Παλιότερα έπρεπε να υπερασπίζεται τη χώρα του, σήμερα υπερασπίζεται μόνο την τιμή του. Κάποτε ο Ακης Τσοχατζόπουλος ήταν υπουργός Αμυνας της Ελλάδας και υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι ήταν καλύτερα εκεί για να εξυπηρετεί τον εαυτό του, παρά για να υπηρετεί το κράτος του. Το καινούργιο ωστόσο είναι ότι μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους βρίσκονται και στο Μόναχο και ασκούν το επάγγελμα του εισαγγελέα.
Ο άνδρας από την Αθήνα θεωρείται άνθρωπος- κλειδί όσον αφορά αμφίβολες πληρωμές, με τις οποίες η εταιρεία Ferrostaal AG με έδρα το Εσεν φέρεται να προώθησε την πώληση γερμανικών υποβρυχίων στην Ελλάδα (SPIEGEL, 6/2011). Γι’ αυτό οι εισαγγελείς του Μονάχου συνέταξαν κατηγορητήριο εναντίον δύο πρώην «μάνατζερ».
Το κατηγορητήριο αναφέρει ότι οι αποδέκτες των χρημάτων – εκτός από τον τότε έλληνα υπουργό Αμυνας – ήταν έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι. «Εκτός από τον Τσοχατζόπουλο» και «ήταν», γράφει: Η διατύπωση δεν έχει τη γερμανική επιφυλακτική υποτακτική ούτε «φέρεται να» ούτε «προφανώς» ή «φερόμενος». Οι κατήγοροι εμφανίζονται βέβαιοι: Ο πρώην υπουργός πήρε κάτι.
Αλλά δεν είναι μόνο οι του Μονάχου που γνωρίζουν αν οι Γερμανοί εξαγόρασαν έναν υψηλά ιστάμενο πολιτικό: Σχεδόν ταυτόχρονα, ανακριτές στην Ελλάδα παρέπεμψαν την υπόθεση στη Βουλή, προκειμένου να ξεκινήσει έρευνα. Εκτός αυτού, η εισαγγελία Αθηνών κλήτευσε 37 δημοσίους λειτουργούς και στρατιωτικούς ως υπόπτους.
Ετσι, μπορεί να «σφίξουν» τα πράγματα για τον Τσοχατζόπουλο, για τους δύο κατηγορούμενους στο Μόναχο και κυρίως για τη Φέροσταλ: αν οι έρευνες μπορέσουν να αποδείξουν πράγματι την ύπαρξη της ομάδας αγγελιαφόρων μέχρι τον υπουργό, την οποία υποθέτουν, θα πρέπει να πληρώσει και ο Ομιλος. Κινδυνεύει να του επιβληθεί πρόστιμο και αφαίρεση των κερδών, τέτοια, που θα μπορούσε «να απειλήσει την ύπαρξή του», όπως παραδέχεται το Δ.Σ. σε πρωτόκολλο, που συντάχθηκε τον Μάρτιο.
Το ελληνικό σκάνδαλο ανάγεται στο έτος 2000, όταν η χώρα αγόρασε 4 υποβρύχια της HDW. Τότε η Φέροσταλ είχε αναλάβει να κερδίσει την ανάθεση του έργου για την HDW, έναντι σκληρών ανταγωνιστών. Γιατί και οι Γάλλοι ήθελαν τότε να αναλάβουν τη δουλειά, αξίας 1,6 δις. ευρώ. Οι Γερμανοί όμως είχαν υπογράψει σύμβαση με μια ομάδα συμβούλων, που εσωτερικά αποκαλούνταν «κύκλος προσευχής» και γνώριζε στην Ελλάδα τους σωστούς ανθρώπους – η εισαγγελία του Μονάχου πιστεύει ότι «λάδωνε».
Μεγάλο μέρος της προμήθειάς τους λέγεται ότι κατέληξε σε ανθρώπους που ελάμβαναν τις αποφάσεις. Και στο τέλος της αλυσίδας των αποφάσεων βρισκόταν και ο υπ. Αμυνας Α. Τσοχατζόπουλος, ο οποίος όμως διαμαρτύρεται ότι δεν έχουν τίποτα να του προσάψουν: «Ουδέποτε ζήτησα ή έλαβα χρήματα ή ανταλλάγματα σε σχέση με την αγορά γερμανικών υποβρυχίων από την Ελλάδα». Εκτός αυτού – λέει – δεν έλαβε αυτός την απόφαση, αλλά το «ελληνικό Υπουργικό Συμβούλιο» με έγκριση των αρμόδιων κυβερνητικών οργάνων και κατόπιν προτάσεως του πολεμικού ναυτικού.
Αντιθέτως, το κατηγορητήριο της εισαγγελίας του Μονάχου εναντίον του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της Φέροσταλ Γιόχαν Φρίντριχ Χάουν και ενός συνεργάτη του αναφέρει ότι και οι δύο γνώριζαν πως «έπρεπε να σταλούν» χρήματα σε συνεργάτες σε Υπουργεία και Υπηρεσίες, ιδιαίτερα όμως «στον Υπ. Αμυνας Τσοχατζόπουλο».
Για τους εισαγγελείς το πράγμα είναι ξεκάθαρο: χρήματα πήγαν και στον Υπουργό. Όπως προηγουμένως είχε συμφωνήσει μαζί του και με άλλους συναποφασίζοντες ο «κύκλος προσευχής», γράφει το κατηγορητήριο.
Ωστόσο δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις, παρά μόνον ενδείξεις. Πρώην διευθύνων σύμβουλος της HDW κατέθεσε: «ένας σύμβουλος, ένας από τον «κύκλο προσευχής», που είχε καλές σχέσεις με το κυβερνών κόμμα του ΠΑΣΟΚ, απετέλεσε την «πρόσβαση» στον υπουργό: αν οι Γερμανοί ήθελαν κάτι από τον Τσοχατζόπουλο, έπρεπε να απευθυνθούν πρώτα σ’ αυτόν τον άνδρα», ισχυρίστηκε ο μάρτυρας.
Επιπλέον, ο Τσοχατζόπουλος υποστήριξε σθεναρά το γερμανικό υποβρύχιο, αν και οι Γάλλοι υπέβαλαν φθηνότερη προσφορά. Αυτό όμως έγινε για καθαρά αντικειμενικούς λόγους, δηλώνει σήμερα ο πρώην Υπουργός.
Αλλα ίχνη οδηγούν μεν στο περιβάλλον του – όχι όμως και παραπέρα. Σε επιστολές, που κατασχέθηκαν, γίνεται επανειλημμένα λόγος για έναν δυσοίωνο «φίλο» – «τον φίλο μας», που μετέφερε εμπιστευτικές πληροφορίες από το Υπουργείο ή την επιτροπή ανάθεσης.
Ετσι, σε έγγραφο που βρέθηκε στη Φέροσταλ αναφέρεται ότι «ο φίλος μας» μίλησε με παράγοντα λήψης αποφάσεων για το πώς ένας κλονιζόμενος υποψήφιος, μέλος της επιτροπής ανάθεσης, μπορεί να πεισθεί να συμπράξει ή να αποπεμφθεί.
«Ο φίλος μας» ήταν επίσης προφανώς εκείνος, ο οποίος παρέδωσε επιστολή στους ‘μάνατζερ’ της Φέροσταλ: επιστολή παραπόνων, την οποία είχε στείλει ο θυμωμένος επικεφαλής της γαλλικής ανταγωνίστριας εταιρείας DCN στις 28 Σεπτεμβρίου 1999 στον Τσοχατζόπουλο. Ο πρώην υπουργός λέει ότι δεν γνωρίζει να έγινε κάτι τέτοιο.
Ανοιχτό παραμένει όμως ακόμα και για τους εισαγγελείς ποιος ήταν «ο φίλος μας». Δεν υπάρχει πραγματική απόδειξη, που να παραπέμπει άμεσα στον Τσοχατζόπουλο. Επομένως, οι κατήγοροι του Μονάχου εικάζουν ότι ίσως οι έρευνες στην Ελλάδα οδηγήσουν σε αποτέλεσμα, που θα στηρίξει τους ισχυρισμούς τους;
Η υπόθεση είναι για όλους καυτή: για τους ενάγοντες, που δεν αναφέρουν τον Τσοχατζόπουλο στην αγωγή ούτε καν ως κατηγορούμενο. Για τους δύο κατηγορούμενους, που κατέθεσαν ότι δεν μπορούν μεν να αποκλείσουν πως μερικά από τα χρήματα του συμβουλευτικού έργου κατέληξαν σε παράγοντες λήψης αποφάσεων, στη συνέχεια όμως δεν ρώτησαν να μάθουν. Και προπάντων για τη Φέροσταλ. Τον Μάρτιο του 2010 οι εισαγγελείς είχαν προσάψει στην εταιρεία ότι κάνει μόνο τα απολύτως απαραίτητα για την αποκάλυψη κρουσμάτων διαφθοράς και ότι κάτι τέτοιο δεν φτάνει. Ο διευθυντής του εποπτικού συμβουλίου Γκιοργκ Τομά υποσχέθηκε τότε ότι θα συνεργαστεί στενά με τις Αρχές και θα επιτρέψει στους δικηγόρους της Debevoise & Plimpton να «φωτίσουν» τη Φέροσταλ.
Ωστόσο, η γραμμή του «χαϊδέματος» δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οχι μόνο επειδή οι εσωτερικές έρευνες ήταν υπερβολικά ακριβές, περί τα 100 εκατομ. ευρώ. Ακόμα και η έκπτωση για το πρόστιμο ήταν απογοητευτική: αντί των 240 εκατομ. ευρώ, που είχε υπαινιχθεί ενδιαμέσως ο ανώτατος εισαγγελέας Μάνφρεντ Νέτζελ, έπρεπε να είναι τώρα 196 εκατομ. ευρώ. Αλλά τόσα χρήματα είναι πάρα πολλά για τον Ομιλο, που δήθεν δεν μπορεί να τα πληρώσει.
Για ένα διάστημα, φαινόταν ότι θα αναλάμβανε εν ανάγκη κάποιος άλλος να πληρώσει το πρόστιμο: ο όμιλος ΜΑΝ, η πρώην μητρική της Φέροσταλ και μέχρι σήμερα μεγαλομέτοχος. Η εταιρεία κατασκευής φορτηγών με έδρα το Μόναχο θέλει να συγχωνευθεί με τη Scania και τα προβλήματα με τη Φέροσταλ αποτελούν εμπόδιο. Αλλά στη συνέχεια φούντωσε η διαμάχη με τον άλλο μεγαλομέτοχο της Φέροσταλ, την IPIC, ένα κρατικό χρηματοδότη από το Αμπού Ντάμπι. Λόγω του σκανδάλου με τις «μίζες», οι Αραβες θέλουν να βγουν πάλι από τον Ομιλο ή τουλάχιστον να μειωθεί η τιμή των υπόλοιπων μετοχών που ανήκουν στη ΜΑΝ. Το αποτέλεσμα της αδιαφανούς αψιμαχίας είναι ότι η ΜΑΝ δεν θέλει να πληρώσει το πρόστιμο. Και το Δ.Σ. της Φέροσταλ είναι στο μεταξύ σε τροχιά σύγκρουσης με τη ΜΑΝ. Και με την εισαγγελία του Μονάχου.
Φοβούμενη προφανώς το υψηλό πρόστιμο, η νέα ηγεσία υπό τον σουηδό Jan Secher δεν παριστάνει πλέον τον μετανοημένο παραβάτη, που ελπίζει σε επιείκεια. Ξαφνικά «το παίζει» πάλι αθώα. Ο νέος τρόπος ανάγνωσης των γεγονότων είναι: πολύ πιθανό να «λάδωσαν» συνεργάτες με χρήματα του Ομίλου. Αλλά τότε πρόκειται για «απιστία εις βάρος της επιχείρησης», αναφέρει το πρωτόκολλο του Δ.Σ. που συντάχθηκε το Μάρτιο. Η Φέροσταλ δηλαδή θεωρεί τον εαυτό της θύμα άπιστων συνεργατών, και όχι δράστη.
Εκτός αυτού, οι δικηγόροι της Debevoise & Plimpton, στην τελική έκθεσή τους μιλούν για «μίζες» μόνο 8 εκατομ. ευρώ, που θα είχαν ποινική σημασία. Λιγότερα χρήματα δηλαδή απ’ όσα αναμενόταν. Τα ύποπτα ποσά σε συμβούλους σε όλο τον κόσμο μπορεί να ήταν μεν πολύ μεγαλύτερα. Αναφέρονται μικρότερα τριψήφια ποσά εκατομμυρίων. Ωστόσο, πολλά από αυτά μπορεί να έχουν παραγραφεί και συχνά – λένε οι δικηγόροι – παραμένει ανοιχτό ποιος τελικά τα εισέπραξε.
Γιατί λοιπόν να καταβληθεί τόσο μεγάλο πρόστιμο; Η εισαγγελία αντέδρασε στη νέα «ξεροκεφαλιά» με ακόμα μεγαλύτερη αυστηρότητα. Αν ο Χάουν και οι συνεργάτες του καταδικαστούν, οι εισαγγελείς θα επιβάλουν αφαίρεση κερδών στη Φέροσταλ και υπολογίζουν περί τα 100 εκατομ. ευρώ για τις «μίζες» των υποβρυχίων. Κι αν υπάρξουν και νέες αγωγές, το ποσό θα αυξηθεί κατά μερικά εκατομμύρια ακόμα. Γιατί η Φέροσταλ πλήρωσε «μίζες» και στο Τουρκμενιστάν, προκειμένου να κατασκευαστεί ένας σταθμός συμπίεσης αερίου για τον κρατικό όμιλο Turkmenneft. Και γι’ αυτή την υπόθεση η εισαγγελία του Μονάχου διεξάγει έρευνες.
Η εταιρεία δεν θέλει να σχολιάσει αυτή την υπόθεση. Αλλά η ηγεσία του Ομίλου διαβλέπει μόνο μία διέξοδο: η ΜΑΝ θα πληρώσει, αν όχι οικειοθελώς, τότε αναγκαστικά. Γι’ αυτό το Δ.Σ. της Φέροσταλ αποφάσισε να εξαπολύσει μια σχεδόν απονενοημένη επίθεση κατά του μεγαλομετόχου της. Σε επιστολή που απέστειλε στις 3 Μαρτίου στην εισαγγελία η Φέροσταλ εισηγήθηκε στις ερευνητικές Αρχές να βάλουν στη θέση της τη ΜΑΝ. Οι κατήγοροι πρέπει «να ερευνήσουν τις ευθύνες σε όλα τα επίπεδα του ομίλου», έγραψε μια δικηγόρος της εταιρείας. Ως πρώην μητρική, η ΜΑΝ είχε τον έλεγχο σε όλες τις μεγάλες δουλειές της Φέροσταλ και εισέπραττε τα κέρδη. Γι’ αυτό πρέπει η ΜΑΝ, και όχι η Φέροσταλ, να λογοδοτήσει για τις ατασθαλίες.
«Είμαστε άναυδοι για το πώς οι του Εσεν προσπαθούν να πετάξουν το μπαλάκι των ευθυνών», λένε οι επικεφαλής της ΜΑΝ. Και μάλιστα, αφού η δικηγόρος συνέστησε στους ανακριτές να καλέσουν στην ανάκριση μέλη του Δ.Σ. της ΜΑΝ. Εκτός αυτών, η ίδια δικηγόρος απέστειλε ένα πακέτο με έγγραφα της ΜΑΝ, σημειώνοντας ότι και μόνο αυτά τα έγγραφα είναι εντυπωσιακά. Τα υπόλοιπα όμως θα πρέπει να τα πάρουν οι ερευνητικές αρχές από την ίδια τη ΜΑΝ, δηλαδή πρωτόκολλα του Δ.Σ. και του εποπτικού συμβουλίου, έντυπα, λογαριασμούς. Ακουγόταν σαν να ήθελε να δοθεί εισαγγελική παραγγελία: για έφοδο.
Περί αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας
Στην εφ. Frankfurter Allgemeine Zeitung δημοσιεύεται άρθρο γνώμης του επικεφαλής οικονομολόγου της Allianz, Michael Heise, ο οποίος αναφέρεται στους κινδύνους ενδεχόμενης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Αποσπάσματα:
«Η Ελλάδα παραμένει αποφασισμένη να εξυπηρετήσει τα χρέη της. Πλην όμως πληθαίνουν οι φωνές που κάνουν λόγο για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Γνωρίζουν όσοι μιλούν για αναδιάρθρωση τις πιθανές συνέπειες; Στα αγγλικά υπάρχει η ρήση: “Be careful what you wish for” (σσ: «Πρόσεχε τι εύχεσαι»). Τυχόν αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους δεν είναι σε καμία περίπτωση ο εύκολος δρόμος… Επιπλέον, η αναδιάρθρωση δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα σε σχέση με την ανάγκη να γίνουν βαθιές μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό οικονομικό σύστημα και στην πολιτική μισθών της χώρας… Οταν μία χώρα προχωρήσει σε αναδιάρθρωση, οι επενδυτές προβαίνουν ταχύτατα στην αγορά άλλων πιθανώς επικίνδυνων κρατικών ομολόγων. Υπό τις παρούσες συνθήκες, αυτό θα ήταν κάτι που η Πορτογαλία και η Ιρλανδία δε θα μπορούσαν να αντέξουν. Επίσης, ακόμη και σε περισσότερο φυσιολογικές περιόδους, δε θα ‘πρεπε να έχει κανείς αυξημένες προσδοκίες από τη δύναμη πειθαρχίας της αγοράς. Η ευθύνη των ιδιωτών επενδυτών για τους επενδυτικούς κινδύνους είναι μεν μεγάλη, δεν πρόκειται όμως να λύσει όλα τα προβλήματα. Η διασφάλιση της πειθαρχίας των αγορών υπόσχεται μεγαλύτερη επιτυχία από την προσπάθεια να “συμμορφωθούν” οι αγορές μέσω μιας πτώχευσης», καταλήγει ο κ. Heise.