O κινηματογραφικός τρόμος σε «συνέχειες» έγινε μόδα από τη «Νύχτα με τις μάσκες» («Ηalloween») του Τζον Κάρπεντερ και ωρίμασε για τα καλά με την ατέλειωτη σειρά ταινιών «Εφιάλτης στον δρόμο με τις λεύκες» («Νightmare on Εlm Street») του Γουές Κρέιβεν τη δεκαετία του ΄80. Ακόμη και ο Αντονι Πέρκινς δέχθηκε να ευτελίσει την ταινία-σύμβολο της καριέρας του, την «Ψυχώ», όταν χωρίς τον Χίτσκοκ ξανάπαιξε τον Νόρμαν Μπέιτς σε συνέχειές της στα 80s. Το τελευταίο παράδειγμα επιτυχημένου σίριαλ σινε-τρόμου είναι οι ταινίες «Σε βλέπω» που δεν βλέπονται μεν αλλά έχουν φτάσει τις επτά, τρομάρα τους, αφού το μεγαλείο της διαστροφής ελκύει, φαίνεται, τόσο πολύ.

Ο Κρέιβεν είναι καλός σκηνοθέτης αλλά και καλός έμπορος της πραμάτειας του. Με το «Scream 4» επανέρχεται στη δική του ταινία, το «Scream», που το 1996 στάθηκε σταθμός στον κινηματογραφικό τρόμο, και ξαναφτιάχνει την ίδια ταινία με αρκετούς από τους ηθοποιούς της στο καστ (Νιβ Κάμπελ, Κόρτνεϊ Κοξ, Ντέιβιντ Αρκέτ). Η Κάμπελ, η οποία στην πρώτη ταινία ταλαιπωρούνταν ως στόχος του serial killer στη μικρή της πόλη, επιστρέφει ως επιτυχημένη συγγραφέας μυθιστορημάτων τρόμου και φτου απ΄ την αρχή. Βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπη με έναν δολοφόνο που απειλεί από το τηλέφωνο και σκοτώνει αβέρτα κορίτσια που γυροφέρνουν σπίτια τους τσίτσιδα. Και ναι, ο Αρκέτ είναι πλέον ο σερίφης της πόλης που αναλαμβάνει να ρίξει φως στα εγκλήματα (όπως έκανε πάντα) και η Κοξ υποδύεται τη δαιμόνια αλλά παροπλισμένη πλέον ρεπόρτερ που ξαναβγαίνει από την αφάνεια και τον βοηθάει. Ολο τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια με μικρές πινελιές αλλαγών, όπως π.χ. η αντιζηλία της Κοξ με τη βοηθό σερίφη (Μάρλεϊ Σέλτον) που φτιάχνει νόστιμα γλυκά για τον Αρκέτ.

Προφανώς η ταινία έχει δύο στόχους: πρώτον, να τσιμπήσει από το κοινό που μεγάλωσε με το «Scream», άρα ξέρει τι περίπου πρόκειται να δει και γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο θα πάει να το δει· και, δεύτερον, από το φρέσκο κοινό που δεν μεγάλωσε με το πρώτο «Scream» αλλά γιατί να μην αρχίσει να μεγαλώνει με το τέταρτο; Και αυτό είναι τελικά το κρίμα με την τέταρτη ταινία. Η μεγαλύτερη επιτυχία της σε σχέση με το 2 και το 3 που μεσολάβησαν είναι ότι «πλησιάζει» καλύτερα την πρώτη. Σιγά τ΄ αβγά, δηλαδή. Γιατί αυτό βέβαια δεν είναι δημιουργία αλλά ο ορισμός του ξαναζεσταμένου φαγητού και μάλιστα με παιδαριώδη λάθη όπως η απίστευτη καθυστέρηση της έλευσης των περιπολικών έπειτα από μια κλήση ώστε ο δολοφόνος να προλάβει να κάνει σωστά τη δουλειά του, όπως οφείλει.

gzoump@tovima.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ