Τέσσερις συγγραφείς, Ο Δημήτρης Χατζής, ο Κάρλος Φουέντες, ο Αλάα Αλ-Ασουάνι και ο Τιερύ Ζουκέ εμπνέονται από τη σύγχρονη μεγαλούπολη όπου συνυπάρχουν ο πλούτος και η εξαθλίωση, ο μεγάκοσμος του χρήματος που εκφράζεται με τα σύγχρονα λαμπερά κτίσματα και ο μικρόκοσμος των απόκληρων οι οποίοι ζουν στις παρυφές του πλούτου, σε γειτονιές που λειτουργούν σαν πόλεις μέσα στις πόλεις όπου οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες δημιουργούν αόρατα εσωτερικά σύνορα. Μοντερνισμός και παράδοση τότε συγκρούονται προκαλώντας τεράστια προβλήματα. Οι σύγχρονες αυτές «μυρμηγκοφωλιές» με τον γιγαντισμό τους καθιστούν συχνά δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα και τις εθνικές ομάδες.

Οι εξόριστοι του Κάρλος Φουέντες σε έναν κόσμο χωρίς κέντρο

Ο συγγραφέας Κάρλος Φουέντες, με καταγωγή από μια χώρα όπως το Μεξικό που βρίσκεται σε σταθερή σύγκρουση με την ηγεμονική πολιτική των ΗΠΑ μετά την ανεξαρτητοποίησή της από την Ισπανία το 1821, ήδη από το 1969 έγραφε για την ισπανόφωνη λογοτεχνία: «Χάνοντας την παλιά οικουμενικότητα της ευρωπαϊκής αστικής κουλτούρας, είμαστε σήμερα όλοι εξόριστοι σε έναν κόσμο χωρίς κέντρο (…). Η οικουμενικότητα συνίσταται σήμερα στην αναγνώριση της εκκεντρικότητας».

Αυτή η διαπίστωση τείνει σήμερα να αποκτήσει γενική ισχύ.

Τα σημάδια που μπορούν να μας δώσουν την πρόγευση του μέλλοντος μπορούμε να τα αναζητήσουμε στη σύγχρονη λογοτεχνία, που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο πολυκεντρισμός. Πολλαπλασιάζονται πλέον οι συγγραφείς, γηγενείς, εξόριστοι και μιγάδες, που μιλούν για τον σύγχρονο κόσμο, ορμώμενοι από τον δικό τους μικρόκοσμο, με την ευαισθησία του ενδιάμεσου.

Το πρωτόγονο και το υπερμοντέρνο

Η έννοια του ξένου σήμερα αποκτάει μια διαφορετική, διευρυμένη διάσταση σε σχέση με το παρελθόν.

Ο Κάρλος Φουέντες το 1995, με τη συλλογή διηγημάτων του Τα κρυστάλλινα σύνορα, μιλάει για τον ξένο που σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης ζει διαρκώς σε μια ζώνη μετάβασης, που δεν ανήκει ούτε στη μία ούτε στην άλλη πλευρά των συνόρων, αλλά στη «γραμμή της λήθης». Αφετηρία είναι το Μεξικό που είναι ο βασικός προμηθευτής φτηνής εργατικής δύναμης στις ΗΠΑ και οι λαθρομετανάστες που μπαινοβγαίνουν περιστασιακά από τα σύνορα ΗΠΑ- Μεξικού.

«Η κύρια εξαγωγή του Μεξικού δεν ήταν τα γεωργικά ούτε τα βιομηχανικά ούτε τα συναρμολογημένα προϊόντα,ούτε καν τα κεφάλαια για την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους (του αιώνιου χρέους),αλλά η εργασία.Εξάγουμε εργάτες περισσότερο από τσιμέντο ή ντομάτες».

Ο ξένος του Φουέντες ανακινεί ερωτήματα για απλά θέματα της ζωής μέσα στις πόλεις, που όμως θα γίνονται όλο και πιο περίπλοκα. Η ευέλικτη ή ανασφάλιστη εργασία, η ανεργία ή το πρόβλημα της στέγης είναι θέματα που ενώ ξεκίνησαν κατά προτεραιότητα από τον ξένο, τείνουν πλέον να αγκαλιάσουν ξένους και γηγενείς. Αρα ο ξένος τείνει να γίνει μια φιγούρα οικουμενική, μια ενότητα του μακρινού και του κοντινού.

Ο Φουέντες εντοπίζει και ένα άλλο φαινόμενο. Προκειμένου η εργασία να μην εξελίσσεται σε σύγκρουση και να αποφεύγεται η λαθρομετανάστευση, επινοούνται πρωτόγνωρες υβριδικές μορφές του αστικού χώρου. Ο συγγραφέας αναφέρεται στις παραμεθόριες περιοχές, που με απόφαση της κυβέρνησης του Μεξικού έχουν μετατραπεί σε «ελεύθερες» από φορολογία και δεσμεύσεις εργατικής νομοθεσίας ζώνες, όπου δραστηριοποιούνται πολλές αμερικανικές εταιρείες. Ετσι όλη η παράνομη εργασία των Μεξικανών από την πλευρά της Αμερικής μετατοπίζεται σε αυτές τις ζώνες χωρίς εθνική ταυτότητα που δεν ανήκουν πουθενά. Οπως είναι η πόλη Χουάρες, η οποία μάλιστα χτίζεται με μια γενιά υπερμοντέρνων κτιρίων «από απαστράπτον γυαλί και χάλυβα». Η Αda Louise Ηuxtable, κριτικός αρχιτεκτονικής στην εφημερίδα «Τhe Wall Street Journal», εύστοχα αποκάλεσε «skin architecture» (αρχιτεκτονική της επιδερμίδας) το στυλ που εκφράζει τη νέα οικονομία.

Ο ξένος του Φουέντες κατοικεί κατά κανόνα στις παραγκουπόλεις. Το πρωτόγονο συνυπάρχει με το υπερμοντέρνο στην εποχή μας.

Τα αόρατα σύνορα των μεγαλουπόλεων

Με το διήγημα «Κρυστάλλινα σύνορα» ο Κάρλος Φουέντες επισημαίνει τα αόρατα σύνορα που πολλαπλασιάζονται στις μεγαλουπόλεις. Είναι αυτά που χωρίζουν δύο παρ΄ ολίγον εραστές σε έναν γυάλινο ουρανοξύστη 40 ορόφων της Ν. Υόρκης.

Μέσα στο γραφείο της βρίσκεται μια αμερικανίδα γυναίκα-στέλεχος μιας μεγάλης αμερικανικής εταιρείας, έξω σκαρφαλωμένος ένας μεξικανός λαθρομετανάστης που καθαρίζει τις γυάλινες προσόψεις.

«Απέμειναν να κοιτάζονται για αρκετά λεπτά,στη σιωπή,χωρισμένοι από τα κρυστάλλινα σύνορα. Και ανάμεσά τους άρχισε να δημιουργείται μια ειρωνική εγγύτητα,η εγγύτητα της απομόνωσης.Ο καθένας θυμόταν τη ζωή του,φανταζόταν τη ζωή του άλλου, τους δρόμους που περνούσαν, τις σπηλιές όπου έβρισκαν καταφύγιο, τις ζούγκλες της κάθε πόλης, της Νέας Υόρκης και του Μεξικού, τους κινδύνους, τη φτώχεια, την απειλή των πόλεών τους, τις επιθέσεις, την αστυνομία, τους ζητιάνους,τους ρακοσυλλέκτες, τη φρίκη δύο μεγάλων πόλεων γεμάτων με ανθρώπους όπως αυτοί, πάρα πολύ μικρούς ανθρώπους για να αμυνθούν απέναντι σε τόσες πολλές απειλές».

Αυτό θα μπορούσε να είναι και ένα σχόλιο στη σύγχρονη μεγαλούπολη, η οποία αναπτύσσεται κάθετα και οριζόντια. Κάθετα όλο και πιο τυποποιημένα, οριζόντια με απίστευτη πολυμορφία.

Οι μικρόκοσμοι του Αλάα Αλ-Ασουάνι

Ο αιγύπτιος συγγραφέας Αλάα ΑλΑσουάνι εργάζεται πάνω σε αυτή την ιδέα και επινοεί δύο λογοτεχνικούς μικρόκοσμους: α) Το Μέγαρο Γιακουμπιάν στο Κάιρο, όπου συνυπάρχουν όλες οι διαστρωματώσεις της σύγχρονης αιγυπτιακής κοινωνίας και β) την πανεπιστημιακή κλινική του Ιλινόι στο Σικάγο, όπου παρουσιάζεται ένα μωσαϊκό από αιγυπτιακές και αμερικανικές ζωές που διασταυρώνονται μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001.

Και στις δύο περιπτώσεις, το Κάιρο, μια μητρόπολη 18 εκατομμυρίων, σμικρύνεται, για να χωρέσει μέσα σε ένα κτίριο ή για να μεταφερθεί στο Σικάγο, σε ένα άλλο γεωγραφικό σημείο του πλανήτη, σαν μια πόλη μέσα σε μια άλλη πόλη.

Με τη «χειρουργική» παρατήρηση αυτών των δύο μικρόκοσμων, ο συγγραφέας επιχειρεί να αποδώσει τη σχέση της παγκοσμιοποίησης με την τοπική ταυτότητα. Αυτά τα δύο φαινόμενα, το μεγάλο και το μικρό, λειτουργούν με τη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων.

Μοντερνισμός και παράδοση επικοινωνούν αλλά και συγκρούονται με βία, επιφέροντας μεγάλες ανατροπές στον χώρο.

Η φτώχεια, η εγκληματικότητα και η αρρώστια

Oι σύγχρονοι συγγραφείς,προκειμένου να συλλάβουν ένα ρευστό κόσμο ετερότητας στις πόλεις,χρησιμοποιούν πλέον σαν πρωταγωνιστές κοινωνικά στρώματα που ανατρέπουν τους κανόνες της ευταξίας του αστικού χώρου.Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ο γέρος μου» του Τιερύ Ζονκέ,που γράφεται με αφορμή τον θάνατο χιλιάδων ηλικιωμένων στο Παρίσι το καλοκαίρι του 2003,λόγω του καύσωνα.Ο γέρος είναι ένας ξένος για τις ανάγκες της σύγχρονης μητρόπολης από την οποία αποβάλλεται.

Ενας ηλικιωμένος πατέρας με αλτσχάιμερ καταλήγει χωρίς ταυτότητα σε γηροκομείο στα περίχωρα του Παρισιού και κανείς δεν τον αναζητεί.Ανακαλύπτεται από τη διεύθυνση ο μοναχογιός του,ένας μεσοαστός στο Παρίσι,ο οποίος οφείλει να πληρώσει τα έξοδα του γηροκομείου,ένα υπέρογκο ποσόν.Αυτή η υποχρέωση γίνεται η αφορμή ώστε ο γιος του να επεξεργαστεί το σχέδιο δολοφονίας του πατέρα του και να εμπλακεί σε έναν κόσμο παρανόμων.Με την τεχνική του αστυνομικού μυθιστορήματος αναδεικνύονται τα στοιχεία μιας νέας λαβυρινθώδους τοπογραφίας στο σύγχρονο Παρίσι.

Η έξαρση του αστυνομικού μυθιστορήματος σήμερα επιβεβαιώνει τον παλιό του χαρακτηρισμό από τον G. Κ Chesterton ως «Ιλιάδα της μεγαλούπολης».Επανέρχεται το ηθικό δόγμα του 19ου αιώνα στην Αγγλία ή της κρίσης του ΄29 στην Αμερική,πως η εγκληματικότητα είναι συνδεδεμένη με τις τάξεις των αναξιοπαθούντων και των αποκλεισμένων.Τα όρια ανάμεσα στη φτώχεια,την εγκληματικότητα και την αρρώστια είναι δυσδιάκριτα.

Η Στουτγάρδη του Δημήτρη Χατζή

Ο Δημήτρης Χατζής, πολιτικός πρόσφυγας ο ίδιος μετά τον εμφύλιο, στο μυθιστόρημά του «Διπλό βιβλίο» (1976), ασχολείται με τη Στουτγάρδη, όπου ξένοι μετανάστες από την Ελλάδα, την Τουρκία κ.λπ. χτίζουν το μεταπολεμικό γερμανικό οικονομικό «θαύμα».

Ο Δ. Χατζής επιλέγει μια μειονότητα, τους έλληνες μετανάστες. Διασπά τη φιγούρα του ξένου σε πολλαπλές φιγούρες και μέσα από αυτές επιχειρεί τη διαφορετική ανάγνωση του χώρου. Κατ΄ αρχήν εντοπίζει την αναδίπλωση στην εθνική ταυτότητα, συμπεραίνοντας όμως πως οι «νησίδες» της πατρίδας στην ξένη μεγαλούπολη (οι συνοικίες των ξένων, το ελληνικό καφενείο, ο σιδηροδρομικός σταθμός…) επιβιώνουν πιο πολύ σαν έθιμα στο εσωτερικό της μοντέρνας μεγαλούπολης. Η φιγούρα του ξένου ανοίγει για τον Δ. Χατζή μια κριτική γωνία για να ανακινήσει νέα ερωτήματα για τον αστικό χώρο. Μετατρέπει τον ήρωά του σε στοχαστή του «ενδιάμεσου». Οι ξένοι, ως πρόσωπα που ζουν σε μια μεταβατική ή ενδιάμεση κατάσταση, προσεγγίζουν αυτό που είναι φυσικό και δεδομένο στον χώρο, με ένα διαφορετικό βλέμμα από αυτό των γηγενών. Αυτή την παλιά ιδέα του κοινωνιολόγου Georg Simmel εκμεταλλεύεται ο Δ. Χατζής για να προσεγγίσει τον χώρο, με εργαλείο την έννοια του αποσπάσματος. Η Στουτγάρδη συνοψίζεται σε τρία αποσπάσματα: το εργοστάσιο, τον σταθμό, το κέντρο. Συχνά οι μετανάστες ανατρέπουν τις συμβατικές χρήσεις του δημόσιου χώρου των πόλεων και ειδικότερα του κέντρου, υποκαθιστώντας το κενό κοινωνικής ένταξης στις περιοχές εργασίας ή κατοικίας. Δίπλα στους πραγματικούς καταναλωτές, ένα πλήθος από θεατές της κατανάλωσης εξαργυρώνουν φτηνά τον ελεύθερο χρόνο τους, όπως ο μετανάστης του «Διπλού βιβλίου». Οταν όμως ο ξένος του Δ. Χατζή καταλήγει απολυμένος και άνεργος, αυτή η φαινομενική αρμονία και το καθεστώς «εξίσωσης» του δημόσιου χώρου ανατρέπονται. Ο ξένος του Δ. Χατζή προαναγγέλλει από τη δεκαετία του ΄70 την τέχνη τού ζην της μοντέρνας εποχής, τον «κοσμοπολιτισμό» των εξαθλιωμένων.

Η κυρία Φωτεινή Μαργαρίτη είναι αρχιτέκτων
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ