Δύο φορές έχασε η ενωμένη Ευρώπη την ευκαιρία να επιβάλει την παρουσία της στην κρίση της Λιβύης, αφήνοντας τελικά να παίξουν τον ρόλο αυτόν η Γαλλία και η Βρετανία. Η πρώτη φορά ήταν όταν γίνονταν οι συζητήσεις για τη στρατιωτική επέμβαση. Μια μοναδική ευκαιρία ένα χρόνο μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, να αποδειχθεί ότι λειτουργεί η κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική.

Και η δεύτερη τώρα που πυκνώνουν οι επαφές για την εξεύρεση πολιτικής λύσης. Εμφανίζονται έτσι πότε η Ελλάδα, πότε η Τουρκία και πότε κάποια άλλη χώρα να συζητούν με το καθεστώς Καντάφι, χωρίς κανένα συντονισμό μεταξύ τους και χωρίς φυσικά αποτέλεσμα. Σε όλη αυτή τη διαδικασία η περίφημη υπηρεσία εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, επικεφαλής της οποίας είναι η γνωστή για την απραξία της βρετανίδα βαρόνη Αστον, είναι παντελώς απούσα. Και όμως η Συνθήκη της Λισαβόνας την έχει εξοπλίσει με μια διπλωματική υπηρεσία 5.000 υπαλλήλων, με ένα στοιχειώδες στρατιωτικό γενικό επιτελείο και με μια μονάδα αντιμετώπισης κρίσεων! Προφανές είναι ότι τίποτε από όλα αυτά δεν λειτούργησε και το ερώτημα είναι γιατί.

Λογικά η Ευρωπαϊκή Ενωση θα έπρεπε αμέσως μόλις εκδηλώθηκε η κρίση στη Λιβύη να ασχοληθεί με το θέμα. Ολη η Βόρεια Αφρική αποτελεί τη φυσική γειτονιά της Ευρώπης, μέρος της μεσογειακής της διάστασης, όπου διακυβεύονται ισχυρά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς μάλιστα φάνηκε από την πρώτη στιγμή ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω των αντιδράσεων της αμερικανικής κοινής γνώμης και της συνεχιζόμενης εμπλοκής τους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, δεν είχαν τη διάθεση τη φορά αυτή να αναμειχθούν. Μια ευρωπαϊκή επέμβαση θα γινόταν άλλωστε πολύ ευνοϊκότερα δεκτή από τους εξεγερθέντες Αραβες, με δεδομένη την αντιπάθεια που έχουν απέναντι στο ΝΑΤΟ λόγω των δεσμών του με τους Αμερικανούς, οι οποίοι είναι και ο ισχυρότερος σύμμαχος του Ισραήλ. Αντί να συμβεί όμως αυτό, την πρωτοβουλία ανέλαβαν οι Γάλλοι και οι Βρετανοί, οι οποίοι με τον τρόπο αυτόν απέδειξαν ότι ελάχιστα ενδιαφέρονται για την προώθηση της κοινής εξωτερικής και αμυντικής διάστασης της ΕΕ. Προφανώς επειδή έτσι θα έχαναν την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Παραμένει λοιπόν το έλλειμμα της Ευρώπης όσον αφορά τη διαμόρφωση μιας κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, επειδή οι μεγάλες χώρες δεν επιθυμούν να παραχωρήσουν το προνόμιο που έχουν στον κρίσιμο αυτόν τομέα. Αυτό φάνηκε άλλωστε καθαρά όταν προχώρησαν στον διορισμό της παντελώς άγνωστης βαρόνης, αντί να τοποθετήσουν στη θέση αυτή κάποια προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους. Ετσι όμως είναι αδύνατον να προχωρήσει η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ισως γιατί η Ευρώπη στερείται τη στιγμή αυτή μιας στιβαρής ηγεσίας με όραμα και προοπτική, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν και πάλι οι εθνικοί ανταγωνισμοί, οι οποίοι αυξάνονται από την παρατεινόμενη οξεία οικονομική κρίση. Ακριβώς όμως η εξάλειψη των ανταγωνισμών αυτών ήταν ο αρχικός στόχος για τη δημιουργία της Ενωμένης Ευρώπης, έπειτα από δύο παγκόσμιους πολέμους σε διάστημα μιας γενιάς, που είχαν οδηγήσει τις ευρωπαϊκές χώρες σε πλήρη παρακμή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ