Ανεπισήμως το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης συζητεί με ομάδα ξένων πιστωτών, κατά βάση διεθνών Τραπεζών, το ενδεχόμενο συνολικότερης επιμήκυνσης του συνόλου ή τμήματος του δημοσίου χρέους σε μια προσπάθεια να αμβλυνθεί το βραχθυπρόθεσμο υψηλό βάρος του και να διαχυθεί στον χρόνο.

Οι συζητήσεις είναι μυστικές και σε μεγάλο βαθμό τεχνικές, καθώς η ελληνική πλευρά αναζητεί την άριστη μέθοδο επιμήκυνσης του χρέους, με τρόπο τέτοιο ώστε να μην απομειώνεται η ονομαστική αξία των τίτλων και άρα να μην δημιουργείται η εντύπωση μιας ζημιογόνου αναδιάρθρωσης για τους πιστωτές και ταυτόχρονα να μην φορτώνεται το ελληνικό δημόσιο με πολλαπλάσιους τόκους σε βάθος χρόνου.

«Πρόκειται κάτι σαν την αναζήτηση της φιλοσοφικής λίθου» σχολίασε ανώτερο τραπεζικός παράγων που παρακολουθεί στενά τις σχετικές διαβουλεύσεις.

Ουσιαστικά το οικονομικό επιτελείο επιδιώκει τον ανασχεδιασμό του χρέους ή τμήματος αυτού με ένα τρόπο που δεν θα θίγει τις αγορές, δεν θα δημιουργεί συνθήκες αποκλεισμού από αυτές, αλλά και δεν θα επιβαρύνει το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού. Και αναζητεί ένα σχήμα επιμήκυνσης – μετατροπής του σημερινού βραχυπρόθεσμου χρέους σε μακροπρόθεσμο διάρκειας τριάντα ετών.

Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει μέθοδος και συνταγή που να ικανοποιεί και τις δύο επιδιώξεις. Δεν υπάρχει δηλαδή μέθοδος μετατροπής βραχυπρόθεσμου χρέους σε μακροπρόθεσμο, χωρίς ανάληψη πρόσθετου βάρους.

Μέχρι τώρα οι τράπεζες αποτιμούν και κοστολογούν τέτοιες διευκολυντικές πράξεις σε χώρες και μεγάλες επιχειρήσεις.

Επιπλέον το όλο σχέδιο δεν είναι άσχετο με τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης, τις διαρθρωτικές αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα βεβαιώνουν ότι μεσομακροπρόθεσμα η ελληνική οικονομία θα εξέλθει της κρίσης και θα δημιουργήσει τη βεβαιότητα ικανότητας αποπληρωμής των χρεών.

Πράγμα που σημαίνει ότι αποτελεί προυπόθεση για τις όποιες διευκολυντικές κινήσεις η υιοθέτηση και η εφαρμογή ενός δυναμικού προγράμματος εξυγίανσης και μεταρρυθμίσεων.

Αυτό είναι και το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα της παρούσης περιόδου. Η κυβέρνηση πρώτα πρέπει να λύσει το θέμα αυτό και έχοντας αυτό ως βάση να διεκδικήσει τις όποιες επιπρόσθετες διευκολύνσεις στο ζήτημα της διαχείρισης του χρέους και της επιστροφής μας στις αγορές.

Υπό αυτή την έννοια επικρίνονται κυβερνητικά, πολιτικά στελέχη και «συγγενικά» πρόσωπα, που στην παρούσα φάση προεξοφλούν λύσεις και μεταφέρουν ανεκπλήρωτες προσδοκίες και πολλές φορές λανθασμένες εντυπώσεις στην κοινή γνώμη, η οποία τελεί σε σύγχυση και ανησυχία μεγάλη.

Σε κάθε περίπτωση τέτοιες διαπραγματεύσεις είναι λεπτές, απαιτούν απόλυτο επαγγελματισμό και προπάντων εχεμύθια, η παραβίαση της οποίας αρκεί να τινάξει το όποιο σχέδιο στον αέρα και επιπροσθέτως να δημιουργήσει λανθασμένες εντυπώσεις ότι δήθεν επίκεινται αναδιαρθρώσεις χρεών και άλλα παρόμοια, που είναι ικανά να αποσταθεροποιήσουν, παρά να σταθεροποιήσουν την ελληνική οικονομία.

Είναι χρέος λοιπόν των εμπλεκομένων να τις προστατεύσουν και κυρίως να μην τις διακινούν πρώτοι στην προσπάθειά τους να μεταδώσουν προσδοκίες στο κλονισμένο πολιτικό σώμα που ηγούνται.