Τα υλικά είναι απλά. Κινήσεις καθημερινές, από εκείνες που κάνουμε όλοι. Η διαδρομή από το μπάνιο στο κρεβάτι, από την κουζίνα στο μπαλκόνι, το πίσω, εκείνο με τη θέα στον ακάλυπτο. Αυτά τα υλικά θα χρησιμοποιήσουν ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και η ομάδα του, θα τα συνδυάσουν, θα τα συνθέσουν, θα τα ανακυκλώσουν και θα μας καλέσουν στην παράσταση «ΜΕΣΑ», σε έξι ώρες χωρίς αρχή, μέση και τέλος, για να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με το θέαμα και τις συμβάσεις του. Και γιατί όχι και με τον εαυτό μας;
«Μπορείς να δεις όσο θέλεις, να καθήσεις όπου θέλεις, να βγεις και να επιστρέψεις όσες φορές θέλεις. Το “ΜΕΣΑ” είναι ένα έργο που θα γεννηθεί από τη συνάντηση δύο συνθηκών: μιας παράστασης που συμβαίνει αδιάλειπτα και μιας κατάστασης θεατών που έρχονται, φεύγουν και αλλάζουν θέση μέσα στο θέατρο όποτε επιθυμούν», όπως έλεγε και η πρώτη αφίσα του έργου.
Το θέαμα ως installation, το θέατρο ως γκαλερί, οι θεατές ως επισκέπτες. Ολοι αυτοί οι συσχετισμοί χρειάζονται εξηγήσεις. Για να μην παρανοήσουν οι ανυποψίαστοι και για να μη δημιουργήσουν λάθος προσδοκίες οι μυημένοι. Η προσπάθεια να μην υπάρχουν κενά στην πληροφόρηση είναι εμφανής και συντονισμένη από την πλευρά της δημιουργικής ομάδας. Εχει στηθεί μια ιστοσελίδα στη διεύθυνση mesaproject.gr, ένας διαδικτυακός τόπος που έχει όλες τις απαντήσεις για την παράσταση. Απαντήσεις, αλλά και αποκαλύψεις.
{{{ moto }}}
Στο ξεκαθάρισμα επιμένει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου: «Το όλο concept και σύστημα του “ΜΕΣΑ” το αποφασίζουμε και το αποκαλύπτουμε από πριν, διότι δεν θα θέλαμε να προκαλέσουμε σε κανέναν την αίσθηση της αμηχανίας. Λέμε: “Αν έχεις την περιέργεια, έλα και δες τι θα σου κάνει, με ποιον τρόπο θα σε γοητεύσει, αλλά να ξέρεις από πριν ότι αυτές είναι οι σκέψεις με τις οποίες φτιάχτηκε”. Καθετί χρειάζεται την καλή διάθεση, ωστόσο κάτι το οποίο τοποθετείται σε ένα κεντρικό θέατρο, ενώ θα έβρισκε αλλιώς το κοινό του σε μια γκαλερί, θέλει και μια κουβέντα παραπάνω, γιατί παίζει με την ίδια την ιδέα του θεάτρου. Είναι ωραίο για εμάς να πειραματιζόμαστε και νιώσαμε την ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας για να μπορέσουμε να χαλαρώσουμε όλοι μαζί». Για να χαλαρώσουμε λοιπόν όλοι μαζί ζητήσαμε από τον δημιουργό να λύσει κάποιες δικές μας απορίες και να σχολιάσει τις φωτογραφίες από τις πρόβες του «ΜΕΣΑ».
Το «ΜΕΣΑ» και η μυθοπλασία: «Στο “ΜΕΣΑ” οι άνθρωποι κάνουν την ίδια σειρά πραγμάτων και, ενώ παραμένουν μοναχικοί, δημιουργούνται μεταξύ τους σχέσεις οι οποίες είναι ή καθαρά χωροταξικές ή μέσα από τη χωροταξική τους διάσταση ενθαρρύνουν και μια μυθοπλασία. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα, μπορεί κανείς να το διαβάσει ή όχι, όμως πολλές φορές αισθάνεσαι ότι υπάρχουν συσχετισμοί που έχουν να κάνoυν με την κοινή ανθρώπινη ζωή και τη σχέση ανθρώπων μέσα σε ένα σπίτι».
Η συνθήκη του θεάτρου: «Το “ΜΕΣΑ” δεν καταλύει τη θεατρική σύμβαση, δεν είναι διαδραστικό. Το “ΜΕΣΑ” δεν επιτίθεται. Είναι ανοιχτό για θέαση και προσπαθεί να γονιμοποιήσει με έναν διαφορετικό τρόπο τη συνθήκη του θεάτρου. Θέλει να συναντηθούμε στο κοινό μας μυστικό, απομακρυσμένοι από τη μανία κατανάλωσης ενός θεάματος. Οπως συμβαίνει η ζωή μας, έτσι έρχεται και περνάει και αυτό».
Η σχέση του Δημήτρη Παπαϊωάννου με την παρατήρηση: «Συνδέομαι με τη ζωή κοιτάζοντας. Είναι ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνώ με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Παλαιότερα με τη ζωγραφική και τα κόμικς, αργότερα με τη φωτογραφία και τώρα με τη βιντεοκάμερά μου ανακαλύπτω τη ζωή και την αξία της εκ των υστέρων, σαν μηρυκαστικό, έχοντας κλέψει μια εικόνα. Αποθηκεύω εικόνες, έτσι ζω».
Η Αθήνα και η παρατήρηση: «Η Αθήνα ευνοεί την παρατήρηση. Ο ακάλυπτος, ο οποίος παίζει πολύ στη δική μας τη δουλειά, είναι ένα από τα πιο συγκινητικά και όμορφα πράγματα της ζωής σε αυτήν την πόλη, σε αυτό το χαοτικό σύστημα όπου δεν υπάρχει η αίσθηση της τάξης, δεν ξεκουράζεται πουθενά το μάτι σου. Αυτό που δεν ενθαρρύνει η Αθήνα είναι η ενατένιση. Ακόμη και ο τρόπος ζωής μας, ο σύγχρονος, δεν σου αφήνει το περιθώριο να ξεχνιέσαι σε αυτό που βλέπεις. Πρέπει να πας κάπου ψηλά, να μακρύνει ο ορίζοντας, να φύγει το μάτι, για να αρχίσει να φεύγει και το μυαλό. Επειδή τα πράγματα μάς είναι κοντά, για κάποιον που έχει τα μάτια του ανοιχτά η Αθήνα είναι μία από τις πιο πλούσιες πόλεις για να δει κανείς, αρκεί να μην κυνηγάει αυτό που θεωρείται όμορφο, αρκεί να βρίσκει το όμορφο στην αλήθεια της ζωής που συγγενεύει πάντα με το χάος».
Το ερμηνευτικό ζήτημα: «Αυτό που συζητάμε πολύ στην πρόβα είναι ο ερμηνευτικός τόνος που πρέπει να ανακαλύψει ο καθένας προσωπικά ώστε να βρίσκεται απόλυτα παρών σε αυτές τις στιγμές μέσα στο δωμάτιο, χωρίς να έχει την αίσθηση ότι τον παρατηρεί κάποιος. Αυτό είναι το ερμηνευτικό στοίχημα. Χρειάζεται συναίσθηση της παρουσίας των άλλων ερμηνευτών, αλλά σαν σε ένα παράλληλο σύμπαν. Είναι μια καθαρά χορογραφική σκέψη και μια καθαρά χορευτική ικανότητα αυτή».
On και off: «Ηρθε ένας φίλος στην πρόβα μετά τη φασαρία της δουλειάς του και η πρώτη του αντίδραση ήταν να κοιμηθεί. Σκέφτομαι πόσο γοητευτικό θα ήταν να μη συνοδεύεται αυτή η αντίδραση των θεατών από το αίσθημα της ενοχής και τι ωραία που θα ήταν να ανοίξουν τα μάτια τους και, χωρίς ενοχές, να συνεχίσουν να ονειρεύονται μαζί με εμάς. Είμαστε τόσο “on”, οι καημένοι, όλη την ώρα, που όταν κάποιος μας πει “εντάξει, off τώρα” χαλαρώνουμε αμέσως».
Η επιστροφή στη φωλιά μας: «Αν δεν κοιμηθούμε μπροστά στην τηλεόραση ή διαβάζοντας ένα βιβλίο, αν ξαπλώσουμε και σωπάσουμε, δεν υπάρχει ψέμα πια. Είμαστε αυτό που είμαστε, ήταν η μέρα μας αυτό που ήταν, είναι η αγάπη μας αυτό που είναι και ή το δεχόμαστε ή νιώθουμε κάτι για αυτό και μας παίρνει ο ύπνος. Είναι η στιγμή που το σώμα ολοκληρωτικά γυμνώνεται. Στη διαδικασία αυτής της επιστροφής στη φωλιά υπάρχει μια σταδιακή απέκδυση της πανοπλίας. Είναι η στιγμή που θα δούμε τον άνθρωπο ξαπλωμένο όπως τον γέννησε η μάνα του, όπως είναι αφού πεθάνει, καθαρό από οποιοδήποτε πολιτισμικό στίγμα».
Οι πρόβες και η εξέλιξη: «Από την Ολυμπιάδα και μετά, που δεν χορεύω αλλά έχω τo προνόμιο και τη δυνατότητα να κάνω πολλές παραστάσεις του ίδιου έργου, συνειδητοποίησα ότι υπάρχει ένας πρώτος ογκόλιθος, η πρεμιέρα, όπου αυτό που παρουσιάζεις πρέπει να είναι σαφές και να έχει βρει όσο περισσότερο γίνεται τον εαυτό του. Μετά αρχίζει μια δεύτερη περιπέτεια. Μπορεί κατά τη διάρκεια των παραστάσεων ένα έργο να αλλάξει τόνο δραματικά. Η “Μήδεια 2” από την πρώτη παράσταση ως την τελευταία ήταν ένα τελείως διαφορετικό έργο, ήταν εκτυφλωτική η εξέλιξή της. Δεν ξέρω αν αυτός είναι ένας τρόπος να κρατώ την πατρότητα της παράστασης και τη σχέση μου με αυτή, γιατί δεν θέλω να την αφήσω, πάντως είναι σίγουρο ότι το έργο εξελίσσεται αν ενώ παίζεται προβάρεται ταυτόχρονα. Μπορεί να είναι δική μου νεύρωση, αλλά δεν θα δεις ποτέ κανέναν να σέρνεται πάνω στη σκηνή. Είναι πολύ πιο γόνιμο για όλους, παρ’ ότι κουραστικό. Οι περισσότεροι, επειδή έχουν ξαναδουλέψει μαζί μου, ξέρουν ότι θα περάσουμε καλά, αλλά θα σκοτωθούμε και στην κούραση».
Το «ΜΕΣΑ» δεν είναι διαδραστικό, αλλά μία θέση στην παράσταση είναι ανοιχτή κάθε ημέρα για έναν θεατή: «Αυτό που κάνουν οι χορευτές, αν το απομονώσεις ως κίνηση, είναι πολύ απλό. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζεται με τα άλλα στοιχεία της παράστασης είναι τρομακτικά πολύπλοκος. Εμείς δεν θα ζητήσουμε από τον θεατή τους πολύπλοκους συνδυασμούς. Εμείς θα του ζητήσουμε, αν φυσικά το θέλει, να κάνει το απλό μαζί μας. Θα του μάθουμε την απλή σειρά κινήσεων για να την κάνει μόνος του ή παρέα με κάποιον από εμάς, πρώτον γιατί είναι ένα παιχνίδι και, δεύτερον, επειδή κάποιος μπορεί να γοητεύεται από την ιδέα να μοιραστεί με τον κόσμο αυτήν τη συμβολική προσωπική στιγμή. Η παράσταση θα κερδίσει ενδεχομένως από τη ζωντανή ενέργεια ενός θεατή ένα στίγμα πραγματικότητας παραπάνω – έτσι σαν γεύση».
* To «ΜΕΣΑ» θα παίζεται στο θέατρο Παλλάς από τις 13 Απριλίου έως τις 15 Μαΐου (από Τετάρτη έως Κυριακή, 17.30-23.30). Πληροφορίες στο τηλ. 210 3213 100.
* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 3 Απριλίου 2011.