Oταν στα τέλη του 2009 οι κτηνοτρόφοι της Κρήτης ενημερώθηκαν από τα στελέχη της Κριαράς ΑΕ, της μεγαλύτερης τυροκομικής και πλέον σύγχρονης μονάδας του νησιού, ότι η εταιρεία σταματά πλέον τη λειτουργία της, και ως εκ τούτου δεν θα αγοράζει γάλα, όλος ο κτηνοτροφικός και τυροκομικός τομέας της Κρήτης υπέστη ισχυρό σοκ – λίγο νωρίτερα τέσσερις μεγάλες εταιρείες ζωοτροφών «κατέβασαν ρολά». Η γραβιέρα με την εμπορική επωνυμία «Verο» συνεχίζει ακόμη να κυκλοφορεί – περιορισμένα – στην αγορά, αλλά όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές «πρόκειται για τη ρευστοποίηση των αποθεμάτων».

Η θυγατρική των Μύλων Κρήτης ΑΕ – μιας από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες αλευροβιομηχανίες της ελληνικής αγοράς – το 2009, τον πρώτο χρόνο της οικονομικής κρίσης, έφτασε στα όριά της. Οι συσσωρευμένες ζημιές πλησίασαν τα 19 εκατ. ευρώ ενώ οι πωλήσεις της μόλις και μετά βίας υπερέβησαν τα 8 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία ως νομική μορφή συνεχίζει να λειτουργεί και οι εναπομείναντες τρεις εργαζόμενοι διαχειρίζονται απλώς τα υπάρχοντα αποθέματα γραβιέρας- ίσως της καλύτερης κρητικής γραβιέρας που έχει κυκλοφορήσει στην ελληνική αγορά. Και όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, σημειώνουν οι ίδιες πηγές, δηλαδή τόσο η πώληση των εγκαταστάσεων και του μηχανολογικού εξοπλισμού όσο ακόμη και της επαναλειτουργίας κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.

«Φαραωνική» επένδυση

Το σχέδιο της δημιουργίας μιας σύγχρονης τυροκομικής μονάδας που θα παράγει υψηλού επιπέδου προϊόντα εφάμιλλων διεθνούς φήμης ΠΟΠ τυροκομικών προϊόντων άρχισε το 1998, όταν οι Μύλοι Κρήτης δημιούργησαν τη θυγατρική του Κριαράς ΑΕ. Ομως υπάρχει η «προϊστορία» 8 χρόνων. Η μονάδα ανήκε στη γνωστή κρητική οικογένεια Κριαρά, η οποία απ’ ό,τι λέγεται αξιοποίησε αρκούντως τις χρηματοδοτικές δυνατότητες του επενδυτικού νόμου στο διάστημα 1990-93, στην περίοδο της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Η οικογένεια Κριαρά θεωρείται από τις πιο φιλικές προς τον επίτιμο πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας οικογένειες του νησιού. Κάποιοι μάλιστα χαρακτηρίζουν την επένδυση «φαραωνική» για τις δυνατότητες και τα μέτρα της τοπικής αγοράς και προσθέτουν ότι «αυτή η επένδυση δεν επρόκειτο ποτέ να αποσβεστεί». Σύντομα όμως φαίνεται πως η οικογένεια Κριαρά βρέθηκε σε αδιέξοδο και έψαχνε αγοραστή για την τυροκομική μονάδα. Τότε συζήτησαν με αρκετούς (ΦΑΓΕ κ.λπ.) αλλά δεν ευοδώθηκε καμία από τις συζητήσεις. Και το 1998 η μονάδα εξαγοράστηκε από τους Μύλους Κρήτης – οι οικογένειες των μετόχων της αλευροβιομηχανίας είναι από τις πιο φιλικές προς τον κ. Κ Μητσοτάκη.

Εκτός από την ισχυρή φιλική διάσταση της εξαγοράς, η επιχειρηματική διάσταση ήταν επίσης σημαντική, δεδομένου ότι οι Μύλοι Κρήτης διαθέτουν ισχυρή παρουσία στην αγορά των ζωοτροφών και ως εκ τούτου σχέση με τους κτηνοτρόφους – σχέση η οποία, εν αντιθέσει προς άλλες εταιρείες, δεν είχε υψηλό δείκτη επισφάλειας, αφού μπορούσε να συμψηφίζει τις οφειλές των κτηνοτρόφων από τις ζωοτροφές με γάλα.

Ετσι κι έγινε. Το 1998 δημιουργήθηκε η Κριαράς ΑΕ. Αρχικώς οι Μύλοι Κρήτης κατείχαν το 80% και εν συνεχεία απέκτησαν το 100%. Η μονάδα λειτουργούσε έξω από το Ηράκλειο, στο χωριό Μαλάδες, δίνοντας έμφαση στα παραδοσιακά κρητικά τυροκομικά προϊόντα και κυρίως στην παραγωγή γραβιέρας Κρήτης. Το 2002 προχώρησαν στην παραγωγή και διανομή φρέσκου κατσικίσιου γάλακτος, σε δύο τύπους, πλήρες και ελαφρύ, που συγκεντρώνονταν από τους ορεινούς όγκους της Κρήτης (Λευκά Ορη, Ψηλορείτη και Οροπέδιο Λασιθίου).

Και ως το 2006 η αξία των επενδύσεων είχε υπερβεί τα 9 εκατ. ευρώ. Οι ετήσιες πωλήσεις της Κριαράς ΑΕ – η εμπορική της επωνυμία ήταν Cretalat –, η οποία παρήγε και διήνεμε όλα τα είδη τυριών (Γραβιέρα, Φέτα, Πηχτόγαλο Χανίων κ.ά.) και παραδοσιακό γιαούρτι, ανήλθαν ως και 12 εκατ. ευρώ στην καλύτερη χρονιά της εταιρείας. Βέβαια από τις πωλήσεις της εταιρείας το 70%- 80% αφορά τη γραβιέρα.

Περιορισμένες εξαγωγές

Ωστόσο η εταιρεία συνέχιζε να καταγράφει ζημιές. Υψηλό κόστος παραγωγής, περιορισμένη διάθεση και υψηλή τιμή – ήταν η ακριβότερη γραβιέρα στην ελληνική αγορά – η τιμή του προϊόντος με τρίμηνη ωρίμανση ήταν 15 ευρώ το κιλό και η δωδεκάμηνης ωρίμανσης ήταν πολύ ακριβότερη. Η προσπάθεια εξαγωγής του προϊόντος είχε περιορισμένα αποτελέσματα – στην καλύτερη περίπτωση έφτασε να εξάγει το 5% του όγκου που παρήγε, το 50% καταναλώνονταν στην Κρήτη και το 45% στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η εταιρεία επεξεργαζόταν περίπου 10.000 τόνους γάλακτος και παρήγε περί τους 800 τόνους γραβιέρας (καθώς και γλυκιά και ξινή μυζήθρα, λευκό τυρί άλμης, γιαούρτι, πηχτόγαλο και παστεριωμένο κατσικίσιο γάλα).

Η πτώση της κατανάλωσης πιέζει τις τιμές

Η οικονομική κρίση οδήγησε και στον περιορισμό της κατανάλωσης, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις η εταιρεία είχε να αντιμετωπίσει και τον αθέμιτο ανταγωνισμό από προϊόντα εκτός προδιαγραφών υποβαθμισμένης ποιότητας, χωρίς να συνοδεύονται από παραστατικά στοιχεία ή νοθευμένα. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά αρμόδια πηγή «για την παραγωγή ενός κιλού γραβιέρας απαιτούνται περίπου 6 κιλά αιγοπρόβειου γάλακτος και το κόστος παραγωγής είναι πάνω από 5 ευρώ το κιλό. Πώς είναι δυνατόν να φεύγει το προϊόν από το τυροκομείο μόνο με 5 ευρώ το κιλό, χωρίς να συνυπολογίζεται το συνολικό κόστος παραγωγής και το κέρδος του τυροκόμου;».

Και οι ζημιές χρόνο με τον χρόνο συσσωρεύονταν και στον ισολογισμό του 2009 έφτασαν στα 18,992 εκατ. ευρώ, ενώ οι πωλήσεις της από τα 10,988 εκατ. ευρώ το 2008 έπεσαν στα 8,22 εκατ. ευρώ – το 2009, τη χρονιά που η εταιρεία αποφάσισε να αναστείλει την τυροκομική της δραστηριότητα, οι ζημιές έναντι του 2008 σχεδόν διπλασιάστηκαν, από 1,28 εκατ. ευρώ ανήλθαν στα 2,17 εκατ. ευρώ.

Η αναστολή της παραγωγικής λειτουργίας του μεγαλύτερου τυροκομείου της Κρήτης σε μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολη επέτεινε την κρίση της κτηνοτροφίας στο νησί. Ανθρωποι που είναι σε θέση να γνωρίζουν υποστηρίζουν ότι στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων έχει μειωθεί ο ζωικός πληθυσμός του νησιού κατά περίπου 20% και κατά περίπου 10% η παραγωγή γάλακτος. Η πτώση της κατανάλωσης έχει προκαλέσει συμπίεση των τιμών και έτσι πολλά τυροκομεία πωλούν επί ζημία.

Συνολικά λειτουργούν περί τις 100 τυροκομικές μονάδες, από τις οποίες οι 10 μεγαλύτερες ελέγχουν περίπου το 80% της παραγωγής και οι υπόλοιπες 90 το 20% – πολλά από αυτά είναι μικρά οικογενειακά τυροκομεία. Ενώ ενδεικτικό στοιχείο για την κρίση διάθεσης που αντιμετωπίζει η γραβιέρα, που παραμένει «στοκαρισμένη» στα τυροκομεία του νησιού – πολλά από τα οποία αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την αποθήκευσή τους –, αποτελεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Κ. Σκανδαλίδης αποφάσισε να συμπεριλάβει και τη γραβιέρα στα ΠΟΠ τυριά που αγοράζονται από το υπουργείο και προσφέρονται σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες- υπολογίζεται περίπου ότι το υπουργείο θα διαθέσει περί τα 6 εκατ. ευρώ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ