«Eγώ είμαι ένας συγγραφέας μπάσταρδος, που ήρθε από το πουθενά. Δεν είμαι εβραίος συγγραφέας, όπως ο αριστοτέχνης Σίνγκερ. Δεν είμαι όμως ούτε συγγραφέας αποστάτης. Ισως ένας συγγραφέας της Κεντρικής Ευρώπης,αν αυτό σημαίνει κάτι.Αν δεν υφίστατο η πυκνή ομίχλη της καταγωγής μου, αναρωτιέμαι κατά πόσον θα υπήρχαν λόγοι να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία».
Τα παραπάνω τα είπε το 1983 ο γιουγκοσλάβος πεζογράφος Ντανίλο Κις σε συνέντευξή του στον Κριστιάν Σαλμόν, που δημοσιεύτηκε στο«Gulliver» τον Ιούνιο του 1990. Ο συγγραφέας είχε πεθάνει στις 15 Οκτωβρίου της προηγούμενης χρονιάς από καρκίνο στο Παρίσι. Σήμερα, 22 χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Κις είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Και η έκδοση αυτών των δοκιμίων του το πιστοποιεί. Πρώτον, γιατί φωτίζουν το μυθοπλαστικό έργο του καλύτερα από όλες τις αναλύσεις που έχουν γραφτεί και δεύτερον, γιατί αποδεικνύουν κάτι εξαιρετικά σημαντικό: ο συγγραφέας ο οποίος έδωσε αγώνα εναντίον της πολιτικής και όποιας άλλης εξάρτησης των δημιουργών είναι από τους πλέον πολιτικούς πεζογράφους της μεταπολεμικής εποχής.
Μπορεί ένα από τα καλύτερα βιβλία του (η συλλογή διηγημάτων Η εγκυκλοπαίδεια των νεκρών ) να πέρασε σχεδόν απαρατήρητο στη χώρα μας όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1992 από τον Εξάντα, αλλά έχει ο καιρός γυρίσματα. Ο χρόνος μπορεί να είναι άδικος με τους ανθρώπους, όχι όμως και με τα έργα. Στη δεκαετία του ΄90 ο σύγχρονος συγγραφέας από τα Βαλκάνια που μονοπωλούσε εδώ το ενδιαφέρον ήταν ο Πάβιτς. Σήμερα, που τα περισσότερα βιβλία του Κις βρήκαν τον δρόμο τους στην ελληνική αγορά, είναι ξεκάθαρο ότι ο μείζων μεταπολεμικός συγγραφέας της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν είναι ο Πάβιτς, αλλά ο Κις.

«Είμαστε το πολιτικό σκάνδαλο»

Τα δοκίμια που περιλαμβάνονται στον τόμο Ηomo Ρoeticus γράφτηκαν με διάφορες αφορμές στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80. Ας μην τα πούμε κατά το κοινότοπο «προφητικά». Είναι όμως σημαντικό ότι ο Κις, όπως και ο Μίλοβαν Τζίλας, είχαν πλήρη επίγνωση των προβλημάτων που θα οδηγούσαν στη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Γιατί και οι δύο γνώριζαν το κοινωνικό και πολιτικό κενό που υπήρχε ακόμη και όταν ζούσε ο Τίτο, ότι με άλλα λόγια η πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν μια χώρα μετέωρη, μια ιδιόμορφη πολιτική και πολιτισμική οντότητα.
Γι΄ αυτό λ.χ. ο Κις αντιμετωπίζει το ζήτημα της «στράτευσης» του συγγραφέα, όπως διατυπώθηκε από τον Σαρτρ, με ελαφρά μεν αλλά ευδιάκριτη ειρωνεία: η στράτευση οδηγεί στον επαρχιωτισμό και ο επαρχιωτισμός είναι εντονότερος στις χώρες της περιφέρειας (όπως η Γιουγκοσλαβία και μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ευρώπης). Με ειρωνεία αντιμετωπίζει και τη στάση των Ευρωπαίων έναντι της χώρας του: «Είμαστε ο εξωτισμός, είμαστε το πολιτικό σκάνδαλο» σαρκάζει.
Αλλά η λογοτεχνία στη Γιουγκοσλαβία του 20ού αιώνα ήταν ευρωπαϊκή ακριβώς εξαιτίας της πολυπολιτισμικής της σύνθεσης. Για τούτο και ο Κις, επιθετικά απευθυνόμενος στους Ευρωπαίους, γράφει: «Η ποίηση και η λογοτεχνία είναιγια εσάς όπως ακριβώς και για εμάς, τα δικά μας βάρβαρα όνειρα και τα δικά σας όνειρα». Εδώ εντοπίζει και το βαθύ πολιτικό περιεχόμενο των κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών της δεκαετίας του ΄60, τέκνο της οποίας υπήρξε και ο ίδιος.
Αν στη δεκαετία αυτή δυτικοποιήθηκε ο εισαγόμενος από την Ανατολή σοσιαλισμός, η εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το 1968 «μπορεί να θεωρηθεί η τελική αποικιοποίηση μιας δυτικής χώρας», όπως λέει ο Κούντερα στον οποίον παραπέμπει.
Αυτά γράφονται το 1980, όταν οι συγγραφείς των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού δεν αμφέβαλλαν ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είχαν υποστεί τέτοια διάβρωση που η κατάρρευσή τους ήταν ζήτημα χρόνου.
Κεντρικό ρόλο στο βιβλίο έχει το δοκίμιο Μάρτυρας κατηγορίας Κάρλο Στάινερ, κείμενο του 1981, όπου αναλύεται η πολιτισμική και ιδεολογική σύγκρουση Γιουγκοσλαβίας και Σοβιετικής Ενωσης με αφορμή ένα ζήτημα ξεχασμένο για πολλά χρόνια: την εξόντωση των γιουγκοσλάβων κομμουνιστών από το σταλινικό καθεστώς, όπως αποτυπώθηκε στο βιβλίο του Κάρλο Στάινερ 7.000 ημέρες στη Σιβηρία (όσες ακριβώς πέρασε ο Στάινερ σε στρατόπεδο συγκέντρωσης), το οποίο υπήρξε οδηγός για το αριστουργηματικό- και ανατριχιαστικό- Ενας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς του Κις, που σύμφωνα με τον Γιόζεφ Μπρόντσκι αποδεικνύει ότι «η Κομιντέρν ήταν ένας Δούρειος Ιππος».

«Συγγενής» με τον Κούντερα

Αν υπάρχει ένας συγγραφέας με τον οποίο θα μπορούσε κάποιος να παρομοιάσει τον Κις, αυτός δεν θα ήταν ούτε Γάλλος ούτε Γιουγκοσλάβος, αλλά ένας άλλος Κεντροευρωπαίος: ο Μίλαν Κούντερα. O δοκιμιογράφος Κούντερα παρουσιάζει μεγάλες συγγένειες με τον δοκιμιογράφο Κις.
Οχι μόνο γιατί και οι δύο βγαίνουν από την κεντροευρωπαϊκή παράδοση αλλά και επειδή με την ίδια πίστη και με συγγενή πολλές φορές επιχειρήματα υπερασπίζονται την ανεξαρτησία της τέχνης, τη σημασία του να μην ενδίδει κανείς στα πάσης φύσεως κελεύσματα της εξουσίας, να μην ενστερνίζεται δόγματα και να μη θεωρεί τη λογοτεχνία είδος άσκησης πάνω στον κοινωνικό χάρτη.
Το κείμενο της σελ. 57 με τίτλο «Συμβουλές σε νεαρό συγγραφέα» τα λέει όλα. Είναι μια κατά ριπάς παράθεση εξαίρετων αφορισμών, όπως«Μην είσαι δουλοπρεπής, γιατί οι πρίγκιπες θα σε πάρουν για υπηρέτη»αλλά και «Μην επιδεικνύεις υπεροψία γιατί θα μοιάζεις με τους υπηρέτες των πριγκίπων».
Η κατάσταση που ορίζει το ψυχολογικό και υπαρξιακό τοπίο του κεντροευρωπαίου συγγραφέα είναι η εξορία, όπως την αναλύει με πλήθος παραδείγματα στο «Παραλλαγές σε θέματα της κεντρικής Ευρώπης» – και στο ζήτημα αυτό ταυτίζεται σχεδόν με τον Κούντερα. Ο Κις έζησε αυτοεξόριστος τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του στο Παρίσι παραμένοντας Κεντροευρωπαίος και Γιουγκοσλάβος,«ο τελευταίος γιουγκοσλάβος συγγραφέας», όπως τον αποκάλεσαν. Ηταν μόνο 54 ετών όταν πέθανε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ