«Οταν ήμουν πολύ μικρός
Μόνιμος κάτοικος Βρυξελλών από τη δεκαετία του 1980, όπου εργάζεται ως μεταφραστής στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο Αγγελος Τσιριμώκος βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα για να παραστεί στην ημερίδα της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας που ήταν αφιερωμένη στον πατέρα του. Τον συναντήσαμε στο πατρικό του σπίτι, στην πλατεία Κολιάτσου, και μας ξενάγησε στο γραφείο του Μαρή, που «είναι σχεδόν όπως το άφησε» όταν πέθανε το 1979.
Δραστήριος δημοσιογράφος και παραγωγικότατος συγγραφέας, ο Γιάννης Τσιριμώκος συνταξιοδοτήθηκε μόλις έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του. Στα παιδικά του χρόνια ο Αγγελος θυμάται ότι ο πατέρας του «ήταν πάντοτε πολύ απασχολημένος». Συνεργάτης πολλών εφημερίδων στη διάρκεια της καριέρας του, της «Μάχης», του «Ελεύθερου Λόγου», της «Αθηναϊκής» και αργότερα της «Ακροπόλεως» και της «Απογευματινής», σε διάφορα πόστα, έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι.
«Τότε δεν καταλάβαινα τι δουλειά έκανε στην εφημερίδα, διότι έκανε πολλές δουλειές και δεν ήταν όλα τα κείμενά του ενυπόγραφα. Οταν ήμουν πολύ μικρός έκανε και τυπογραφείο,επιμέλεια δηλαδή,και γύριζε στη μία και στις δύο το πρωί. Μεγάλωσα με το “Σςςς,ο μπαμπάς γύρισε πολύ αργά και κοιμάται”. Ο ύπνος του πατέρα μου ήταν ιερός και προσέχαμε όλοι να μην τον ταράξουμε».
Οταν ξυπνούσε έγραφε πυρετωδώς, συντροφιά με ένα πακέτο τσιγάρων Ασσος και ένα τσάι «καφέδες έπινε πολλούς στην εφημερίδα». Εγραφε πάντοτε στο χέρι με μπλε στυλό Βic- δεν χρησιμοποιούσε ποτέ γραφομηχανή. «Οταν έγραφε όμως σενάριο για ταινία, προσλάμβανε μια εκπαιδευμένη δακτυλογράφο και της υπαγόρευε το κείμενο, επειδή έπρεπε να είναι γραμμένο βάσει συγκεκριμένων τεχνικών προδιαγραφών».
Στην πλάτη του γραφείου η βιβλιοθήκη φιλοξενεί τα βιβλία του Μαρή και της συζύγου του, της μεταφράστριας Αθηνάς Ζαφειρίου. Σε πολλά, τα αρχικά εξώφυλλα έχουν αντικατασταθεί από δερμάτινη βιβλιοδεσία που στο κάτω μέρος της ράχης φέρει τα αρχικά του: Ι. Τ. Στη βιβλιοθήκη στον τοίχο δεξιά βρίσκονται αραδιασμένες φωτογραφίες της οικογένειας. «Δεν είχε καθόλου προσωπικά αντικείμενα και ενθύμια από την παιδική του ηλικία όταν παντρεύτηκε τη μητέρα μου,είχε μονάχα ένα πακετάκι με πέντε- δέκα φωτογραφίες» . Ανάμεσα σε αυτές και μία που κάποιος έβγαλε στον «Γιάννη του Βουνού» στην Κατοχή, στα χρόνια της αντίστασης του ΕΑΜ.
Γόνος της πολιτικής οικογένειας των Τσιριμώκων από τη Φθιώτιδα, δεύτερος εξάδελφος του γνωστού πολιτικού και μετέπειτα πρωθυπουργού Ηλία Τσιριμώκου, με τον οποίο ήταν στενά δεμένοι, πλαισίωσε με άλλους το κόμμα της Ενωσης Λαϊκής Δημοκρατίας που ίδρυσε ο Ηλίας με τον Αλέξανδρο Σβώλο το 1941, το μετέπειτα Σοσιαλιστικό Κόμμα- ΕΛΔ. Ο ίδιος όμως μετά τον πόλεμο δεν ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική. «Αφενός διότι έκανε οικογένεια και αποφάσισε να μαζευτεί» λέει ο Αγγελος, «αφετέρου γιατί είχε απογοητευτεί από τις εξελίξεις. Σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα δεν υπήρχε πια». Οι επαφές με τους παλιούς συντρόφους όμως συνεχίζονταν. Οι επισκέψεις στον Αλέξανδρο και στη Μαρία Σβώλου ήταν συχνές. «Η μητέρα μου έλεγε πως ό,τι ήξερε από πολιτική το έμαθε από τις κουβέντες που άκουγε στο σπίτι του Σβώλου». Στις φιλικές συναντήσεις στο σπίτι του Μαρή ο Αγγελος ρουφούσε τις κουβέντες των μεγάλων: «Μου άρεσε να κάθομαι και να ακούω όσα έλεγαν.Μπορεί η κουβέντα να ξεκινούσε από τον καιρό,αλλά κατέληγε πάντοτε στο πώς τα έκανε θάλασσα η Αριστερά στην Ελλάδα, γιατί έχασε ενώ δεν θα μπορούσε να είχε χάσει». Ανάμεσα στους φίλους η συγγραφέας Αλκη Ζέη, συμμαθήτρια και στενή φίλη της Αθηνάς Ζαφειρίου, και η αδελφή της Ελένη Κόκκου, στο πατρικό των οποίων η Αθηνά γνώρισε τον Γιάννη Μαρή.
Τότε βέβαια δεν λεγόταν ακόμη Μαρής. «Το ότι υιοθέτησε φιλολογικό ψευδώνυμο μου φαινόταν φυσικό.Γιατί όμως Μαρής και όχι κάποιο άλλο; Κάποτε τον ρώτησα. Μου απάντησε ότι ούτε ο ίδιος ήξερε,ίσως όμως υποσυνείδητα είχε κάποια σχέση με το γεγονός ότι η μητέρα του ήταν το γένος Μακρή» λέει ο Αγγελος. «Με αυτό υπέγραφε όταν πρωτοδημοσίευσε σε συνέχειες το “Εγκλημα στο Κολωνάκι” στο περιοδικό “Οικογένεια”. Ισως φοβόταν ότι δεν θα ήταν καλό και δεν ήθελε να εκτεθεί ως Τσιριμώκος. Το περιοδικό έκλεισε προτού ολοκληρωθεί το αφήγημα, αλλά έφτασαν τόσα γράμματα στη σύνταξη ρωτώντας ποιος ήταν ο δολοφόνοςπου κατάλαβε ότι το μυθιστόρημα είχε επιτυχία, και το εξέδωσε σε βιβλίο».
Εκτοτε η επιτυχία ήταν δεδομένη. Ενιωθε να τον εκτιμούν; «Είχε το αίσθημα ότι είχε δουλέψει σκληρά και είχε ανταμειφθεί γι΄ αυτό. Δεν άκουσα ποτέ να εκφράζει πικρία ή ενόχληση από δυσμενή κριτική, εκτός από μία φορά, όταν κάποιος είχε γράψει ότι τα βιβλία του είναι για την τουαλέτα». Ο ίδιος θεωρούσε ότι τα κείμενά του εντάσσονταν στη λεγόμενη «λαϊκή λογοτεχνία»; «Είχε επίγνωση ότι έγραφε για να είναι δημοφιλής. Δεν επεδίωκε την εκζήτηση,έγραφε για να διαβάζεται από ευρύτερο κοινό και ήθελετον είχα ακούσει να το λέει- να γίνεται προσιτός στον λαό και,ει δυνατόν,να τον “ανεβάζει” και λίγο, να μαθαίνει κάτι από το έργο του. Αυτή βεβαίως ήταν η άποψή του για τον ρόλο της λογοτεχνίας γενικά, όχι μονάχα για το δικό του έργο».
Τα μυθιστορήματά του τα αγάπησαν πολλοί και για τα ελληνικά τους. «Υπήρξαν επανειλημμένως ξένοι που έμεναν στην Ελλάδα και είχαν διαβάσει τα βιβλία του επειδή κάποιος τούς τα σύστησε ως καλό δείγμα ελληνικών για όποιον θέλει να μάθει τη γλώσσα.Διότι,μπορεί ο Καζαντζάκης να είναι 100 φορές μεγαλύτερος συγγραφέας από τον πατέρα μου,αλλά κάποιον που μαθαίνει ελληνικά, αν ξεστομίσει σε προφορική συζήτηση λέξεις που διάβασε στον Καζαντζάκη, θα τον κοιτάξουν σαν περίεργο ζώο. Τα ελληνικά του πατέρα μου ήταν τα ελληνικά που ομιλούνταν στην Αθήνα του ΄50 και του ΄60».
Ορισμένοι από τους αλλόγλωσσους αναγνώστες του μετέφρασαν βιβλία του και τα πρότειναν σε εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού. Κυκλοφορεί μονάχα ένα έργο του Μαρή στα εβραϊκά, τρία στα ρουμανικά και το Καλοκαίρι του φόβου στα βουλγαρικά. «Εχω ακόμη τα δακτυλόγραφα τέτοιων μεταφράσεων.Δεν κατάφερε κανείς να πείσει εκδοτικούς οίκους μεγάλων γλωσσών να τα εκδώσουν».
Ευπροσήγορος και απολαυστικός ομιλητής, ο Μαρής ήταν περιζήτητος σε συντροφιές. Οσο για την ευρυμάθειά του, αυτή ήταν εντυπωσιακή, λένε όσοι τον γνώριζαν.
Ακουγε πολύ ραδιόφωνο, αλλά φιλόμουσος δεν ήταν. Αγαπούσε όμως τη ζωγραφική.
Σηκώνοντας το βλέμμα από το γραφείο του, έβλεπε απέναντι, πάνω από το τζάκι, την «Ελληνίδα χωρική» τουΑλέκου Κοντόπουλου, δώρο του καλλιτέχνη στον φίλο του Γιάννη Μαρή- είχε φιλοτεχνήσει μάλιστα πολλά από τα εξώφυλλα των βιβλίων του για τη λευκή σειρά των εκδόσεων Ατλαντίς τη δεκαετία του 1970.
Ο Μαρής λάτρευε τον κινηματογράφο.
«Επειδή ως δημοσιογράφος είχε “ελευθέρας”, πήγαινε να δει μια ταινία έστω και στο τέλος, για μισή ώρα, φεύγοντας από την εφημερίδα. Το 1978, όταν είχα επιστρέψει από τις σπουδές μου στην Αμερική για το στρατιωτικό μου στην Ελλάδα, είδαμε μαζί όλες τις ταινίες που κυκλοφορούσαν» θυμάται ο γιος του Αγγελος. Επιτέλους, λίγος χρόνος με τον πατέρα. Ο Μαρής είχε πάρει σύνταξη το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς.
Η φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος ήταν για τον Μαρή το πρόσχημα για να αποδώσει την ατμόσφαιρα και τα ήθη της μεταπολεμικής Ελλάδας, αποτυπώνοντας τις εύθραυστες μετεμφυλιακές ισορροπίες σε ένα περιβάλλον κοσμοπολίτικο όπου το πολυτελές συναντάται με το λαϊκό. Εγραψε κοινωνικό μυθιστόρημα με στοιχεία ερωτικού θρίλερ, όπου παρελαύνουν «κακοί» μαυραγορίτες και δωσίλογοι, αλλά πολιτικό μυθιστόρημα δεν έγραψε.
«Φιλοδοξούσε να γράψει με την ησυχία του, όταν θα έπαιρνε σύνταξη, ένα βιβλίο αστυνομικό μεν αλλά εμπνευσμένο από τις απόπειρες δολοφονίας κατά του Μακαρίου, βασισμένο σε ιστορικά τεκμήρια. Ηθελε επίσης να γράψει ένα μυθιστόρημα για την Αντίσταση όπως την είδε και την έζησε, και με βάση το αρχείο του Ηλία Τσιριμώκου που είχε παραλάβει, με τον αυτονόητο σχεδόν τίτλο “Η προδομένη Αντίσταση”. Αυτά ήταν τα πιο σοβαρά βιβλία που θα έγραφε, αλλά δεν πρόλαβε να τα ξεκινήσει»λέει ο Αγγελος Τσιριμώκος.
Χειρόγραφα δεν υπάρχουν. Σημειώσεις δεν κρατούσε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ