Παρά τον περίπου μισό αιώνα που μετράει στο σινεμά, η 67χρονη ηθοποιός Κατρίν Ντενέβ δεν μας έχει συνηθίσει στο είδος της κωμωδίας. H ίδια έχει πει ότι η κωμωδία είναι το κρυφό απωθημένο της και, όπως ανέφερε πριν από λίγο καιρό στην Αθήνα (όπου βρέθηκε για τα εγκαίνια του 12ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου), το είδος αυτό είναι το δυσκολότερο όλων. Την ευκαιρία να παίξει κωμικά αλλά και να τραγουδήσει της την έδωσε ο Φρανσουά Οζόν στο «Potiche» (Γαλλία, 2010). Θυμίζω ότι ο Οζόν είναι ο σκηνοθέτης που πριν από μερικά χρόνια χτύπησε την κωμική φλέβα της ηθοποιού με τις «Οκτώ γυναίκες».
Βασισμένο στο θεατρικό έργο των Πιερ Μπαριγέ – Ζαν-Πιερ Γκρεντί που έκανε θραύση στη Γαλλία, το «Potiche» _ που στα ελληνικά σημαίνει «γλάστρα» _ είναι η κωμική ιστορία της συζύγου ενός βιομηχάνου ομπρελών (Ντενέβ – Φαμπρίς Λουικινί) η οποία, έστω και καθυστερημένα, αποφασίζει να κάνει τη μεγάλη στροφή στη ζωή της και να αποκτήσει ρόλο ουσίας στην κοινωνία. Στρέφεται σε έναν παλιό έρωτα (Ζεράρ Ντεπαρντιέ) και όχι απλώς καταφέρνει να πάρει τα ηνία της επιχείρησης αλλά ακολουθεί πολιτική καριέρα διεκδικώντας ακόμη και τη θέση της δημάρχου.
Εντονα παστέλ χρώματα, seventies, πουλιά που κελαηδούν, λαγουδάκια που κάνουν σεξ, μπαμπάδες πoυ δέρνουν τα παιδιά τους, που με τη σειρά τους γίνονται ομοφυλόφιλα. Ενίοτε αναρωτιόμουν αν έβλεπα γαλλική εκδοχή ταινίας του Γιάννη Δαλιανίδη με την Ντενέβ στη θέση της Ρένας Βλαχοπούλου. Ο Οζόν καταφέρνει να δώσει στο φιλμ έναν αέρα επικαιρότητας, αφού την αφορμή για να επαναφέρει στην επικαιρότητα το «Potiche» του την έδωσε η προεκλογική μονομαχία του Νικολά Σαρκοζί με τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Θέματα όπως οι μειώσεις μισθών, οι απεργίες διαρκείας και η γυναικεία «επανάσταση» συνυπάρχουν αμπαλαρισμένα σε μια πολιτική κωμωδία με στοιχεία μιούζικαλ.
Βαθμολογία: 3
Το άλογο που κλαίει
Δεν θυμάμαι τα τελευταία χρόνια ταινία με τόσο επιβλητική εισαγωγή όσο αυτή στο «Αλογο του Τορίνο» («Turin horse», Ουγγαρία, 2011). Το απίστευτα υποβλητικό αυτό φιλμ του πιο «μαύρου» σκηνοθέτη της εποχής μας, του Μπέλα Ταρ, αρχίζει με το συγκλονιστικό, σχεδόν τρομακτικό μονοπλάνο ενός κάρου το οποίο σέρνει ένα άλογο. Η βαριά μουσική μελωδία που συνοδεύει τη σκηνή επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, ο φακός ελέγχει κάθε λεπτομέρεια στο πρόσωπο του αλόγου και ο αέρας, αυτός ο εκκωφαντικός αέρας που δεν θα σταματήσει ούτε στιγμή κατά τη διάρκεια της ταινίας, διαπερνά τον εγκέφαλό σου. Η φωνή του αφηγητή, που είναι ο ίδιος ο Μπέλα Ταρ, μας βάζει στο κλίμα της ταινίας με την ιστορία του αλόγου που τοποθετείται στο 1889 και κάποια σχέση έχει με τον Φρειδερίκο Νίτσε που προσπάθησε κάποια στιγμή να το προστατέψει από το αφεντικό του και τρελάθηκε.
Για πολλή ώρα _ μετρημένα 25′ για την ακρίβεια _ δεν θα ακούσουμε λέξη από τους μόλις δύο ήρωες της ιστορίας, τον ιδιοκτήτη του αλόγου, έναν αγρότη, και την κόρη του που φροντίζει τον ίδιο, το σπίτι τους και το άλογο, κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά.
Το ασπρόμαυρο φιλμ γεμίζει από εικόνες της καθημερινότητας των δύο ανθρώπων. Ενα μεγάλο σε διάρκεια πλάνο που δείχνει την πλάτη μιας γυναίκας ενώ κοιτάζει έξω από το παράθυρο δίνει τη θέση του σε ένα εξίσου μεγάλο σε διάρκεια πλάνο όπου ο πατέρας κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Οι πατάτες βράζουν στην κατσαρόλα. Ο άνδρας ταλαιπωρείται κάθε ημέρα για να τις φάει ζεματιστές. Το ένα χέρι του αγκυλωμένο. Το σκηνικό πάντα το ίδιο, το εσωτερικό του σπιτιού.
Η ταινία είναι μοιρασμένη σε κεφάλαια («Η πρώτη ημέρα», «Η δεύτερη ημέρα» κ.ο.κ.) τα οποία ελάχιστες διαφορές έχουν μεταξύ τους. Δύο άνθρωποι μάχονται με τα στοιχεία της φύσης. Βγάζουν νερό από το πηγάδι.
Και όλα αυτά ενώ ο μανιασμένος αέρας κρατάει τον ρυθμό της ταινίας, σαν να είναι και αυτός μέρος της μουσικής υπόκρουσης. Το άλογο παραιτείται. Δεν τρώει, δεν πίνει. Σαν να καταλαβαίνει. Και εσύ θες να δεις τι θα γίνει παρακάτω.
Είναι πραγματικά επίτευγμα που μια ταινία τόσο στατική και θεατρική μπορεί να σε συναρπάζει με τον ίδιο τρόπο που κάποτε συνάρπαζαν ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν και ο Καρλ Ντράγερ.
Βαθμολογία: 5
Μηχανή θανάτου
Η «Hanna» (ΗΠΑ, 2011), τελευταία ταινία του Τζο Ράιτ _ η οποία ουδεμία σχέση έχει με το στυλ «εποχής» που έχει καθιερώσει τον βρετανό σκηνοθέτη της «Εξιλέωσης» και της «Περηφάνιας και προκατάληψης» _ αρχίζει με την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης μιας νεαρής κοπέλας ώστε να γίνει μηχανή θανάτου. Ο τίτλος της ταινίας, «Hanna», είναι το όνομα της κοπέλας που υποδύεται η Σαοΐρς Ρόσναν, το εκφραστικότατο «κακό» κορίτσι της «Εξιλέωσης», εδώ σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Η Χάνα βγαίνει στον έξω κόσμο μετά την πολύχρονη εκπαίδευση από τον πατέρα της (Ερικ Μπάνα), απομονωμένοι καθώς ήταν σε κάποια χιονισμένη περιοχή.
Ενα πρωτόγονο πλάσμα που μοιάζει λοβοτομημένο αλλά έχει εκπληκτικές ικανότητες σε όλα _ κυρίως στις πολεμικές τέχνες. Η Χάνα αναγκάζεται να επιβιώσει σε έναν κόσμο άγνωστο και εντελώς ακατανόητο, αφού για κάποιους μυστηριώδεις λόγους την καταδιώκει μια αδίστακτη πράκτορας της CIA (η Κέιτ Μπλάνσετ στο μοχθηρότερό της) μαζί με τους νεοναζιστές-τσιράκια της. Η μόνη «σύμμαχός» της είναι η κόρη μιας περιπλανώμενης ανά την Ευρώπη οικογένειας βρετανών χίπηδων. Αρχικώς η «Χάνα» ανασύρει μνήμες από τη «Νικιτά» του Λυκ Μπεσόν με την Ανν Παριγιό σε έναν αντίστοιχο ρόλο πολεμικής μηχανής που εκπαιδεύεται για να γίνει όπλο μυστικών υπηρεσιών. Ωστόσο ο καμβάς του Τζο Ράιτ είναι πολύ πιο φιλόδοξος στον αισθητικό, στον εικαστικό, αλλά και στον δραματουργικό τομέα. Το όλο στήσιμο θυμίζει «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», μόνο που εδώ η Χώρα των Θαυμάτων είναι ο πραγματικός κόσμος και η Αλίκη το παραμυθένιο πλάσμα. Αλλά το φιλμ δεν σταματά εκεί. Ο μύθος του Φρανκενστάιν και του Τέρατος που κατασκεύασε επανέρχεται επίσης, όπως και ο ναζιστής δρ Γιόζεφ Μένγκελε με τα ανθρώπινα πειράματα που έκανε για να κατασκευάσει κλώνους του Χίτλερ.
Ολα αυτά καταλήγουν σε μια περιπέτεια που παρακολουθείται με περιέργεια.
Παπαγάλοι-σταρ
Η εφετινή κινηματογραφική σεζόν μάς έδωσε αρκετές ταινίες κινουμένων σχεδίων, από το μικρό αριστούργημα «Εγώ ο απαισιότατος» ως το τρίτο «Toy Story» και τώρα το «Rio» (ΗΠΑ, 2011) του Κάρλος Σαλντάνια, δημιουργού των τριών ταινιών «Η εποχή των παγετώνων». Στο «Ρίο», που διαδραματίζεται κατά 90% στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, ένας nerd, μαμμόθρεφτος παπαγάλος από κάποια κωμόπολη των ΗΠΑ, όπου μεγάλωσε υπό την προστασία μιας νεαρής βιβλιοπώλιδος μεταφέρεται στο Ρίο της Βραζιλίας προκειμένου να γίνει ταίρι με έναν θηλυκό παπαγάλο που ανήκει στην ίδια σπάνια ράτσα. Μόνο έτσι θα διασωθεί η ράτσα τους.
Οταν ο παπαγάλος και η παπαγαλίνα θα κλαπούν από έναν μικροαπατεώνα, το δράμα αρχίζει.
Το ίδιο συμβαίνει και με το γέλιο στην έξοχη αυτή ταινία κινουμένων σχεδίων που δημιουργήθηκε από τη φαντασία του βραζιλιάνου σκηνοθέτη Κάρλος Σαλντάνια, στου οποίου το ενεργητικό βρίσκονται η επιτυχημένη τριλογία κινουμένων σχεδίων «Η εποχή των παγετώνων».
Γεμάτη ευρήματα και χυμώδεις χαρακτήρες όπως ένα «κακό» πουλί, ο Νάιτζελ, που αναζητεί τους παπαγάλους, η ταινία σε παίρνει μαζί της από το πρώτο λεπτό και δεν σου επιτρέπει ούτε στιγμή να βαρεθείς. Οσο τη σκέφτομαι, τόσο θέλω να την ξαναδώ!
Βαθμολογία: 4
Μόνη εναντίον όλων
Η «Παράνομη» («Illegal», 2010, Βέλγιο/Γαλλία/Λουξεμβούργο) του Ολιβιέ Μασέτ-Ντεπάς είναι το χρονικό του «Γολγοθά» μιας νεαρής λευκορωσίδας λαθρομετανάστριας στο Βέλγιο από τη στιγμή που συλλαμβάνεται χωρίς χαρτιά στους δρόμους. Κλείνεται στη φυλακή και στόχος των Αρχών είναι η απέλασή της από τη χώρα. Η γυναίκα όμως αρνείται να δώσει τα στοιχεία της και το μόνο που την ενδιαφέρει είναι το παιδί της. Αυτή η σχέση και το ερώτημα «πού μπορεί να καταλήξει» είναι ο παλμός της ταινίας που εξετάζει όλες τις παραμέτρους ενός τέτοιου περιστατικού δίνοντας μια σχεδόν «ντοκυμαντερίστικη» εικόνα τού τι μπορεί να συμβεί σε μια τέτοια κατάσταση.
Για να πάρει πολιτικό άσυλο, όπως κάποια στιγμή ζητεί, η ηρωίδα θα πρέπει να πάει στην Πολωνία που είναι η χώρα εισδοχής της. Αν όμως πάει στην Πολωνία, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα της συμβεί, αφού οι Πολωνοί μισούν τους Ρώσους. Η γυναίκα βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο, ενώ η κάμερα καταγράφει και άλλες περιπτώσεις κρατουμένων βγάζοντας στην επιφάνεια όλον τον κοινωνικό φασισμό που βρίσκεται κρυμμένος στα σπλάχνα της μητρόπολης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τελικά για να βρει το δίκιο της αυτή η ταλαιπωρημένη μόνη γυναίκα που υποδύεται με γνήσιο πάθος η Αννα Κέσενς θα φθάσει ένα βήμα πριν από τον θάνατο και η μόνη νότα αισιοδοξίας σε αυτή την κατάμαυρη ταινία θα έρθει από την αντίδραση του απλού κόσμου μπροστά στη βάναυση μεταχείριση της κοπέλας από τις Αρχές όταν τη μεταφέρουν διά της βίας στο αεροπλάνο.
Βαθμολογία: 3
Μια γυναίκα, δύο άντρες…
Απομονωμένοι σε κάποια ειδυλλιακή παραλία της Κρήτης, οι δύο φίλοι και κεντρικοί ήρωες της ταινίας «Κόκκινος ουρανός» (Ελλάδα, 2011) φυτεύουν μπανάνες με βοηθητικά χέρια από την Αλβανία έχοντας στρέψει την πλάτη τους στον υπόλοιπο κόσμο. Ο ένας (Ορφέας Αυγουστίδης) είναι το μυαλό, ο άλλος (Αποστόλης Τότσικας) η δύναμη. Ολα κυλούν σε ήπιους τόνους, ως τη στιγμή που η παραλία «ζωντανεύει» από μια ξένη (Πίλα Βιτάλα). Τα προβλήματα αρχίζουν…
Αρχικώς είχα την αίσθηση ότι παρακολουθούσα πιλότο τηλεοπτικής σειράς του Χριστόφορου Παπακαλιάτη (κάτι σαν «4»;), σύντομα όμως είδα ότι το έργο της Λάγιας Γιούργου έχει κινηματογραφική υπόσταση. Αναμοχλεύει βέβαια εκ νέου ιδέες από παρελθούσες ταινίες της, όπως η «Λιούμπη», στην οποία και πάλι μια ξένη προκαλούσε θύελλα στο σπίτι μιας ελληνικής οικογένειας (σε εκείνη την περίπτωση ήταν υπηρετικό προσωπικό). Στον «Κόκκινο ουρανό» η «εισβολέας» είναι γερμανίδα τουρίστρια (τυχαία Γερμανίδα άραγε;), η οποία επαγγέλλεται graphic designer και έχει το τουπέ της κοσμοπολίτισσας, που σημαίνει ότι δεν θα επιτρέψει στον εαυτό της να εξαρτηθεί από κανέναν. Ούτε από τη δύναμη του παλικαρά αλλά ούτε και από το μυαλό του «κουλτουριάρη». Είδα καλή δουλειά στους διαλόγους, στην αρχιτεκτονική των φυσικών χώρων της Κρήτης αλλά και στους χαρακτήρες που οι τρεις βασικοί ηθοποιοί υποδύονται παίζοντας χωρίς τις υπερβολές που συνηθίζονται στις ερωτικές _ κυρίως _ σκηνές των ελληνικών ταινιών.
Βαθμολογία: 3
Το αίμα της αλήθειας
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ του δημοσιογράφου Νίκου Μεγγρέλη «Πεθαίνοντας για την αλήθεια» (Ελλάδα, 2011), ένας δημοσιογράφος χάνει τη ζωή του ανά πέντε ημέρες και κάθε χρόνο περισσότεροι από 100 δημοσιογράφοι χάνουν τη ζωή τους στις καυτές περιοχές του πλανήτη.
Μαθαίνουμε ότι μόνο στο Ιράκ περισσότεροι από 350 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα ΜΜΕ σκοτώθηκαν από την αρχή του πολέμου, τον Μάρτιο του 2003, ως σήμερα.
Μόνο που ο Μεγγρέλης δεν θέλησε να κάνει απλώς μια αποκαλυπτική απαρίθμηση στατιστικών στοιχείων, αλλά να μιλήσει επί της ουσίας και με συγκεκριμένα παραδείγματα για τη φύση του επαγγέλματος του πολεμικού ανταποκριτή, αλλά και για τις παγίδες που κρύβονται πίσω από τις μπίζνες της αλήθειας που είναι η ουσία της δουλειάς του δημοσιογράφου.
Μέσα σε 75 λεπτά αναφέρεται στη χειραγώγηση των περισσοτέρων αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης από την κυβέρνηση Μπους, στις αλήθειες και στα ψέματα που μεταδίδονται, αλλά και σε άγνωστες ανθρώπινες ιστορίες, όπως αυτή του ισπανού εικονολήπτη Χοσέ Κόουζο ο οποίος σκοτώθηκε από βολή αμερικανικού τανκ στο ξενοδοχείο Παλεστάιν και της ιταλίδας δημοσιογράφου Τζουλιάνα Σγκρένα, που κρατήθηκε όμηρος ιρακινής τρομοκρατικής οργάνωσης επί έναν μήνα και, όταν απελευθερώθηκε, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε γαζώθηκε από αμερικανική περίπολο, σκοτώνοντας τον ιταλό μυστικό πράκτορα Νικόλα Καλίπαρι, ο οποίος της έσωσε τη ζωή θυσιάζοντας τη δική του. Ακρως ενημερωτικό, με ευαισθησίες, εν τέλει ένα ντοκιμαντέρ που βάζει τα πράγματα στη θέση τους υμνώντας τη σωστή δημοσιογραφία.
Βαθμολογία: 3
Καλοσκηνογραφημένη ασυναρτησία
Με το «Sucker punch» (ΗΠΑ, 2011) ο σκηνοθέτης των «300» Ζακ Σνάιντερ επιστρέφει με ακόμη μία ταινία αισθητικής κόμικς στην οποία ό,τι θέλεις κυριολεκτικά θα το βρεις. Ζόμπι, δράκους, Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «Matrix», «Kill Bill», νοσηρά παιχνίδια του μυαλού, ψυχιατρεία, «Αγγελους του Τσάρλι», «A Team», με μια λέξη τα πάντα! Η καλοσκηνοθετημένη ασυναρτησία του Σνάιντερ έχει ως κεντρική ηρωίδα μια γυναίκα που κλείνεται στο ψυχιατρείο, όπου της πειράζουν βίαια το μυαλό. Ο θεατής βλέπει αυτά που η ηρωίδα φαντάζεται και αυτά που φαντάζεται είναι ένας κόσμος του καμπαρέ και κάτι αποστολές που αναλαμβάνει για τη σωτηρία του κόσμου μαζί με μερικές άλλες κοπέλες που βρίσκονται στη ίδια θέση μ’ εκείνη.
Κουραστικό και εκκωφαντικό, ένας ακαταλαβίστικος εφιάλτης με ωραία κορίτσια σε πρώτο πλάνο, στον οποίο δραματουργικά επιτρέπονται τα πάντα αλλά και τίποτε δεν βγάζει νόημα. Το μοναδικό χάρισμα της ταινίας είναι η στυλάτη εικονογράφηση του χάους αλλά αυτό από μόνο του δεν μου λέει τίποτε.
Βαθμολογία: 1
Αξιολόγηση
εξαιρετική: 5 ,πολύ καλή: 4, καλή: 3, ενδιαφέρουσα: 2, μέτρια: 1, απαράδεκτη: 0 ,χωρίς άποψη: _