Η ελληνική ποτοποιία είναι «συνομήλικη» με την ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας- και όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο. Ως το 1922, και σε όλες τις «γειτονικές» περιοχές όπου υπήρχαν ισχυροί οικονομικά και αριθμητικά ελληνικοί πληθυσμοί. Η ανθεκτικότητα του συγκεκριμένου κλάδου αποδεικνύεται εκπληκτική, ιδιαίτερα τις τελευταίες τρεις-τέσσερις δεκαετίες που οι δομές της αγοράς έχουν πλέον αλλάξει, όπως και οι γευστικές προτιμήσεις των καταναλωτών. Υπάρχουν αρκετές ποτοποιίες, κυρίως οικογενειακές, που «μετρούν» αρκετές δεκαετίες ζωής και ορισμένες από αυτές αποτελούν τη «ζώσα μνήμη» ενός κλάδου που ξεφεύγει από τα στενά όρια της τυπικής παραγωγής ενός προϊόντος, αλλά αντιθέτως παραπέμπει στην παραδοσιακή κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας. Η περίπτωση της κωνσταντινουπολίτικης οικογένειας Μπαμπατζιμόπουλου είναι χαρακτηριστική για αρκετούς λόγους: είναι προσφυγική, είναι οικογένεια παραδοσιακών ποτοποιών από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και είναι ένας τυπικός φορέας μιας ορισμένης αντίληψης- «φιλοσοφίας ζωής»- που χαρακτηρίζει τους παραγωγούς ούζου και τσίπουρου.

Η ιστορία της αρχίζει από την Ανατολή. Οπως λέει ο κ. Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος , «ο Ελληνισμός της Ανατολής είχε μια εξαιρετική θέση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,με δραστηριότητες ποικίλες». Το 1875 στην Κωνσταντινούπολη ιδρύεται η επιχείρηση Μπαμπατζίμ από τους αδελφούς Ανέστη και Γεώργιο Μπαμπατζιμόπουλο. Η οικογένεια ήταν αρκετά πλούσια, διέθετε ιδιόκτητους μεγάλους αμπελώνεςμε 870.000 κλήματα- στην περιοχή Δελιώνες της Σηλυβρίας, στην Ανατολική Θράκη, πολύ κοντά στην Πόλη. Οι αμπελώνες τροφοδοτούν το οινοποιείο και το αποσταγματοποιείο, και τα παραγόμενα προϊόντα, το κρασί και το ρακί, διοχετεύονται από την κρασόσκαλα της Πόλης, το κρασί στην Οδησσό και στην Αυστρία (το κρασί ήταν απαγορευμένο από το Κοράνι) και το ρακί στους εύπορους οντάδες.

Ολα αυτά όμως ως το 1922. Το 1922 καταστρέφεται οριστικά ο Ελληνισμός στην περιοχή. Η οικογένεια Μπαμπατζιμόπουλου στην αρχή εγκαθίσταται έξω από την Ξάνθη. Είναι η εποχή που ο καπνός αποτελεί ένα από τα «ευγενή» ελληνικά προϊόντα και στην καλλιέργειά του απασχολούνται χιλιάδες άνθρωποι. Και για την οικογένεια του πολίτη ποτοποιού η καπνοκαλλιέργεια αποτελεί μια τουλάχιστον πρόσκαιρη διέξοδο επιβίωσης. Η επιβίωση εξασφαλίστηκε, αλλά η απογοήτευση ήταν εμφανής. Δεν άργησε όμως να ξαναβρεί τον δρόμο της. Το 1932 βρίσκει έναν άμβυκα, ο οποίος στήνεται στη Χρυσούπολη της Καβάλας. Τα χαμόγελα επιστρέφουν στην οικογένεια Μπαμπατζιμόπουλου. Δεν αργεί να παραχθεί το ούζο Μπαμπατζίμ, ενώ παράλληλα αρχίζουν την εμπορία κρασιών. Ο πόλεμος και η Κατοχή καταστρέφουν κάθε παραγωγική δραστηριότητα. Μετά την απελευθέρωση η επιχείρηση ανασυγκροτείται. «Ο θάνατος του πατρός μου Χρήστου φέρει σε δυσμενέστατη θέση την κατάσταση. Εχει μεσολαβήσει ο πόλεμος και όλα σιγά-σιγά καταρρέουν.Συρρικνώνονται οι φιλοδοξίες και τελικά παραμένουν στο προσκήνιο μόνο δύο σημεία παραγωγής,στη Χρυσούπολη και στη Θεσσαλονίκη, που λειτουργούν πλέον χωρίς καμία σχέση. Η μητέρα Θεοδώρα κρατά την επιχείρηση της Θεσσαλονίκης με βοηθό τον υιό της, μόλις 12 ετών, για να ακολουθήσει μια δύσκολη περίοδος,έως ότου εμφανίζονται στον ορίζοντα νέες ευκαιρίες: η τυποποίηση των προϊόντων,η εμφιάλωση και τέλος η διανομή και η δημιουργία δικτύων» συμπληρώνει.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο κ. Μπαμπατζιμόπουλος αποφασίζει να ασχοληθεί με το κρασί και αναζητώντας ποιοτικούς αμπελώνες οδηγείται στην πλησίον της Θεσσαλονίκης αμπελοοινική κοινότητα της Αγχιάλου.

«Κάνω την επανάσταση σε έναν χώρο άγνωστο,έρημο και εγκαταλελειμμένο.Στην Οσσα Λαγκαδά,στις πλαγιές του όρους Βερτίσκου,φυτεύω τα πρώτα 75 στρέμματα και προσπαθώ να συνηθίσω τη μοναξιά, να αντέξω από πλευρά δυνάμεων, να πειραματισθώ στο θέμα αμπελουργία και με ποικιλίες αμπέλου, να μάθω τελικά έναν τρόπο ζωής παράλληλα με τις συνήθειες της πόλης. Οι δάσκαλοι της Αγχιάλου και της Μεσήμβριας ήταν οι ίδιοι που φύτευσαν και ολοκλήρωσαν τον σημερινό αμπελώνα των 264 στρεμμάτων» διηγείται.

Τσίπουρο με ετικέτα

Τ ο 1988 είναι μια σημαντική χρονιά. Επιτρέπεται νομοθετικά η εμφιάλωση του τσίπουρου, προϊόντος εξαιρετικά διαδεδομένου στον ελληνικό χώρο, το οποίο όμως κυκλοφορεί χύμα. Ο κ. Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος είναι ο πρώτος που παράγει εμφιαλωμένο τσίπουρο Μακεδονίας, ελεγμένο ποσοτικά, ποιοτικά και φορολογικά. Και τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1992, «γίνεται το θαύμα», όπως λέει ο ίδιος. Παρουσιάζει «στη ΔΕΤΡΟΠ και στην επιστημονική κοινότητα τα πρώτα αποστάγματα από σταφύλι,την πιο φιλόδοξη ελληνική παραγωγή που διακρίθηκε σε Ιταλία,Αμερική,Ολλανδία,Αγγλία,δειλά δειλά και στην Ελλάδα ».

Και όταν αμέσως μετά αρχίζουν να διαμορφώνονται οι δρόμοι του κρασιού, ο ίδιος συμμετέχει- έτσι κι αλλιώς η αντίληψη ζωής που τον χαρακτηρίζει είναι «αμπέλια- οινοποιείο- καζανότοποςεξοχές- γλέντια- τρύγοι και ζωή χαρισάμενη.Και αυτή τη στιγμή νομίζω πως με λίγες ακόμη πινελιές θα ολοκληρώσω τον καμβά που ζωγραφίζω 40 ολόκληρα χρόνια». Και δημιουργεί νέο οινοποιείο στη μέση του αμπελώνα. Τώρα πια έχει ολοκληρώσει τον επιχειρηματικό του σχεδιασμό, παράγει τσίπουρο, ούζο, επτά μονοποικιλιακά αποστάγματα και κρασί διαφόρων ποικιλιών, ενώ στόχος του είναι η καλύτερη δυνατή διανομή στην αγορά. Σε αυτό το πλαίσιο συνεργάστηκε πρόσφατα με τους κκ. Β.Κουρτάκη και Αγγ. Ρούβαλη στην εταιρεία Ελληνικά Κελάρια Οίνων, συνεργασία την οποία χαρακτηρίζει «εξαιρετικά επιτυχημένη».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ