Κορυφαίο γεγονός κάθε χρονιάς για τον ορθόδοξο χριστιανό το βράδυ της παραμονής του Πάσχα. Θεωρείται και μια απάντηση στο βασανιστικό για τον άνθρωπο εδώ και αιώνες πρόβλημα του χρόνου. Με την Ανάσταση, μας λένε οι θεολόγοι, καταργείται ο χρόνος.
Ωστόσο και οι άνθρωποι της Φυσικής επιμένουν ότι και ορθολογικά μπορεί να απαλλαγούμε από αυτόν. Οι διεργασίες γύρω από αυτό το θέμα είναι έντονες και οι συλλογισμοί σε σαστίζουν. «Ο εκ Θεού Πατρός Λόγος προ των αιώνων γεννηθείς» θα ψάλουν στις ορθόδοξες εκκλησίες το Σάββατο μετά την Ανάσταση, σε έναν ύμνο βγαλμένο από το Πεντηκοστάριο, το βιβλίο με τους ύμνους για τις Κυριακές από σήμερα έως και των Αγίων Πάντων (19 Ιουνίου). Στην ορθόδοξη θρησκεία η Ανάσταση σχετίζεται και με την αίσθηση που έχει ο χριστιανός για τον χώρο και τον χρόνο.
Με αυτό το «προ των αιώνων γεννηθείς» είναι φανερό ότι ο Θεός θεωρείται εκτός χρόνου και φυσικά εκτός τόπου, αφού εκείνος δημιούργησε και τον χώρο. Στην ερμηνεία του μάλιστα για τη δημιουργία του κόσμου στο βιβλίο για την «Εξαήμερο», γραμμένο γύρω στο 370 μ.Χ., ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει ότι μαζί με τον κόσμο, δηλαδή με τον χώρο και την ύλη, δημιουργήθηκε και ο χρόνος. Κάτι που έγινε αποδεκτό αιώνες μετά χάρη και στις θεωρίες των κοσμολόγων και με τη γενική θεωρία της σχετικότητας.
Ο χώρος και ο χρόνος λοιπόν από τον ορθόδοξο χριστιανό θεωρούνται δοσμένοι από τον Θεό και είμαστε δέσμιοί τους: «Είναι ζυγός ο χωροχρόνος και θέλει ο άνθρωπος να ξεφύγει από αυτόν, αλλά και αγαπάει και αγκαλιάζει και τον χώρο και τον χρόνο, ενώ θέλει να τον υπερβεί» (Πατήρ Γεώργιος Φλορόφσκι, 4.10.200). Με την Ανάσταση που εδράζεται στην Καινή Διαθήκη (ενώ η Δημιουργία έχει τη βάση της στην Παλαιά Διαθήκη) κάθε χρόνο μάς υπενθυμίζεται από την ορθόδοξη λατρεία ότι «ο Χριστός με την ενσάρκωση και ενανθρώπισή του εισήλθε και εχωρήθη στον χωροχρόνο μας που ο ίδιος δημιούργησε» (ομιλία Γ. Φλορόφσκι: «Ο άνθρωπος και ο χωροχρόνος») και από αυτόν τον χωροχρόνο φεύγει το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Σχηματικά θα λέγαμε ότι οι αρχαίοι Ελληνες ασχολήθηκαν πολύ με τον τόπο και τον χώρο, γι΄ αυτό και πέτυχαν τόσο πολλά στη γεωμετρία, ενώ από την εβραϊκή παράδοση μας έρχεται μια πιο επίμονη ενασχόληση με τον χρόνο. Τα δύο θεωρείται ότι παντρεύονται στη συνέχεια στο πλαίσιο του χριστιανισμού και μένουν έτσι για αιώνες.
Ο Αγγλος Τζον Πόλκινγκχορν ανατράφηκε σε μια αφιερωμένη στον χριστιανισμό οικογένεια. Μεγαλώνοντας αισθάνθηκε ότι η επιστήμη και μάλιστα αυτή που είχε σχέση με τα στοιχειώδη σωμάτια, εξαιτίας ίσως και μιας εξαιρετικής επίδοσης στα μαθηματικά που έδειξε, τον κέρδισε για πολλά χρόνια. Δούλεψε δίπλα στον διάσημο νομπελίστα φυσικό και γνωστό ισλαμιστή Αμπντους Σαλάμ, έγινε καθηγητής Φυσικής στο Κέιμπριτζ, ένας από τους φοιτητές του ήταν ο Μπράιαν Γιόζεφσον, ο οποίος πήρε και αυτός Νομπέλ στη Φυσική, και ήταν βασικός συνεργάτης τού Μάρεϊ Γκελ Μαν, όταν εκείνος αποδείκνυε για πρώτη φορά την ύπαρξη των κουάρκ. Το 1979, έπειτα από 25 χρόνια στην έρευνα, αποφάσισε ότι ήταν καιρός να πάρει τον δρόμο της Εκκλησίας και χειροτονήθηκε ιερέας. Δεν σταμάτησε όμως να ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της επιστήμης, μόνο που τώρα σε κάθε του παρέμβαση ήταν έντονο και το θρησκευτικό στοιχείο. Μια από τις πιο γνωστές ήταν όταν θέλησε να κοντράρει την άποψη του Στίβεν Χόκινγκ ότι το Σύμπαν θα μπορούσε να δημιουργηθεί και από μόνο του. Δεν χρειαζόταν δηλαδή να καταφύγουμε στην ιδέα της ύπαρξης ενός Δημιουργού για τον κόσμο μας. Εγραψε μάλιστα ένα ολόκληρο βιβλίο γι΄ αυτό και η βασική ιδέα του ήταν ότι «ο Θεός δρα στον κόσμο, αλλά όχι σαν ένας επιτήδειος ταχυδακτυλουργός που παραβιάζει τους νόμους της φύσης- νόμους δηλαδή που ο ίδιος θέσπισε. Η ερώτηση που με απασχολεί είναι αν υπάρχει τρόπος να περιγράφουμε τις ενέργειες του Θεού έτσι ώστε να είναι αυτές συμβατές και με την επιστήμη».
Συνδέθηκε με άλλους ομοϊδεάτες που είχαν την υποστήριξη του Βατικανού- αφού, όπως είναι γνωστό, στον Πάπα υπάγεται και ένα ολόκληρο αστεροσκοπείο- και άρχισαν την αναζήτηση του Δημιουργού με τη βοήθεια της κβαντομηχανικής. Και ο νους τους πήγε κατευθείαν- πού αλλού;- στην αρχή της αβεβαιότητας. Εκεί, δηλαδή, στον μικρόκοσμο, φθάνοντας σε διαστάσεις ατόμων και μορίων, δεν μπορεί πλέον, όσα στοιχεία και αν διαθέτουμε, να προβλεφθεί με ακρίβεια η κίνηση και η συμπεριφορά τους. Μπορεί να έχεις στο χέρι σου δύο ακριβώς όμοια ραδιενεργά άτομα, αλλά δεν ξέρεις πότε ακριβώς το καθένα θα διασπαστεί και το πιο «πιθανό» είναι ότι δεν θα συμβεί και για τα δύο την ίδια στιγμή. Η αρχή της αβεβαιότητας, πιο συγκεκριμένα, μας λέει ότι δεν μπορείς ταυτόχρονα να γνωρίζεις την ταχύτητα και τη θέση ενός σωματιδίου. Οσο μεγαλύτερη ακρίβεια επιδιώκεις στο ένα μέγεθος τόσο λιγότερη ακρίβεια προκύπτει για το άλλο. Οπως όταν στριμώχνεις μια πεταλούδα στη γωνία και τότε εκείνη κάνει όλο και πιο απρόβλεπτες κινήσεις χτυπώντας έντονα τα φτερά της για να αποφύγει να την πιάσεις. Στα κβαντικά φαινόμενα λοιπόν έχουμε την πιθανότητα να συμβούν διάφορα πράγματα και εκεί ψάχνουν μερικοί τη θεία ενέργεια και παρέμβαση ως προς το τι τελικά θα συμβεί. Επειδή αυτά όμως είναι αναρίθμητα και για την πιο απλή κίνηση, π.χ. το πέσιμο ενός μετεωρίτη στη Γη, υποδείχθηκε σε αυτούς που υποστήριζαν τη θεία παρέμβαση ότι φάνταζε παράλογο ο Δημιουργός να «ασχολείται» με τόσο πολλές μικροκινήσεις.
Ο επόμενος λοιπόν χώρος αντίστασης επελέγη να είναι σχετικός με το φαινόμενο του «κβαντικού συσχετισμού». Οπου πάλι στον κόσμο των μικροσωματιδίων όταν δύο από αυτά, ας πούμε ότι είναι φωτόνια, συνδεθούν με κάποιες κοινές ιδιότητες ή μπλεχτούν, όπως θα το λέγαμε κάπως πιο χαλαρά, με κάποιο τρόπο, μετά όσο και αν τα απομακρύνουμε είναι σαν να υπακούουν σε κάποια αόρατη αλλά πολύ αποτελεσματική μορφή επικοινωνίας. Για να το καταλάβουμε καλύτερα αυτό θα πούμε ότι, αν ήταν νομίσματα, ρίχνοντάς τα ταυτόχρονα στον αέρα όσο μακριά και αν ήταν το ένα από το άλλο θα παίρναμε πάντα το ίδιο αποτέλεσμα και από τα δύο, είτε κορόνα είτε γράμματα. Εγιναν πειράματα, λοιπόν, κάτω από πολύ αυστηρές συνθήκες και πάλι με το ίδιο αποτέλεσμα. Ετσι ώστε τελικά ο Αντουάν Σουαρέζ, ειδικός στην Κβαντική Φυσική και μέλος του Κέντρου Κβαντικής Φιλοσοφίας με έδρα τη Ζυρίχη, να φθάσει να δηλώσει ότι «φαίνεται πως ο χωροχρόνος δεν μπορεί να στεγάσει όλες εκείνες τις έξυπνες οντότητες που θα επηρέαζαν τα πράγματα μέσα στον κόσμο μας, άρα κάτι απέξω δρα και ρυθμίζει τα διάφορα φαινόμενα (σε αυτό το επίπεδο)… Υπάρχουν τελικά σοβαρές ενδείξεις ότι άυλες υπάρξεις δρουν στον κόσμο μας». Και πάντα βέβαια οι άπιστοι Θωμάδες θα ρωτούν τους Σουαρέζ: Γιατί τότε δεν διορθώνονται κάποια πράγματα όταν φθάνουμε στον εκτροχιασμό;
Βασικό ρόλο, όπως ίσως ήδη καταλάβαμε από τα προαναφερθέντα, παίζει για τη Θεολογία ο χρόνος. Ας μην ξεχνούμε ότι και στην ορθόδοξη παράδοση «εμπειρογνώμονας» σε θέματα χρόνου θεωρείται ο Οσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος όμως ξεκινά πάντα από την κλασική διαίρεση του χρόνου σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, ξεκινώντας κυρίως από τη δεκαετία του 1980 και με αποκορύφωμα την περασμένη χρονιά, επιστήμονες της Θεωρητικής Φυσικής ξεκίνησαν να μελετούν τρόπους για να απαλλαγούμε από την έννοια του χρόνου εντελώς. Να τον εξορίσουμε κυριολεκτικά από τη Φυσική! Να φθάσουμε να λέμε ότι η έννοια του χρόνου εκεί ήταν ένα τρικ, ένα αποτελεσματικό κόλπο του Νεύτωνα για να βρει κάποια πράγματα και να βγάλει κάποια συμπεράσματα.
Για να κατανοήσουμε αυτό το παράδοξο που μας βγάζει εντελώς έξω από την καθημερινή λογική μας οι μυημένοι ήδη στην κατάργηση του χρόνου μάς λένε να σκεφθούμε αλλιώς μερικά κλασικά πράγματα. Διηγούνται ότι ο Γαλιλαίος, όταν βρέθηκε σε κάποια εκκλησία της Πίζας και είδε έναν πολυέλαιο να αιωρείται, βρήκε τη διάρκεια της κάθε αιώρησης και διαπίστωσε πως ήταν σχεδόν ίσες μεταξύ τους, έχοντας βάλει το χέρι στην καρδιά του και μετρώντας τους παλμούς της. Στην ουσία δηλαδή δεν μετρούμε τον χρόνο, αλλά βρίσκουμε κάποια μεταβλητή και με τη βοήθειά της υπολογίζουμε κάποιαν άλλη. Ο Νεύτων όμως στις εξισώσεις του πρότεινε τη χρήση μιας απόλυτης και ανε ξάρτητης μεταβλητής με το όνομα χρόνος, και μάλιστα οι τιμές της να είναι ένα συνεχές, δηλαδή να «παίζουν» όλες, άρα να είναι δυνατόν να εμφανισθούν όλες. Ο χρόνος εμφανίστηκε κάπως υποβαθμισμένος στη συνέχεια με τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, που δεν μπορούσε να δεχθεί ότι υπήρχαν τυχαία και ανεξέλεγκτα από τον Θεό και τις εξισώσεις φαινόμενα. Κάθε σύστημα κινούμενο εδώ έχει τον δικό του χρόνο. Μόνο που όταν εμφανίστηκε η Κβαντική Μηχανική, η Φυσική δηλαδή για το τι συμβαίνει στον μικρόκοσμο, αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσαμε να συμβιβάσουμε την Κβαντική Μηχανική του μικροκόσμου με τη θεωρία της σχετικότητας, μια Φυσική για τις μεγάλες κλίμακες με έντονη την παρουσία του χρόνου εκεί.
Η αλήθεια είναι ότι οι προτάσεις πέφτουν βροχή τον τελευταίο καιρό. Ο Κάρλο Ροβέλι, φυσικός στο Μεσογειακό Πανεπιστήμιο της Μασσαλίας, μαζί με τον διάσημο γάλλο μαθηματικό Αλέν Κον λέει: «Για εμάς ο χρόνος έχει να κάνει με το ότι αγνοούμε τις λεπτομέρειες. Αν ξέραμε όλες τις λεπτομέρειες, για παράδειγμα, στην κίνηση μιας ομάδας ατόμων, δεν θα καταφεύγαμε στο να τα μελετούμε στατιστικά και δεν θα είχαμε ανάγκη του χρόνου». Ο Ροβέλι μάλιστα συνηθίζει να διηγείται το εξής: Ανακαλύπτουν ένα νησί με ζώα που κατοικούν σε αυτό. Ενας βιολόγος ωστόσο λέει ότι αυτό που νομίζαμε για νησί είναι μια τεράστια φάλαινα, ένα άλλο ζώο δηλαδή όπου επάνω του κατοικούσαν τα άλλα πλάσματα. Αντί λοιπόν να έχουμε δύο διαφορετικά πράγματα, ένα νησί και τα ζώα, έχουμε αναγκαστικά ένα: μόνο ζώα. Αυτό λέμε τώρα ότι συμβαίνει και με τον χρόνο. Μετρούσαμε τη διάρκεια των φαινομένων με άλλα φαινόμενα: τη διάρκεια μιας έκλειψης, ενός δυναμικού φαινομένου δηλαδή, με τη ροή της άμμου σε μια κλεψύδρα (και ας λέμε ότι «κρατάμε χρόνο»).
Στη Φυσική του Νεύτωνα είχαμε τον χώρο και τον χρόνο χωριστά. Στη Φυσική του Αϊνστάιν, χάρη στις εργασίες του Μινκόφσκι, προχωρήσαμε υποχρεωτικά στη συνένωση των δύο, στον χωροχρόνο. Σήμερα όμως η ίδια η ύπαρξη του χρόνου αμφισβητείται όχι από παραδοξολόγους, αλλά από ανθρώπους καλά εξοικειωμένους με ολόκληρο το σώμα των νόμων της Φυσικής. Και αυτό έχει να κάνει με το επίπεδο όπου βρίσκεται ο καθένας και θεωρεί τα πράματα. Οπως ένας που γνωρίζει ατομική φυσική ξέρει ότι, αν εξετάσει τα άτομα που αποτελούν ένα τραπέζι, θα βρει πως το πιο πολύ είναι κενό και όχι ύλη, κάποιος που απλώς το χρησιμοποιεί ξέρει ότι είναι κάτι πολύ στερεό.
Είμαστε εξοικειωμένοι με τη σκέψη του χρόνου που κυλάει και σε αυτόν αναφερόμαστε. Ενας ποιητής έγραψε ότι είναι ο άνεμος που φυσάει και φουσκώνει το πανί μας και με αυτόν πορευόμαστε. Οι αλλαγές που παρατηρούμε αναφέρονται όλες στον χρόνο. Χωρίς τον χρόνο μάς φαίνεται ότι δεν ζούμε, αυτός βάζει σε τάξη τα γεγονότα. Ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι της Φυσικής που μας λένε ότι μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτόν. Να περιγράφουμε την αλλαγή στο χρώμα των μαλλιών μας καθώς αυτά γκριζάρουν με βάση όχι ένα ημερολόγιο ή ένα ρολόι, αλλά με τις διαφορετικές θέσεις ενός δορυφόρου στο Διάστημα!
Με την έννοια του χρόνου βολευόμαστε. Παρακολουθούμε μια λαστιχένια μπάλα με την κάμερα καθώς αυτή χτυπάει στον τοίχο και απομακρύνεται. Είναι πολύ εύκολο να κόψουμε την όλη σκηνή σε πλάνα με διαφορά ενός δευτερολέπτου το ένα από το άλλο και στο καθένα να έχουμε την εκάστοτε θέση της μπάλας. Εδώ ο χρόνος είναι βοηθός και με τη βοήθειά του μπορούμε να αναπαραστήσουμε όλο το στιγμιότυπο.
Μια άλλη προσέγγιση όμως θα ήταν να στήσουμε την κάμερα ακριβώς απέναντι στον τοίχο και πίσω από την μπάλα και να καταγράφουμε ό,τι συμβαίνει εκεί. Χωρίζουμε στη συνέχεια τον χώρο από την αρχική θέση της μπάλας ως τον τοίχο σε λεπτές επίπεδες φέτες και σε κάθε φέτα μοντάρουμε την μπάλα προτού χτυπήσει στον τοίχο αλλά και την μπάλα αφού έγινε η ανάκλασή της, όταν βρέθηκε ακριβώς στην ίδια απόσταση από τον τοίχο. Σχεδόν κάθε νέο πλάνο, πλην ενός, δηλαδή, περιέχει πλέον δύο μπάλες. Μπορώ και με αυτή τη νέα τεχνική να επανασυνθέσω την πορεία της μπάλας από τη στιγμή που ξεκίνησε ως τη στιγμή που, αφού χτύπησε στον τοίχο, έφθασε στην ίδια απόσταση όπου ήταν προηγουμένως. Η διαφορά με την προηγούμενη περίπτωση ποια είναι; Οτι τώρα δεν χρειάστηκα τον χρόνο. Αυτό λοιπόν θέλουν να μας πουν δίνοντας κάποια πρώτα παραδείγματα ερευνητές όπως ο μαθηματικός Κρεγκ Μακ Μάστερ και ο φιλόσοφος Στίβεν Γουαϊνστάιν: ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε τον χωροχρόνο όχι με βάση τη διαδοχή των χρονικών στιγμών, αλλά μόνο με ψάξιμο στον χώρο. Εκτός δηλαδή από το να κόβουμε τη φραντζόλα του χωροχρόνου με τον συνηθισμένο τρόπο, από τη μια άκρη ως την άλλη, να έχουμε βρει κάποιον άλλο υπερβατικό τρόπο. Σήμερα γίνεται μεγάλος αγώνας από μια μερίδα επιστημόνων να δημιουργήσουν θεωρίες, όπως η κβαντική βαρύτητα, που θα είναι απαλλαγμένες από το πρόβλημα του χρόνου και θα καταφέρουν να συμβιβάσουν τη θεωρία της σχετικότητας με την κβαντική θεωρία του μικροκόσμου.
Η κατάργηση βέβαια του χρόνου μάς φέρνει ξανά πίσω και σε δικούς μας φιλοσόφους, όπως οι Ελεάτες και ο Παρμενίδης, ενώ δίνει τη δυνατότητα και στους θρησκευομένους να μιλούν και αυτοί για την υπερβατικότητα εννοιών όπως η Ανάσταση και η κατάργηση του χρόνου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ