνο το 30% της μείωσης της ανταγωνιστικότητας οφείλεται στην αύξηση των τιμών και των μισθών στον τομέα των εξαγωγών σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους της χώρας, ενώ ένα πολύ μικρό μέρος είναι αποτέλεσμα της ανατίμησης του ευρώ.
Το υπόλοιπο 70% αποδίδεται στην αύξηση των μισθών και των τιμών στους κλάδους των μη εξαγώγιμων αγαθών και υπηρεσιών (δημόσιο, υπηρεσίες εγχώριας κατανάλωσης, κατασκευές κλπ) σε σχέση με τις τιμές και τους μισθούς στους κλάδους οι οποίοι παράγουν εξαγώγιμα αγαθά και υπηρεσίες (βιομηχανία, τουρισμός, ναυτιλία κλπ).
«Αυτή η μεταβολή των σχετικών τιμών εντός της χώρας υπήρξε το αποτέλεσμα –αλλά και ανατροφοδότησε- μία μετατόπιση παραγωγικών δραστηριοτήτων και πόρων (κεφαλαίου και εργασίας) από κλάδους με υψηλή εξωστρέφεια σε κλάδους υπηρεσιών εγχώριας κατανάλωσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο δημόσιος τομέας» τονίζει χαρακτηριστικά η Eurobank στην ίδια ανάλυση.
Το οικονομικό πρότυπο και το ισοζύγιο
Η υπερκατανάλωση και η απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία 10-ετία οδήγησαν σε ευμεγέθη και επίμονα ελλείμματα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) και τη συνακόλουθη ταχεία άνοδο του ακαθάριστου εξωτερικού χρέους.
Η ανάλυσή της Eurobank δείχνει ότι η απώλεια ανταγωνιστικότητας και, κατά συνέπεια, η επιδείνωση του ΙΤΣ της χώρας κατά την τελευταία 10-ετία, αντανακλά τέσσερις παράγοντες:
(1) την αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους της χώρας,
(2) την ανατίμηση του ευρώ, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα τρία χρόνια μετά την γέννησή του,
(3) τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας η οποία μεταφράζεται σε χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο και χαμηλή ανταγωνιστικότητα ποιότητας των εξαγωγών και
(4) την αύξηση των τιμών των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών σε σχέση με τα εμπορεύσιμα.
Οι πρώτοι τρεις παράγοντες επηρεάζουν άμεσα την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών στις διεθνείς αγορές.
Ο τέταρτος παράγοντας επηρεάζει την κατανομή των παραγωγικών πόρων της χώρας μεταξύ του τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων (δηλαδή εξαγώγιμων) αγαθών και υπηρεσιών και του τομέα των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, τα οποία προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση.
Ένα από τα κεντρικά συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι η απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας από το 2000 έως το 2009 δεν οφείλεται αποκλειστικά σε μια αύξηση του μισθολογικού κόστους και των σχετικών τιμών των εξαγωγών της χώρας.
Οι διεθνείς οργανισμοί και η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμούν ότι κατ’ αυτή την περίοδο συσσωρεύτηκε πραγματική ανατίμηση περίπου 20%.
Προτάσεις για βελτίωση της κατάστασης
Η Eurobank κάνει τις παρακάτω προτάσεις:
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει ο εξωτερικός τομέας να δημιουργήσει τις θέσεις εργασίας οι οποίες θα καταργούνται λόγω της συρρίκνωσης του δημοσίου στο μέλλον και κατόπιν να συνεισφέρει στην αποπληρωμή μέρους του εξωτερικού χρέους.
Κατά συνέπεια, η προσπάθεια της χώρας να επανακτήσει την χαμένη ανταγωνιστικότητά της πρέπει να εστιαστεί σε τρεις παράγοντες.
Πρώτον, στην μείωση του κόστους παραγωγής σε σχέση με τους εμπορικούς μας εταίρους μέσω συγκράτησης των μισθών και των περιθωρίων κέρδους.
Δεύτερον, στην αύξηση της παραγωγικότητας και τη στροφή προς κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και εξωστρέφειας.
Αυτό προϋποθέτει επενδύσεις σε παραγωγικό εξοπλισμό και νέες τεχνολογίες αλλά και βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας, δηλαδή του τρόπου με τον οποίον συνδυάζονται οι εισροές (κεφάλαιο και εργασία) στην παραγωγική διαδικασία.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί κυρίως με βελτίωση των θεσμών (αποτελεσματικότητα δημόσιας διοίκησης, καταπολέμηση διαφθοράς και γραφειοκρατίας, διευκόλυνση επιχειρηματικής δραστηριότητας κτλ).
Τρίτον, στη μείωση των σχετικών τιμών (και μισθών) εντός της χώρας του τομέα μη εξαγώγιμων σε σχέση με τον τομέα εξαγώγιμων αγαθών και υπηρεσιών, έτσι ώστε να δημιουργηθούν κίνητρα στις εταιρείες και στους εργαζόμενους να μετατοπιστούν στον τομέα των εξαγώγιμων.
Για να σταματήσει η ανοδική πορεία του εξωτερικού χρέους πρέπει το εμπορικό ισοζύγιο να δημιουργεί στο μέλλον πλεονάσματα της τάξης του 0,5-1,5% του ΑΕΠ ετησίως, από ελλείμματα της τάξης του 7,3% το 2010. Αυτό είναι απαραίτητο για να αντισταθμιστεί και η δομική επιδείνωση των Ισοζυγίων Εισοδημάτων και Μεταβιβάσεων.
Στόχος τα πλεονάσματα
Σύμφωνα με την Eurobank, αν η χώρα καταφέρει να ισοσκελίσει το εμπορικό της ισοζύγιο μέχρι το 2014 και να δημιουργήσει διατηρήσιμα εμπορικά πλεονάσματα της τάξης του 1,5% ετησίως μετά το 2015, το καθαρό εξωτερικό χρέος θα πέσει στο 80% του ΑΕΠ το 2040 από 97,3% του ΑΕΠ σήμερα, κάτω από αρκετά συντηρητικές υποθέσεις για την ανάπτυξη, τα επιτόκια και τον πληθωρισμό. Η προσπάθεια λοιπόν θα είναι μακροχρόνια.
Για να αποτιμηθεί πόσο ρεαλιστικές είναι αυτές οι προβολές, διεξαγάγαμε μία μελέτη διατηρησιμότητας του ελληνικού εξωτερικού χρέους. Η ανάλυση δείχνει ότι για να σταθεροποιηθεί το καθαρό εξωτερικό χρέος της χώρας στο επίπεδο το οποίο ήταν προ κρίσεως (85,8% του ΑΕΠ το 2009), πρέπει να δημιουργηθούν μόνιμα πλεονάσματα 0,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ.
Αφαιρώντας τα συγκυριακά τμήματα του ελλείμματος (αγορές πλοίων, αύξηση τιμής του πετρελαίου), το έλλειμμα του Εμπορικού Ισοζυγίου πρέπει να μειωθεί κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (αντίστοιχα το έλλειμμα του ΙΤΣ κατά 7,1 ποσοστιαίες μονάδες).
Ένα τμήμα αυτής της προσαρμογής (1,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) θα έρθει αυτόματα με τη μείωση της κατανάλωσης, και κατά συνέπεια των εισαγωγών, η οποία συμβαίνει ήδη. Επομένως, απομένει εμπορικό έλλειμμα 2% του ΑΕΠ που πρέπει να διορθωθεί με βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurobank, για την ελαστικότητα του ΙΤΣ ως προς την πραγματική ισοτιμία, αυτό καθιστά αναγκαία μία μείωση των σχετικών τιμών έναντι των εμπορικών εταίρων της χώρας, δηλαδή μία πραγματική υποτίμηση, κατά περίπου12%.
Αυτό σημαίνει δυο πράγματα. Πρώτον, οι σχετικές τιμές των ελληνικών εξαγωγών (βιομηχανία, γεωργία και τουρισμός) πρέπει να μειωθούν σε σχέση με τους ανταγωνιστές στις διεθνείς αγορές.
Αυτό θα επιτευχθεί με μια συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων κάτω από τα επίπεδα του αθροίσματος πληθωρισμού και μεταβολής παραγωγικότητας, καθώς και μια μείωση των περιθωρίων κέρδους.
«Εκτιμούμε ότι το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας σε όρους σχετικών τιμών είναι σήμερα περίπου 5,5 ποσοστιαίες μονάδες και μπορεί να κλείσει γρήγορα μέσα στα επόμενα δύο έως τρία χρόνια» σημειώνει η τράπεζα.
Το ισχυρό ευρώ
Η πορεία του ευρώ είναι ένας αστάθμητος παράγοντας. Αν το ευρώ ανατιμηθεί κατά 10% από τα σημερινά του (ήδη υψηλά) επίπεδα, η προσπάθεια της χώρας να επαναφέρει την ανταγωνιστικότητά της στα επίπεδα του 2000 περίπου διπλασιάζεται.
Αυτό ισχύει ιδίως διότι η ονομαστική ανατίμηση πλήττει περισσότερο χώρες, όπως η Ελλάδα, οι οποίες δεν διαθέτουν προϊόντα και υπηρεσίες αναγνωρίσιμης ετικέτας.
Δεύτερον, οι τιμές και οι μισθοί στους κλάδους των μη εξαγώγιμων πρέπει να μειωθούν σε σχέση με τις τιμές και τους μισθούς στους εξαγωγικούς κλάδους.
Αυτό σημαίνει ότι αν, για παράδειγμα, οι μισθοί και τα περιθώρια κέρδους στους εξαγωγικούς κλάδους μειωθούν (αθροιστικά) κατά 5%, η συνολική μείωση των μισθών και των περιθωρίων κέρδους στους μη εξαγωγικούς κλάδους (δημόσιο, κατασκευές, υπηρεσίες) πρέπει να αθροίζει στο 10% για να επιστρέψουν οι σχετικές τιμές και μισθοί στα επίπεδα του 2000.
Όσο ταχύτερη είναι η στροφή της προσφοράς προς τις εξαγωγές και της εγχώριας ζήτησης από εισαγόμενα σε ελληνικά προϊόντα, τόσο μειώνεται η ανάγκη για γενικευμένη εσωτερική υποτίμηση.
Μακροχρόνια, το νέο υπόδειγμα ανάπτυξης πρέπει να στηρίζεται στην επένδυση στην παιδεία, την έρευνα και την τεχνολογία, την ανάπτυξη καινοτόμων μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής, μια δημόσια διοίκηση που θα στηρίζει την παραγωγική διαδικασία, ένα υγιές τραπεζικό σύστημα, μια νέα, πιο παραγωγική, νοοτροπία όλων των οικονομικών φορέων και των ατόμων.