«Ισως, αν ξέρατε να γελάτε, να στέλνατε στον διάβολο όλες τις μεταφυσικές παρηγοριές σαςκαι πρώτη πρώτη την ίδια τη μεταφυσική».
Νίτσε

Στους τόπους της απόλυτης μακαριότητας απουσιάζουν παντελώς τα ευφυολογήματα και τα άλλα σχήματα του κωμικού. Στον παράδεισο δεν γελά κανείς. Ηδη στην πλατωνική πολιτεία, δηλαδή στο βασίλειο των ουράνιων και αμετάβλητων ιδεών, οι νόμοι υπαγορεύουν ότι πρέπει να αποφεύγονται τα υπερβολικά γέλια αλλά και δάκρυα. Στην Ποιητική του Αριστοτέλη, επίσης, το κωμικό, αν και δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση ελάττωμα, υποβαθμίζεται σε απλή μίμηση μιας όχι και τόσο σπουδαίας πράξεως. Αλλά ακόμη και στον μοντέρνο- ρομαντικό Μποντλέρ «ο σοφός δεν αφήνεται στο γέλιο παρά μόνον τρέμοντας». Εδώ το σατανικό γέλιο ξεσπά χωρίς ευφυολόγημα και προσδιορίζεται ακόμη θεολογικά ως αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος, μαρτυρώντας την πνευματική μας ανωτερότητα έναντι της έκπτωτης φύσης. Κοντολογίς, φαίνεται ότι κάτι τρέχει με το ευφυολόγημα και το ξέσπασμα του γέλιου, κάτι που απειλεί τον αυτοέλεγχο του υποκειμένου. Ειδάλλως δεν εξηγείται το γεγονός ότι, όπως γράφει ο Μπερξόν, «από την εποχή του Αριστοτέλη […] το πρόβλημα [του γέλιου] πάντα διαφεύγει όταν προσπαθούμε να το αντιμετωπίσουμε» και αποτελεί «αυθάδη πρόκληση στον φιλοσοφικό στοχασμό». Τα πράγματα σοβαρεύουν κατά το 1905, όταν η ψυχανάλυση στρέφεται στο ευφυολόγημα και προσπαθεί να αναδείξει τη σχέση του με το ασυνείδητο.

Ενα εξελιγμένο παιχνίδι

Οπως στην Ερμηνεία των ονείρων (1900), έτσι και στην πραγμάτευση του ευφυολογήματος ο Φρόιντ επιχειρεί να αντικρούσει αντιρρήσεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη θεωρία του. Τη φορά αυτήν οι αντιρρήσεις για την ύπαρξη του ασυνειδήτου προέρχονται από τον πρώτο αναγνώστη και συνομιλητή του Φρόιντ, τον Βίλχελμ Φλις, ο οποίος είχε τονίσει την εξαιρετικά «αστεία» εντύπωση που του προξένησε η ανάγνωση των ερμηνευμένων ονείρων. Ως εκ τούτου, ο Φρόιντ κατανοεί ότι, αν το ευφυολόγημα δεν ενσωματωθεί στην ψυχαναλυτική θεωρία, τότε η ίδια κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ένα κακόγουστο αστείο. Ενας από τους λόγους που το ευφυολόγημα δεν συνιστά, όπως το όνειρο, τη «βασιλική οδό» προς το ασυνείδητο είναι ότι με το ευφυολόγημα εισάγονται στο παιχνίδι δύο μέσα: εκείνο του λόγου που μπορεί να σημαίνει κάτι και εκείνο του γέλιου που ξεσπώντας αναιρεί την τάξη του λόγου χωρίς να σημαίνει τίποτε. Η διπλή αυτή διάσταση του θέματος παρατηρείται και στην επιχειρηματολογία του Φρόιντ, ο οποίος μεταβαίνει από μια περιορισμένη θεωρία του παιχνιδιού σε μια γενική οικονομία του γέλιου.
Το ευφυολόγημα, διατείνεται ο Φρόιντ, είναι κατ΄ αρχάς ένα «εξελιγμένο παιχνίδι». Οπως το όνειρο θα πρέπει να κατανοηθεί ως παραμορφωμένη εκπλήρωση μιας απωθημένης επιθυμίας, έτσι και το ευφυολόγημα αποκαλύπτεται στην πορεία της φροϋδικής πραγματείας ως η παραμορφωμένη εξέλιξη μιας χαμένης δυνατότητας του παιχνιδιού. Το περιεχόμενο, το νόημα του ευφυολογήματος αναλαμβάνει τη λειτουργία μιας παροδικής άρσης των ανασταλτικών δυνάμεων που προέρχονται από την άσκηση της κριτικής δύναμης των ενηλίκων. Στο ευφυολόγημα στόχος του περιεχομένου είναι να αναιρέσει προσωρινά τις αναστολές για να μπορεί ο ενήλικος να παραδοθεί, όπως όταν ήταν παιδί, στην απόλαυση του παιχνιδιού.

Η έκρηξη του γέλιου

Εδώ προκύπτει το εξής πρόβλημα: η παραγωγή του ευφυολογήματος από το παιχνίδι δεν μπορεί να ερμηνεύσει το γέλιο, απαραίτητο συμπληρωματικό στοιχείο του ευφυολογήματος, το οποίο κυριολεκτικά μένει εκτός παιχνιδιού. Ο Φρόιντ όμως επιμένει ότι ένα ευφυολόγημα που δεν προξενεί γέλιο δεν μπορεί να έχει την αξίωση να αναγνωρισθεί ως τέτοιο.
Ετσι, μια θεωρία του ευφυολογήματος οφείλει συγχρόνως να είναι και μια θεωρία του γέλιου. Στο γέλιο όμως θα πρέπει να εκπληρώνεται και μια ιδιαίτερη, επικοινωνιακή προϋπόθεση: θα πρέπει να υπάρχει ένας Αλλος, ένας Τρίτος, που θα γελά με το αστείο και έτσι θα το νομιμοποιεί. Από τη στιγμή που αποδεικνύεται ότι το ευφυολόγημα είναι εξαρτημένο από έναν τρίτο όρο, ο χαρακτηρισμός του ως «εξελιγμένου παιχνιδιού» δεν είναι πλέον επαρκής. Το αστείο περιλαμβάνει λοιπόν τρία πρόσωπα: τον αφηγητή, το θέμα (που δεν είναι απαραιτήτως κάποιο πρόσωπο) και τον ακροατή-παραλήπτη. Ο τελευταίος είναι αυτός που αποφασίζει αν το αστείο είναι πετυχημένο, δηλαδή αν θα γίνει αποδεκτό ως αστείο. Εν τούτοις, όσο πραγματική και αν είναι η απόφαση αυτή τόσο λιγότερο ελεύθερη είναι. Διότι το γέλιο αρμόζει να «εκρήγνυται» ακούσια, να μην μπορεί δηλαδή να προσχεδιαστεί ούτε να εκτελεστεί συνειδητά: «Οταν πια αρχίζουμε να αναστοχαζόμαστε [το ευφυολόγημα], ήδη γελάμε». Αντίθετα με τις άλλες δραστηριότητες του στοχασμού κατά τη διάρκεια της αφήγησης του ευφυολογήματος, το γέλιο παραμένει για τη συνείδηση εκτός ελέγχου. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, ο λόγος θα πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι το γέλιο αντλεί την ενέργειά του από τις αναστολές που αναιρούνται προσωρινά. Ετσι, το γέλιο απελευθερώνει τις δυνάμεις εκείνες που κανονικά δαπανώνται για τη διατήρηση των αναστολών: «Το στοιχείο της ανακούφισης παίρνει τη θέση της εξοικονόμησης».
Αλλά επειδή κάθε θεωρία (μηδέ εξαιρουμένης αυτής του ευφυολογήματος) μας προδιαθέτει μελαγχολικά, ας κλείσουμε με ένα από εκείνα τα ευφυολογήματα με τα οποία ο Νίτσε υποσχόταν ότι θα διασκέδαζε την ανθρωπότητα για τις επόμενες χιλιετίες: Πώς πέθαναν οι θεοί του Ολύμπου;
Από τα γέλια, όταν άκουσαν κάποιον να ισχυρίζεται ότι είναι ο ένας και μοναδικός Θεός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ