Πρόσωπα σκοτεινά και παραπλανημένα, με τον ψυχισμό τους να φτάνει συχνά στα όρια της διάλυσης και τη συνείδησή τους να πέφτει κάθε τόσο σε νέα σύγχυση, σ΄ ένα αναλόγως διαταραγμένο περιβάλλον, όπου η καθαρότητα της ρεαλιστικής γραμμής σκιάζεται συστηματικά από την αμφισημία της αλληγορίας και τη γενικότητα του συμβόλου: αυτός είναι ο αφηγηματικός κόσμος του Σπύρου Γιανναρά (γεν. 1972), τόσο στο πρώτο του βιβλίο, που αποτελείται από τρεις ιστορίες και τιτλοφορείται Ο Λοξίας (2008), όσο και στην καινούργια συλλογή διηγημάτων του, που περιλαμβάνει έξι ανισομερή σε έκταση κομμάτια και έχει τίτλο Ζωή χαρισάμενη. Η θεματογραφία του Γιανναρά είναι ένα ιδιότυπο και εξαιρετικά ετερογενές μείγμα: από τη μία πλευρά η φιλοσοφική ενατένιση και το υπαρξιακό δράμα, από την άλλη ο κριτικός έλεγχος μιας ποικιλοτρόπως φθαρμένης κοινωνικής πραγματικότητας, στο εσωτερικό της οποίας εύκολα αναγνωρίζουμε τη νεοελληνική παράνοια. Αν στον Λοξία ο συγγραφέας εγείρει ερωτήματα γύρω από τη δυνατότητα του Εγώ να συγκροτήσει την ταυτότητά του σε σχέση με τον Αλλον (αποκοπή ή αγαπητικός δεσμός μαζί του), φροντίζοντας εκ παραλλήλου να υποδείξει τον κατακερματισμένο ιστό του καθημερινού του περίγυρου, στη Ζωή χαρισάμενη επιβάλλει στους ήρωές του μια σαφώς πιο οδυνηρή διαδρομή: ο περίγυρος μπορεί να μην αλλάζει θεαματικά (η ίδια απαξιωμένη εικόνα ενός βίου υποταγμένου στην ψεύτικη ανάγκη, στη ματαιόδοξη λάμψη και στην αισχρή διαπόμπευση), αλλά το υποκείμενο που ζει τη στυφή (έως και εμετική) εμπειρία του θα αναγκαστεί, πιασμένο στο δόκανό της, να γίνει υποχείριο μιας σπαρακτικής διαστρέβλωσης των πάντων, βλέποντας τον εαυτό του να περνάει από τον θρυμματισμένο κοινωνικό ρόλο του σε μια εξοντωτική περιδίνηση της ύπαρξης, η οποία θα το μετατρέψει σε αποσυνάγωγο του κόσμου.

Χαμένοι ήρωες

Τι άλλο είναι οι πρωταγωνιστές της Ζωής χαρισάμενης από ακυρωμένες και καταφαγωμένες οντότητες, που έχουν ρίξει όλες τις εξωτερικές παραστάσεις τους σ΄ ένα άσβηστο εσωτερικό καμίνι; Σε τι μπορεί να αποβλέψουν ένας φανφαρόνος Ντον Τζιοβάνι, πνιγμένος μέσα στην επιδειξιομανία του, και ένας φριχτά απατημένος σύζυγος παρατημένος στην ερήμωση και στο κενό του («Το τεφτέρι και το μαχαίρι»); Τι είναι σε θέση να ελπίσει ένας άκαρδος ιερωμένος, έτοιμος να αγιοποιήσει τη δόξα του, που θα καταλήξει περίγελως των θαυματουργικών ιδιοτήτων της πίστης του («Ζωή χαρισάμενη»); Σε ποια μοίρα είναι δυνατόν να επενδύσει ένας επίδοξος αυτόχειρας, που θα αδειάσει το περίστροφό του σε όποιον σταθεί μπροστά του ώσπου να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα («Βίος και πολιτεία του Ανδρέα Τιτθόν»); Τι έχει να περιμένει από το μέλλον ένας μοσχαναθρεμμένος μπουμπούκος, που θα υποχρεωθεί να διατρέξει ανάστροφα την ηλικία του ως την ώρα που θα εξαφανιστεί από προσώπου γης («Ο Δημητράκης»); Πώς να πορευτεί σήμερα, αλλά και αύριο, ένα παντοιοτρόπως κουρασμένο ανθρωπάκι, που θα βρεθεί ξαφνικά με το μαγικό ραβδί της Κίρκης στα χέρια του («Ανθρωποι και κτήνη»); Και ακόμη, ποια προοπτική να θερμάνει έναν ορκισμένο εργένη, που αναλογίζεται πάνω από ένα παλιό οικογενειακό έπιπλο τους αγαπημένους του νεκρούς («Γύρω από το τραπέζι»);

Οι ήρωες του Γιανναρά ανακαλούν σε πολλές περιπτώσεις κάτι από τον ντοστογεφσκικό Σωσία ή από τον Γουίλιαμ Γουίλσον του Πόε: αναζητούν με πάθος τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ενόσω αδυνατούν να ξεκολλήσουν από τον συλλογικό πολτό. Ο Ντον Τζιοβάνι και ο απατημένος σύζυγος θα ενώσουν την εξωστρέφεια και τη μοναξιά τους στην ίδια διχασμένη ερωτική προσωπικότητα, ο ιερωμένος θα παρακολουθήσει την αγιοσύνη του να πραγματώνεται έξω από τον υπερτροφικό ναρκισσισμό του, ο επίδοξος αυτόχειρας θα βρει τον θάνατο από κάποιον που δεν θα κατορθώσει να αυτοκτονήσει, ο μοσχαναθρεμμένος αμνός θα ανταλλάξει την επαγγελματική ωριμότητά του με την ενδομήτρια ζωή και ο κληρονόμος της Κίρκης θα νιώσει κάποια στιγμή να αγγίζει και εκείνον το ραβδί της (ο καταθλιπτικός εργένης θα μεταμορφώσει απλώς σε νεκροκρέβατο της μάνας του το τραπέζι των αλλοτινών οικογενειακών γιορτών). Ο ρεαλισμός θα σβήσει την αδρότητά του στην αλληγορία και η αλληγορία θα αντισταθμίσει τις κρυφές ή τις μετονομασμένες σημασίες της με μια σκληρή ρεαλιστική εικονογραφία, που θα ενισχυθεί από ένα έντονα ειρωνικό κλίμα.

Ο Γιανναράς ξέρει να γράφει υποβλητικά και να ανοίγει τα σκηνικά του σε βάθος. Ξέρει ακόμη να δουλεύει με αφηρημένους όγκους χωρίς να παρασύρεται στην ιδεοκρατία. Ξέρει επιπροσθέτως να στήνει πολύμορφες καταστάσεις ή παράξενες διπλοπροσωπίες χωρίς να χάνει τον συντονισμό των εσκεμμένα διάσπαρτων υλικών του. Μια κάποια προσοχή χρειάζεται, νομίζω, στον χειρισμό της γλώσσας του, που δεν έχει ισορροπήσει ακόμη τα λόγια ή τα ποιητικά της στοιχεία με τις κοινόχρηστες απολήξεις της και καταπονείται κάποτε από μιαν ανοίκεια για την αγωγή της διάθεση καταγγελίας.

Παίζοντας με άλλους συγγραφείς

Το διακειμενικό παιχνίδι τείνει να καταστεί αυτονόητη συνθήκη για τους νέους συγγραφείς. Η αναδίφηση των πηγών και η προσφυγή στην εγχώρια ή στην ξένη λογοτεχνική παράδοση, για την οποία ο Κ. Θ. Δημαράς χρησιμοποιούσε τον τόσο πλαστικό όρο «δεξίωση», αποτελεί όλο και συχνότερα οργανικό δεδομένο του έργου τους. O Σπύρος Γιανναράς μπαίνει πλησίστιος στο παιχνίδι, αποκαλύπτοντας κατά κανόνα χωρίς επιφυλάξεις τις αναφορές του, που ανοίγονται στις ιστορίες του σαν μια μεγάλη βεντάλια.

Στον Λοξία ανακινούνται ο Χόθορν, ο Γκριν, ο Ρούλφο, ο Μπουλγκάκοφ, αλλά και ο Ομηρος, η Βίβλος και ο Συναξαριστής. Στη Ζωή χαρισάμενη την τιμητική τους έχουν ο Οργουελ, ο Ιονέσκο, ο Γουάιλντ, ο Σαρτρ, ο Φλομπέρ, ο Μιχαήλ Μητσάκης, αλλά και ο Φιτζέραλντ μέσω της ταινίας του Ντέιβιντ Φίντσερ Η απίστευτη ζωή του Μπέντζαμιν Μπάτον (2008), με δεσπόζουσα μορφή (τόσο στο πρώτο όσο και στο τωρινό βιβλίο) τον Πόε και τον Ντοστογέφσκι.

Ονόματα που δεν εξέχουν ποτέ από τη δραματουργία του συγγραφέα και εντάσσονται με άκρως λειτουργικό τρόπο στη σκηνοθεσία του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ