Είναι αρχές Φεβρουαρίου και στην πίστα Ρικάρντο Τόρμο της Βαλένθια όλοι τρέχουν. Τα λάστιχα ζεσταίνονται, οι μηχανές μαρσάρουν, οι άνθρωποι κάνουν τις τελευταίες συνεννοήσεις και έπειτα από δέκα εβδομάδες ανάπαυσης όλα παίρνουν ζωή.

Τα πρώτα ανεπίσημα δοκιμαστικά της Formula 1 για το 2011 είναι έτοιμα να ξεκινήσουν. Το κλίμα είναι γνώριμο, όλες οι ομάδες ετοιμάζονται, αρκετοί ανυπόμονοι θεατές έχουν καταφθάσει ήδη.

Δεν είναι δύσκολο να βρεις το περίπτερο της Red Bull Racing Team. Ενα τεράστιο λυόμενο κτίσμα από μέταλλο και γυαλί, επιβλητικό και πολύχρωμο, ξεχωρίζει δίπλα στην πίστα. Ο κόσμος είναι συγκεντρωμένος απέξω, όλοι περιμένουν να δουν το RB7, το νέο αυτοκίνητο μιας ομάδας που δημιουργήθηκε πριν από έξι χρόνια και μόλις πέρυσι κατέκτησε κάθε διαθέσιμο τίτλο. Και το πρωτάθλημα κατασκευαστών και αυτό των οδηγών.

Υπάρχουν και καμιά εκατοστή δημοσιογράφοι και φωτογράφοι που περιφέρονται με ανυπομονησία στον χώρο. Ενας όγκος αυτοκινήτου, καλυμμένος από με μακρύ ύφασμα σε χρώμα κόκκινο και χρυσό, ρυμουλκείται έξω από το γκαράζ. Ο Σεμπάστιαν Φέτελ και ο Μαρκ Γουέμπερ, ντυμένοι αγωνιστικά, με κράνη και φόρμες, εμφανίζονται με κινηματογραφικό τρόπο και λίγο αργότερα τραβούν με μια συντονισμένη κίνηση το ύφασμα.

Το πρωινό αλλάζει χρώμα για λίγο, κυρίως λόγω των φλας που αστράφτουν. Οι περισσότεροι κοιτούν μια το αυτοκίνητο και μια τον 34χρονο Αυστριακό Μαρκ Γουέμπερ, που τερμάτισε τρίτος το 2010, και κυρίως τον Φέτελ, τον τωρινό παγκόσμιο πρωταθλητή και, μόλις στα 23 του, τον νεότερο κάτοχο του τίτλου στις έξι δεκαετίες ζωής της F1.

Δέκα εβδομάδες δεν είναι αρκετός χρόνος για να κατασκευαστεί ένα μονοθέσιο. Ο Κρίστιαν Χόρνερ, διευθυντής της εταιρείας, μιλάει για το RB7 και όσο αισιόδοξος και αν είναι, δεν μπορεί να μην κρύψει το βιαστικό του πράγματος.

«Δεν έχει κατασκευαστεί ποτέ σε τόσο σύντομο διάστημα ένα μονοθέσιο», λέει, «πριν από πέντε ημέρες αυτό που βλέπετε ήταν μια συλλογή ανταλλακτικών – κάποια κομμάτια ήταν πεταμένα στο γκαράζ, κάποια άλλα βρίσκονταν στο ψυγείο».

Στο ψυγείο; «Εκεί κρατάμε τα ανθρακονήματα από τους κυλίνδρους» διευκρινίζει με επαγγελματική ακρίβεια. Το αυτοκίνητο έχει διαφορές σε σχέση με το περυσινό. Είναι λίγο πιο ψηλό από το RB6, ωστόσο τα μάτια των λιγότερο έμπειρων στα τεχνικά θέματα – όμως περισσότερο υποψιασμένων – σταματούν στην αρίθμηση: Αυτό που παρουσιάστηκε είναι το νούμερο 1. Ακολουθεί και το νούμερο 2.

Το 1 ανήκει στον Σεμπάστιαν Φέτελ, το 2 στον Μαρκ Γουέμπερ. Ο μικρός πρώτος, ο πιο έμπειρος δεύτερος. Οι αριθμοί της ματαιοδοξίας της Formula 1. Στην πραγματικότητα αυτοί οι αριθμοί δεν έχουν τόση σημασία όση έχουν τα 23 χρόνια του περυσινού πρωταθλητή – η ηλικία αποτελεί αναπόφευκτη αναφορά σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τον Φέτελ.
{{{ moto }}}
Το 2006, στα δοκιμαστικά του Γκραν Πρι της Κωνσταντινούπολης, όταν ήταν 19 ετών και 53 ημερών, έγινε ο νεαρότερος οδηγός στην ιστορία της Formula 1.

Το 2007, στο Γκραν Πρι της Αμερικής, έγινε ο νεαρότερος οδηγός που κέρδισε βαθμούς. Το 2008, στην Ιταλία, έγινε ο νεαρότερος που πήρε ποτέ pole position. Τελικά, εκείνη την ημέρα κέρδισε και έγινε – και πάλι – ο νεαρότερος που το έχει καταφέρει, σε ηλικία 21 ετών και 73 ημερών. Είναι η πρώτη φορά που τόσο ο Φέτελ όσο και ο Γουέμπερ αντικρίζουν ολοκληρωμένο το μονοθέσιο.

Ο Φέτελ μοιάζει ήρεμος αλλά σκεπτικός. Ισως αναρωτιέται με τη χαρακτηριστική παιχνιδιάρικη διάθεσή του τι όνομα να δώσει εφέτος στο αυτοκίνητό του.

Τα προηγούμενα είχαν ονόματα όπως «Τζούλια», «Κέιτ», «Η βρώμικη αδελφή της Κέιτ» και «Μάντι». Ο Γουέμπερ σκύβει και κάτι λέει στον Φέτελ. Γελάνε αμήχανα. Η γνωστή ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στους δύο οδηγούς έρχεται κατευθείαν στο μυαλό. Ως τα μέσα της περασμένης σεζόν, ο Γουέμπερ είχε περισσότερους βαθμούς.

Το τέλος της βρήκε τον Φέτελ νικητή, με τις φήμες ότι η Red Bull έδινε περισσότερη σημασία στον πιτσιρικά να φουντώνουν. Η δήλωση του Γουέμπερ πέρυσι στη Βραζιλία ότι «δεν νιώθω να υπάρχει συναισθηματική υποστήριξη από την ομάδα» δεν βοήθησε αρκετά ώστε να πάψουν τα κουτσομπολιά.

Εφέτος; «Είναι λογικό να υπάρχει ένταση όταν έχεις δύο οδηγούς να διαγωνίζονται για το μεγαλύτερο τρόπαιο» εξηγεί ο Χόρνερ λίγο αργότερα. «Ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής σου είναι ο συμπαίκτης σου: Είναι ο μόνος που έχει ακριβώς τον ίδιο εξοπλισμό με εσένα και αν προσθέσεις στην εξίσωση την πίεση του πρωταθλητισμού και τον εγωισμό, καταλαβαίνεις ότι έχεις πρόβλημα».

Πέρυσι, στον 41ο γύρο του Γκραν Πρι της Κωνσταντινούπολης, ο ένας έπεσε πάνω στον άλλον όταν ο Φέτελ προσπάθησε να προσπεράσει τον Γουέμπερ, ο οποίος εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στην πρώτη θέση.

Οταν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο το 2007, ο Γουέμπερ είχε πει απαξιωτικά «τα παιδιά, τα κάνουν όλα σκ…». Στην Κωνσταντινούπολη, ο Φέτελ ήταν αυτός που αντέδρασε άσχημα. Την ώρα που τα τρακαρισμένα μονοθέσιά τους κατευθύνονταν προς τα πιτς, έκανε μια χειρονομία προς την πλευρά του Γουέμπερ λέγοντας «τρελάθηκες;».

Οι δημοσιογράφοι άρχισαν τις συγκρίσεις, θύμισαν ότι το ίδιο είχε συμβεί και με τον Μίχαελ Σουμάχερ όταν το 1994 έπεσε πάνω στον συμπαίκτη του Ντέιμον Χιλ, αλλά και το 1997, όταν συγκρούστηκε με τον Ζακ Βιλνέβ.

Η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη: Ο – συμπατριώτης του – Φέτελ, την έχει συνηθίσει. Οταν είσαι Γερμανός, νεαρός και πρωταθλητής της Formula 1, είναι λογικό να ζεις διαρκώς στη σκιά του Σουμάχερ. Ενα από τα παρατσούκλια του είναι «Baby Schumi».

Ο Φέτελ, όπως κάθε αθλητής, δεν δέχεται αυτήν την ιστορία, τον ενοχλεί. «Προτιμώ να με λένε ο νέος Φέτελ, παρά ο νέος Σουμάχερ» λέει διαρκώς. Αλλά πρέπει να μάθει να ζει με αυτό.

Ο Σουμάχερ, ακόμη και (ή μάλλον ειδικά) στα νιάτα του, ήταν εξαιρετικά επιθετικός οδηγός. Στην πραγματικότητα οι χαρακτήρες τους μοιάζουν διαφορετικοί. Ο Φέτελ είναι λιγότερο έντονος άνθρωπος, πιο ανοιχτός, πιο συναισθηματικός από τον Σουμάχερ. Οταν του ανακοινώθηκε από το μικρόφωνο ότι η νίκη του πέρυσι στο Αμπου Ντάμπι τού έδινε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, ακούστηκε ένας λυγμός και λίγο αργότερα τα λόγια του μέσα σε αναφιλητά προς τους συνεργάτες του στα πιτς «σας αγαπώ, παιδιά».

Υπάρχουν και πολλές άλλες ιστορίες σεμνότητας, όπως αυτή που διηγείται ένας μηχανικός της ομάδας, ο Ολε Σακ: «Πριν από λίγα χρόνια, όταν ταξιδεύαμε προς το Μπαχρέιν, βγαίνοντας από το αεροπλάνο, πήγε και κουβάλησε και στοίχισε στη σειρά τις τσάντες μας». Η ιεραρχία της ηλικίας.

Η καταγωγή του Φέτελ είναι από το Χέπενχαϊμ, περίπου 80 χιλιόμετρα έξω από τη Φραγκφούρτη. Ο πατέρας του Νόρμπερτ ήταν επιπλοποιός που για χόμπι έτρεχε με Golf GTi, η μητέρα του Χέικε μια συνηθισμένη νοικοκυρά. Ο αδελφός του πηγαίνει ακόμη στο σχολείο, η μία αδελφή του είναι φυσιοθεραπεύτρια που δουλεύει με παιδιά με ειδικές ανάγκες και η άλλη οδοντοτεχνίτης.

Οταν ο Φέτελ αγωνίζεται στην Ευρώπη, ο πατέρας του παίρνει το βαν που είχε για κάμπινγκ και κατασκηνώνει έξω από τα γκραν πρι για να δει από κοντά τον γιο του. Ουσιαστικά είναι υπεύθυνος για όλα.

Η καριέρα του Σεμπάστιαν ξεκίνησε όταν ήταν τριών ετών, όπως όλες οι ιστορίες, με ένα δώρο από τον πατέρα του: ένα μικρών διαστάσεων αυτοκίνητο καρτ. «Θυμάμαι ότι ξεκίνησε κάνοντας κύκλους γύρω από την αυλή» λέει ο Νόρμπερτ. «Μετά φτιάξαμε στον κήπο μια πίστα με παλιά λάστιχα. Μια άλλη φορά, για να το δυσκολέψω, έβρεξα με το λάστιχο την “πίστα”. Ηταν ένας περίεργος τρόπος να κρατήσουμε το παιδί μας εντός των ορίων του σπιτιού».

Σε ηλικία επτά ετών ο Σεμπάστιαν είχε κερδίσει κάθε πιθανό διαγωνισμό στα καρτ και τότε ο πατέρας του πείστηκε ότι ο γιος του ήταν προικισμένος με ένα σπάνιο ταλέντο. Το 1995, σε ηλικία οκτώ ετών, εμφανίστηκε στη ζωή του ο Γκέρχαρντ Νόακ, ο θρυλικός κυνηγός ταλέντων οδηγών της Formula 1 – ο ίδιος που είχε ανακαλύψει προ δεκαετιών τον Μίχαελ Σουμάχερ.

Ο Νόακ θυμάται: «Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι ο μικρός ξέρει να οδηγεί το καρτ καλύτερα από όλους όσους είχα δει. Ηταν γρήγορος από τη φύση του. Και πάνω από όλα ήταν ένα ευγενικό παιδί που κοκκίνιζε όταν του μιλούσες και έλεγε διαρκώς “ευχαριστώ”. Τις ημέρες των αγώνων εμφανιζόταν πρώτος στην πίστα και έφευγε τελευταίος. Συζητούσε με τους μηχανικούς, τους ζητούσε ακριβώς αυτό που ήθελε, προσπαθούσε να μάθει πράγματα και διέθετε όλα εκείνα τα προσόντα που κάνουν έναν πιτσιρικά εν δυνάμει παγκόσμιο πρωταθλητή. Ακριβώς τα ίδια με τον Μίχαελ: αντοχή, μαχητικό πνεύμα, υπερηφάνεια, εγωισμό και κυρίως την αδιαπραγμάτευτη επιθυμία να είναι πάντα, μα πάντα, ο καλύτερος».

Στη Βαλένθια, κάθε φόβος, κάθε αμφιβολία για το κατά πόσον το RB7 είναι αξιόμαχο και γρήγορο διαλύεται όταν ο Φέτελ καταφέρνει έναν γύρο 0,169 δευτερόλεπτα γρηγορότερα από κάθε άλλο αυτοκίνητο. Ο Γουέμπερ εκείνη την ημέρα έχει ρεπό.

Ο Φέτελ κάθεται στα πιτς, είναι ιδρωμένος και δεν μοιάζει ενθουσιασμένος με τον χρόνο του
– περισσότερο ανακουφισμένος δείχνει για το ότι το αυτοκίνητο επέστρεψε ανέπαφο στη βάση του: «Το αυτοκίνητο κατασκευάστηκε τελευταία στιγμή. Δεν υπάρχουν ανταλλακτικά, δεν υπάρχει τρόπος να φτιαχτεί ξανά. Αν κάτι πήγαινε στραβά, αυτό ήταν, θα μαζεύαμε τις βαλίτσες μας και θα πηγαίναμε στο σπίτι μας. Μερικές φορές δεν μετράει μόνο η ταχύτητα αλλά και το να επιστρέψεις το αυτοκίνητο χωρίς γρατσουνιά».

Η μετριοφροσύνη του μοιάζει ειλικρινής. Φαίνεται να γνωρίζει ότι ο συνδυασμός τύχης και ταλέντου τον έχει φέρει στην προνομιακή θέση του πιο γρήγορου οδηγού στον κόσμο. Και όλα αυτά ξεκίνησαν, όπως όλες οι επιτυχημένες ιστορίες, σαν ένα χόμπι.

«Τα καρτ ήταν μια παιδική ιστορία. Μετά ξεκίνησα στα μηχανοκίνητα, αλλά ήμουν πολύ διστακτικός. Αν έπρεπε κάποιος να ποντάρει στην επιτυχία μου όταν ξεκινούσα, μάλλον θα τον απέτρεπα. Καθετί έχει το ρίσκο του, αλλά στην περίπτωσή μου ήταν πολύ μεγάλο. Τι θα συνέβαινε αν έσπαγα το πόδι μου ή είχα ένα ατύχημα στο ξεκίνημά μου; Τι θα συνέβαινε αν τα χρήματα δεν επαρκούσαν; Και αν κάτι στράβωνε; Σε αυτόν τον χώρο κανείς δεν νοιάζεται για το αν είχες μια καλή χρονιά πριν από δύο χρόνια. Κάθε χρονιά, κάθε εβδομάδα, κάθε ημέρα πρέπει να είσαι καλύτερος».

Ο Φέτελ ίσως αγνοεί τα μυστικά του τζόγου. Οτι όσο πιο μεγάλο είναι ένα ρίσκο τόσο μεγαλύτερα είναι και τα οφέλη – και στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για μεγάλα οφέλη. Ο Φέτελ, που κάνει ο ίδιος τις διαπραγματεύσεις και όχι μέσω μάνατζερ, με ομάδες και χορηγούς, υπολογίζεται ότι εφέτος μόνο κέρδισε 9 εκατ. ευρώ.

Ο Γουέμπερ, κέρδισε τα μισά. Ανεξαρτήτως χρημάτων, η οικογένεια είναι πάντα πίσω από όλα. Στην περίπτωση του Φέτελ ήταν αυτή που έπαιρνε το «χόμπι» του γιου της πάρα πολύ σοβαρά. «Δεν πηγαίναμε διακοπές», θυμάται ο Φέτελ, «επίσης οι γονείς μου επένδυσαν πάρα πολλά χρήματα. Κάθε Σαββατοκύριακο ήμασταν στην πίστα του καρτ. Τον χειμώνα δεν πηγαίναμε για σκι, το καλοκαίρι δεν πηγαίναμε στη θάλασσα. Αλλά, για μένα τουλάχιστον, δεν ήταν μόνο δουλειά και τελειομανία. Ηταν και διασκέδαση».

Από την ηλικία των 12 ετών είχε χορηγό τη Red Bull, με ένα πενιχρό ποσό σε σύγκριση με την τωρινή εύρωστη εποχή του, περίπου 2.500 ευρώ. Τα ποσά άρχισαν να αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο, το ίδιο και η πίεση. Και η ζωή του ήταν τόσο μπερδεμένη που στις αρχές του 2006, μαζί με κάποιους συμμαθητές του, έκανε βόλτες στα γερμανικά πανεπιστήμια, ψάχνοντας να σπουδάσει κάτι που να του ταιριάζει.

«Σκεφτόμουν μια τεχνική εκπαίδευση, κάτι που να είχε να κάνει με τις μηχανές. Εκεί θα ήμουν τώρα, θα σπούδαζα μάλλον, αν… Δεν ξέρω τι θα έκανα. Είναι περίεργη η ζωή μερικές φορές».

Εκείνο το καλοκαίρι, μετά τις εξετάσεις στο σχολείο, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να χαλαρώσει, να αποφορτιστεί. «Οδηγούσα από τη Γερμανία προς την Αθήνα και μου φαινόταν ότι θα μου πάρει αιώνες ώσπου να φτάσω. Επειτα από δύο ημέρες, ενώ ήμουν ακόμη στον δρόμο, με πήρε στο κινητό ο Μάριο Θίσεν, ο επικεφαλής της ομάδας της Sauber. Μου είπε: “Αποφασίσαμε να σε δοκιμάσουμε και θα το κάνουμε μεθαύριο στην Τουρκία”. Είπα Οk, μάζεψα τα πράγματά μου, έκανα αναστροφή και οδήγησα προς την Ελβετία στο εργοστάσιο της Sauber. Κάπως έτσι μπήκα στην F1 σαν οδηγός δοκιμών». Και ύστερα ήρθαν οι φιλοδοξίες.

Ενας μικρός μαθητής φεύγει από το σχολείο και μπαίνει στον κόσμο της Formula 1. Αυτό σημαίνει σίγουρα ότι δεν ζει όπως ένας τυπικός συνομήλικός του. Εχει καθόλου προσωπική ζωή; Αυτήν τη χρονιά την έχει περάσει οδηγώντας, ταξιδεύοντας και κάνοντας γυμναστική – σκληρή γυμναστική – με τον Ρόμι Παρμακόσκι, τον φινλανδό προπονητή του. Εχει δεσμό με μια κοπέλα, την Αννα, που είναι φοιτήτρια. Δεν μοιάζει να ενστερνίζεται το λάιφσταϊλ του πλεϊμπόι, την εγωπάθεια που διακρίνει αρκετούς οδηγούς.

Ο ίδιος νοιάζεται κυρίως για την αδρεναλίνη της ταχύτητας. «Θυμάμαι το πρώτο μου δοκιμαστικό στην F1. Μετά τους πρώτους πέντε γύρους επέστρεψα στα πιτς και προσπάθησα να το παίξω άνετος. “Ε, κανένα πρόβλημα, το ελέγχω το θέμα” έλεγα στους τεχνικούς. Στην πραγματικότητα, ένιωθα κυριολεκτικά χαμένος. Ελεγα από μέσα μου: “Μπράβο σου που έτρεξες και δοκίμασες ένα μονοθέσιο, αλλά αυτός είναι ένας κόσμος για άνδρες. Μάλλον δεν σου κάνει”. Με είχε κυριεύσει ένα περίεργο συναίσθημα. Από τη μία το άγχος, από την άλλη η λατρεία. Λατρεύω να οδηγώ αυτά τα αυτοκίνητα. Το ζω με όλες τις αισθήσεις μου, απολαμβάνω τα πάντα: τη φυσική, τη δύναμη, τα φρένα, την επιτάχυνση και τις στροφές. Μερικές φορές, περπατώντας χαλαρός στην πίστα, βλέπω κάποιες στροφές και όταν συνειδητοποιώ ότι λίγο πριν τις έπαιρνα με ταχύτητα 260 χιλιόμετρα την ώρα, σκέφτομαι: “Μάλλον είσαι ηλίθιος”. Αλλά μέσα στο μονοθέσιο είσαι άλλος άνθρωπος. Δεν το σκέφτεσαι καν».

Ο φόβος περνάει αναπόφευκτα από το μυαλό του. Ο Φέτελ θυμάται τη συνάντησή του με έναν ηλικιωμένο γερμανό οδηγό αγώνων πριν από δυο χρόνια. Ο παλιός οδηγός τού έδωσε μια λίστα με τους οδηγούς που έχουν σκοτωθεί στη Formula 1 από το 1950 ως σήμερα.

«Αυτοί οι τύποι είχαν την ίδια τρέλα με μένα. Εντάξει, οι εποχές ήταν διαφορετικές, τα αυτοκίνητα επίσης – αλλά η βασική ιδέα ήταν η ίδια. Σήμερα τα αυτοκίνητα είναι πιο ασφαλή. Σίγουρα υπάρχει ρίσκο, τα πάντα μπορούν να συμβούν. Αν χάσεις τον έλεγχο και πηγαίνεις με μια τρελή ταχύτητα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτε, τίποτε απολύτως για να αποτρέψεις τη σύγκρουση. Αυτό το συναίσθημα είναι τρομακτικό. Υποθέτω ότι αν βρίσκεσαι σε ένα αεροπλάνο που πρόκειται να συντριβεί, νιώθεις κάτι ανάλογο».

Ενας καλός οδηγός, όμως, χρειάζεται ένα εξίσου καλό αυτοκίνητο για να λάμψει. Και ένα καλό αμάξι θέλει έναν ακόμη καλύτερο σχεδιαστή. Αρκετοί από όσους παρακολουθούν F1 γνωρίζουν το μυστικό πίσω από την ομάδα της Red Bull: Τον Αντριαν Νιούι, τον αεροδυναμιστή επικεφαλής τεχνικό της ομάδας. Ο Νιούι δεν έχει δουλέψει απλώς με τους καλύτερους. Είναι και ο ίδιος ο καλύτερος. Είναι ο μοναδικός που έχει δημιουργήσει τρία διαφορετικά αυτοκίνητα που έχουν πάρει πρωτάθλημα. Ενα με τη Williams, ένα με τη McLaren και το τελευταίο με τη Red Bull.

Τον ρωτάω τι είναι αυτό που κάνει τον Φέτελ να ξεχωρίζει. Δεν δυσκολεύεται να απαντήσει. «Είναι ένας πολύ έξυπνος τύπος που σκέφτεται πολύ. Ξέρει τι κάνει και δεν ξιπάζεται για αυτό. Το αντίθετο, προσπαθεί να μάθει από καθετί που συμβαίνει στην καθημερινότητα. Οπως και οι άλλοι μεγάλοι οδηγοί, θα καθήσει το απόγευμα και θα μελετήσει όλες τις λεπτομέρειες της ημέρας, θα κρατήσει σημειώσεις, θα τα εξετάσει όλα από κάθε πιθανή οπτική και θα ψάξει τι ακριβώς χρειάζεται να αλλάξει για να γίνει καλύτερος. Προφανώς, όπως κάθε αθλητής αυτού του επιπέδου», συνεχίζει, «είναι ένα αποτέλεσμα γενετικής τύχης και σκληρής δουλειάς. Μερικές φορές βλέπεις λιγότερο ταλαντούχους οδηγούς να δουλεύουν σκληρά και να καταφέρνουν πράγματα. Κάποιοι άλλοι είναι ταλαντούχοι, αλλά τεμπέληδες. Αυτοί με ενοχλούν περισσότερο. Αλλη μια αρετή που έχει ο Φέτελ είναι ο ειλικρινής ενθουσιασμός του απέναντι σε όλα. Είναι προνοητικός και ευθύς, ειλικρινής στις απόψεις του, οι οποίες για ένα παιδί της ηλικίας του είναι αξιοσημείωτες. Υπάρχουν αθλητές που δεν καταφέρνουν να έχουν τόση αυτοπεποίθηση, ούτε καν όταν φτάσουν τα 30».

Ο Φέτελ έχει ακόμη δρόμο μπροστά του. Αυτή η σεζόν για τη Formula 1 είναι πρωτοφανής. Εχουν ήδη προγραμματιστεί 20 γκραν πρι. Η Ferrari και ο Αλόνσο ετοιμάζονται να αντεπιτεθούν. Η McLaren και ο Χάμιλτον έρχονται με δίψα στους αγώνες. Ο Μαρκ Γουέμπερ, κοντά στο τέλος της καριέρας του, ξέρει ότι πρέπει να ρεφάρει για την περυσινή σεζόν. Αλλά ο Φέτελ είναι έτοιμος να παλέψει. Το λέει με έναν πιο ευγενικό τρόπο.

«Εχω μείνει δέκα εβδομάδες μακριά από την F1 και όταν άναψα τη μηχανή εδώ στη Βαλένθια, όταν το αυτοκίνητο άρχισε να δονείται, έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελά. Μετά άρχισα τους γύρους και, καθώς οδηγούσα, σκεφτόμουν: “Τι μπορεί να είναι καλύτερο από αυτό; Εχω το αυτοκίνητό μου, ο γαλάζιος ουρανός είναι μπροστά μου και όλα φαίνεται να πηγαίνουν καλά…”».

* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 26-27 Μαρτίου 2011.