Η πολιτική του «ενός μεγέθους» που εφαρμόζει η ΕΚΤ στα επιτόκια της ζώνης του ευρώ, δηλαδή το ίδιο επιτόκιο για όλες τις χώρες, ενισχύει τις ανησυχίες για το μέλλον της ευρωζώνης αλλά και του ενιαίου νομίσματος. Αδιαφορώντας για το γεγονός ότι οι χώρες της ζώνης του ευρώ βρίσκονται σε διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου, η ευρωτράπεζα αύξησε την περασμένη εβδομάδα το επιτόκιο κατά 0,25% και, όπως όλα δείχνουν, θα προχωρήσει σε ακόμη δύο ή τρεις ισόποσες αυξήσεις, οδηγώντας το ως το τέλος του έτους από 1% σε 1,75% ή 2%.
Η άνοδος αυτή υπακούει στον πρωταρχικό στόχο της ΕΚΤ που είναι η διατήρηση του πληθωρισμού κοντά στο 2% (από 2,6% που είναι σήμερα) και εξυπηρετεί τις μεγάλες σε μέγεθος και ισχυρές οικονομίες της ευρωζώνης, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ολλανδία κ.ά. Ωστόσο μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική για τις μικρότερες σε μέγεθος και αδύναμες οικονομίες χωρών της περιφέρειας που βρίσκονται σε ύφεση, όπως η Ελλάδα, ή σε στασιμότητα και αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία.
Εφαρμόζοντας σταθερά την αντιπληθωριστική αποστολή που έχει αναλάβει από την ίδρυσή της, η ΕΚΤ δείχνει να αγνοεί τις εκκλήσεις τόσο των πολιτικών όσο και των επιχειρηματιών για διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων που θα βοηθήσουν τις χώρες της περιφέρειας να ανακτήσουν μέ ρος της χαμένης ανταγωνιστικότητάς τους.
Αυξάνοντας όμως το κόστος του χρήματος δεν δυσχεραίνει μόνο την προσπάθεια των χωρών αυτών να βγουν από την κρίση. Καθιστά ταυτόχρονα δυσκολότερη υπόθεση την αποπληρωμή των δανείων προς τις τράπεζες και ενισχύει τις ανησυχίες για μια νέα τραπεζική κρίση.
Η αύξηση των επιτοκίων σημαίνει νέες επιβαρύνσεις στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και στις δαπάνες των επιχειρήσεων, σε μια περίοδο κατά την οποία έχουν ήδη πληγεί σκληρά από την οικονομική κρίση.
Μόνο στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι κάθε αύξηση του επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 0,25% επιβαρύνει ιδιώτες και επιχειρήσεις κατά περίπου 200 εκατ. ευρώ ετησίως. Υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης και με την ανεργία στις χώρες του Νότου να σημειώνει ιστορικά ρεκόρ, είναι βέβαιο ότι τα «κακά» δάνεια θα αυξηθούν και οι επισφάλειες θα χτυπήσουν κόκκινο.
Σε χώρες μάλιστα όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, στις οποίες ο ιδιωτικός τομέας είναι ιδιαίτερα υπερχρεωμένος, ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος. Ειδικότερα στην Ισπανία, όπου το τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει προβλήματα, τα δάνεια του ιδιωτικού τομέα ξεπερνούν το 200% του ΑΕΠ και η συντριπτική πλειονότητά τους έχει δοθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο, η κατάσταση είναι άκρως ανησυχητική.
gpapai@dolnet.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ