ΤΟ ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΟ δαχτυλίδι του πρωταθλητή του ΝΒΑ με τους Σαν Αντόνιο Σπερς το 2005 δεν στέρεψε την… κλεψύδρα της φιλοδοξίας του Ράντοσλαβ (Ράσο) Νεστέροβιτς. Το πεπρωμένοάλλωστετου 34χρονου σλοβένου σέντερ ήταν να αγωνιστεί έστω και προς τη δύση της αθλητικής διαδρομής του υπό τις οδηγίες του κ. Ντούσαν Ιβκοβιτς. Και αφού αυτό δεν εκπληρώθηκε πριν από 17 χρόνια στον ΠΑΟΚ με το…
ελληνικό επώνυμο « Μακρής »,ήλθε το πλήρωμα του χρόνου για να τον φέρει στον Ολυμπιακό, στον οποίο μαζί με τον κόουτς «Ντούντα»,τον Βασίλη Σπανούλη και τους άλλους Ερυθρόλευκους θα διεκδικήσουν τα πρωτεία από τον μόνιμο πρωταθλητή Ελλάδος
Παναθηναϊκό. Ο έμπειρος παίκτης «άνοιξε» την καρδιά του στο «Βήμα της Κυριακής» και με την ηρεμία που τον διακρίνει απάντησε ακόμη και σε ερωτήματα που αφορούν τη (φανταστική) σύνδεσή του με την Ελλάδα…

– Στην καριέρα σου είχες την τύχη να αγωνιστείς δίπλα σε ορισμένα από τα κορυφαία ονόματα του παγκόσμιου μπάσκετ. Ντανίλοβιτς, Σάβιτς, Ριγκοντό, Γκαρνέτ, Ντάνκαν,Τζινόμπιλι,Μπος είναι κάποιοι μόνον από τους πρώην συμπαίκτες σου. Ποιοι όμωςέχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά σου;

«Οταν ήμουν μικρός με είχαν βοηθήσει πάρα πολύ ο Σάβιτς και ο Ντανίλοβιτς. Θα τους είμαι πάντα ευγνώμων γιατί μαζί τους στη Βίρτους Μπολόνια δεν βελτιώθηκα απλώς ως παίκτης αλλά έγινα και καλύτερος άνθρωπος. Στα χρόνια που αγωνίστηκα στο ΝΒΑ κατατάσσω στην υψηλότερη θέση τον Τιμ Ντάνκαν, γιατί συγκεντρώνει όλα τα χαρίσματα μαζί: φοβερός παίκτης, εξαιρετικός χαρακτήρας και ηγετική φυσιογνωμία. Αυτοί οι τρεις παίκτες έχουν σημαδέψει την καριέρα μου και δεν πρόκειται να τους ξεχάσω ποτέ όσο ζω».

– Με την εμπειρία σου,εκτιμάς ότι ο Βασίλης Σπανούλης θα μπορούσε να καθιερωθεί στο ΝΒΑ, όπου αγωνίστηκε μόνο έναν χρόνο με τους Χιούστον Ρόκετς και επέστρεψε στην Ελλάδα;

«Ισως ναι, γιατί όχι; Ο Μπίλι βρέθηκε σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση στο Χιούστον, όπου ο κόουτς Βαν Γκάντι δεν τον εμπιστευόταν ιδιαίτερα. Ηταν ρούκι, ερχόταν από την Ευρώπη, όλα αυτά λειτούργησαν αρνητικά και είμαι σίγουρος ότι το σκέφτηκε καλά και πήρε την ορθότερη απόφαση για την καριέρα του. Εκτιμώ ότι δεν ήθελε να σπαταλήσει άλλον ένα ή δύο χρόνια για να κάθεται στον πάγκο. Ο Μπίλι λατρεύει το παιχνίδι και δεν θα το άντεχε».

– Δεδομένου ότι έχεις συνυπάρξει με σπουδαίους δημιουργούς στο ΝΒΑ, όπως οι Τόνι Πάρκερ, Τσόνσι Μπίλαπς, Χοσέ Καλντερόν, πόσο σημαντικό είναι να αγωνίζεσαι πλάι σε ικανούς δημιουργούς, όπως οι Σπανούλης, Μίλος Τεόντοσιτς και Θοδωρής Παπαλουκάς, στον Ολυμπιακό;

«Οταν έχεις στην ομάδα σου δημιουργούς όπως ο Μπίλι, ο Τέο και ο Μίλος όλα γίνονται εύκολα και εσύ έχεις μόνο την ευθύνη να βάλεις την μπάλα στο καλάθι. Αυτοί οι παίκτες έχουν το χάρισμα να σε βρίσκουν την κατάλληλη στιγμή και εμείς οι ψηλοί εξαρτόμαστε από την ακρίβειά τους. Αν η πάσα τους δεν είναι καλή, τότε δυσκολεύει η ζωή του ψηλού. Με αυτά τα τρία παιδιά όμως είμαστε ευτυχισμένοι στον Ολυμπιακό».

– Αυτούς τους μήνες που βρίσκεσαι στον Ολυμπιακόείχες την ευκαιρία να συζητήσεις με τους διεθνείς για εκείνο το παιχνίδι Ελλάδας- Σλοβενίας στο Ευρωμπάσκετ 2009 της Ισπανίας;Η ομάδα σου είχε προβάδισμα 12 πόντων 2΄40΄΄ πριν από τη λήξη και όμως… χάσατε και αποκλειστήκατε από τα ημιτελικά!

«Εκείνος ο αποκλεισμός ήταν από τους πιο οδυνηρούς που έχω βιώσει στην καριέρα μου. Ακόμη με πονάει και δεν μπορώ να πιστέψω ότι είχαμε χάσει από την Ελλάδα. Ηταν μια πολύ ιδιαίτερη διοργάνωση για το σλοβενικό μπάσκετ, υπό την έννοια ότι ήμασταν τρεις-τέσσερις έμπειροι παίκτες και όλα τα άλλα παιδιά ήταν νεαρά και με φτωχές παραστάσεις. Αν πηγαίναμε στον ημιτελικό θα ήταν σπουδαία επιτυχία, αλλά η Ελλάδα ήταν μάλλον πιο έτοιμη από μας. Αν γυρίζαμε πίσω τον χρόνο και παί ζαμε δέκα φορές το ίδιο ματς ίσως να μη γινόταν αυτή η απίθανη ανατροπή. Αξίζουν όμως συγχαρητήρια στην Ελλάδα για τη νίκη».

– Την Τετάρτη 12 Ιανουαρίου ο Ολυμπιακός θα αντιμετωπίσει τον Παναθηναϊκό στο πρώτο ντέρμπι της χρονιάς στο ΟΑΚΑ.Πώς περιμένεις αυτή τη βραδιά;

«Είναι η σπουδαιότερη μονομαχία στο ελληνικό μπάσκετ. Είναι αυτό που λέμε ντέρμπι και προσωπικά περιμένω μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα και ένα παιχνίδι μεταξύ δύο σπουδαίων ομάδων. Εύχομαι να υπάρχει αθλητικό πνεύμα και οι φίλοι του μπάσκετ να απολαύσουν ένα ωραίο θέαμα».

– Ο Ολυμπιακός έχει αφομοιώσει τη φιλοσοφία του κόουτς Ιβκοβιτς και πόσο αυτό θα φανεί και θα μετρήσει στην έδρα του Παναθηναϊκού;

«Οταν μια ομάδα αποκτά καινούργιο προπονητή και πολλά νέα πρόσωπα είναι πάντα δύσκολο να επιτευχθούν ομοιογένεια, αυτοματισμοί και να σκέφτονται όλοι σαν ένας. Πιστεύω ότι ακόμη μαθαίνουμε, δουλεύουμε σκληρά και βελτιωνόμαστε. Δεν θα έλεγα ότι ακόμη βρισκόμαστε στην κορύφωση της φόρμας μας, αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο θέλουμε να συμβεί τους μήνες που θα κριθούν οι τίτλοι. Σε ένα τόσο μεγάλο παιχνίδι όμως όπως αυτό με τον Παναθηναϊκό πρέπει να είσαι έτοιμος. Πρέπει να βράζει το αίμα σου και η αδρεναλίνη να είναι στα ύψη».

– Δεκαεπτά χρόνια μετά την πρώτη συνάντησή σας στον ΠΑΟΚ, ήλθε το πλήρωμα του χρόνου να συνεργαστείς με τον κόουτς «Ντούντα» στον Ολυμπιακό.Ποια είναι τα στοιχεία που τον κάνουν να ξεχωρίζει ως ένας από τους κορυφαίους προπονητές όλων των εποχών;

«Επί 30 χρόνια έχει δώσει τα πάντα στο μπάσκετ. Οχι μόνο στο σερβικό, αλλά στο ευρωπαϊκό, στους συλλόγους που εργάστηκε, με τους παίκτες που διαπαιδαγώγησε και έκανε μεγάλους. Είναι η προσωπικότητά του, η προσέγγιση που έχει προς το άθλημα, η έμφαση που δίνει στις λεπτομέρειες. Ολα αυτά τον κάνουν τόσο σπουδαίο».

– Στην πρώτη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο κ. Ιβκοβιτς υποστήριξε ότι ο Παναθηναϊκός κατακτά τους τίτλους στην Ελλάδα γιατί ο κουμπάρος του κ. Ζέλικο Ομπράντοβιτς υπερείχε έναντι των προκατόχων του στον Ολυμπιακό. Εσύ πού αποδίδεις την πράσινη κυριαρχία;

«Δεν ξέρω και δεν μπορώ να έχω άποψη. Ολα αυτά τα χρόνια αγωνιζόμουν στο ΝΒΑ και δεν μπορώ να γνωρίζω τι συνέβη στο ελληνικό πρωτάθλημα. Μόνο τα αποτελέσματα ήξερα και ποιος έβγαινε πρωταθλητής. Δεν μπορώ να μπω τόσο βαθιά».

– Θα μπορέσει τώρα ο Ολυμπιακός να βάλει τέλος στη δυναστεία του Παναθηναϊκού; «Αν δεν πίστευα ότι μπορούμε να πάρουμε τον τίτλο στο ελληνικό πρωτάθλημα δεν θα ερχόμουν στον Ολυμπιακό. Επειτα από δώδεκα χρόνια άφησα το ΝΒΑ για να κερδίσω κάτι ακόμη στην Ευρώπη και θα τα δώσω όλα για να το πετύχω με τη φανέλα του Ολυμπιακού».

Το όνομα …Μακρής και το ελληνικό διαβατήριο
– Το 1993 ήταν το έτος που σε σημάδεψε.Ηταν η χρονιά που ήλθες στη Θεσσαλονίκη για να αγωνιστείς στον ΠΑΟΚ.Σου φαίνεται πολύ μακρινή αυτή η φάση της ζωής σου ή τη θυμάσαι έντονα;

«Οχι, δεν είναι και τόσο μακρινή. Θυμάμαι ότι εγώ, ο Στογιάκοβιτς και ο Ρέλιτς φύγαμε από τη Σερβία και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη για να παίξουμε στον ΠΑΟΚ, μια από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη, που είχε συμμετάσχει στο φάιναλ φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, διέθετε μεγάλους παίκτες και σπουδαίο προπονητή, τον κόουτς Ιβκοβιτς. Ηταν πολύ σημαντικό για μας και το είχαμε δει σαν μια τεράστια ευκαιρία».

– Τι ακριβώς συνέβη και εν αντιθέσει με τον Πέτζα και τον Ρέλιτς εσύ δεν αγωνίστηκες ποτέ στον Δικέφαλο;

«Δεν ξέρω τι ακριβώς έφταιξε και δεν έπαιξα ποτέ στον ΠΑΟΚ. Νομίζω ότι έλειπαν κάποια χαρτιά. Υπήρχε ένα πρόβλημα με την Παρτιζάν, περιμέναμε κάποια έγγραφα από τη Σλοβενία, κάποιο θέμα, τέλος πάντων, με τη γραφειοκρατία στάθηκε εμπόδιο.

Αυτό θυμάμαι».

– Ολα αυτά τα χρόνια τι αντίκτυπο είχε για σένα το ελληνικό όνομα «Μακρής», τι είδους οφέλη;

«Είμαι και θα είμαι ευγνώμων προς τους ανθρώπους του ΠΑΟΚ γιατί αν δεν είχα το ελληνικό διαβατήριο δεν θα μπορούσα εκείνη την εποχή να παίξω στην ιταλική Κίντερ, η οποία επιτρεπόταν να έχει μόνο δύο ξένους παίκτες, τους Σάβιτς και Ντανίλοβιτς.

Χωρίς αυτό το διαβατήριο πιθανότατα η καριέρα μου θα έπαιρνε εντελώς διαφορετική τροπή και γι΄ αυτό θα λέω πάντα ότι ευγνωμονώ τον ΠΑΟΚ. Αργότερα βέβαια στο ΝΒΑ δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιώ το ελληνικό όνομα. Εκεί δεν τους ένοιαζε.

Σε ρωτούσαν από “Πού είσαι;”, τους απαντούσες “Από τη Σλοβενία” και δεν υπήρχε πρόβλημα. Στο ΝΒΑ δεν υπήρχαν ποτέ περιορισμοί».

– Αναρωτήθηκες ποτέ σε ποια οικογένεια ανήκει το όνομα «Μακρής»; Πώς προέκυψε η σύνδεσή σου με την Ελλάδα και το ελληνικό διαβατήριο; Είχες ποτέ τέτοιες απορίες;

«Πρέπει να ρωτήσεις τους ανθρώπους που έβγαλαν το διαβατήριο. Εμείς τότε ήμαστε 16 ετών, δεν ξέραμε τίποτε, ούτε καταλαβαίναμε πολλά. Απλώς πήρα το διαβατήριο και ξέρω ότι με βοήθησε πάρα πολύ στην καριέρα μου».