Με καθυστέρηση ενός και πλέον χρόνου αναπληρώθηκε η μεταφραστική παράλειψη 377 στίχων από τη δεύτερη ιλιαδική ραψωδία, όπου συστήνεται ο επιγραφόμενος «Κατάλογος Νεών». Παράλειψη που οφείλεται και στον δάσκαλό μου Ι. Θ. Κακριδή, ο οποίος υπερασπίστηκε εύλογες φιλολογικές και λογοτεχνικές επιφυλάξεις για την ενσωμάτωση του συσσωρευτικού αυτού καταλόγου πλοίων και ονομάτων στο ποιητικό σώμα της μεταφρασμένης Ιλιάδας, εκπονημένης, σε ισότιμη συνεργασία με τον Νίκο Καζαντζάκη, στα μέσα του περασμένου αιώνα. Στο μεταξύ υπερίσχυσε, όψιμα έστω, το επιχείρημα της Τροφού στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη για «δεύτερες φροντίδες»· όχι κατ΄ ανάγκην «σοφότερες» στην περίπτωσή μου. Απόδειξη η σημερινή προδημοσίευση τριών παραδειγμάτων από τον περίτεχνο αυτόν ιλιαδικό σωρείτη ανθρωπωνυμίων, πατρωνυμίων, εθνωνυμίων και αριθμών, που το σύνολό του προορίζεται ήδη για αυτόνομη έκδοση.
Το αποφασιστικό δέλεαρ της μεταφραστικής αυτής μεταστροφής οφείλεται προπάντων στην αυστηρή σύμπτωση εδώ ποιητικής τέχνης και τεχνικής. Καθώς ο ιστός του ποιητικού λόγου διαπλέκεται με κύρια (άναρθρα μάλιστα) ονόματα, εξέχουν πολλαπλές συναρμογές, εφαρμοσμένες στη μετρική μορφή, στη φωνολογική συνάφεια, στον ισόρροπο όγκο και στην πραγματολογική ακρίβεια των διαδοχικών ονοματικών μονάδων. Οπότε στην προκειμένη περίπτωση ποίηση, ονοματολογία και γεωμετρία έγιναν αξεχώριστες. Με τους όρους αυτούς η μετάφραση προσεγγίζει το αμετάφραστο όριό της, που παρά ταύτα παραμένει προκλητικά διαθέσιμο. Το προϊόν της οριακής αυτής δοκιμασίας τίθεται σήμερα υπό κρίση με τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Το πρώτο αντιστοιχεί στην αρχή του Καταλόγου (στ. 494-510) και λειτουργεί λίγο-πολύ ως θεμελίωση:
«Λήιτος και Πηνέλαος ήσαν οι αρχηγοί των Βοιωτών/ κι ο Αρκεσίλαος, ο Προθοήνωρ, ο Κλονίος. Οσοι/ στα βράχια κατοικούσαν της Αυλίδας, στον Σχοίνο, στην Υρίη,/ στον Σκώλο, στον Ετεωνό με τα πολλά φαράγγια,/ στη Θέσπια, στη Γραία και στην απλόχωρη Μυκαλησσό/ κι όσοι γύρω απ΄ το Αρμα έμεναν, στο Ειλέσιο, στις Ερυθρές,/ στον Ελεώνα, στον Πετεώνα, στην Ωκαλέη, στην Υλη/ και τον Μεδεώνα, ωραία πόλη, στεριωμένη,/ στην Εύτρηση, τις Κώπες, τη Θίσβη με τα περιστέρια,/ πιο πέρα στην Κορώνεια, στην καταπράσινη Αλίαρτο,/ στην Πλάταια, στον Γλίσαντα, στην κάτω Θήβα,/ πόλισμα καλοχτισμένο, στον ιερό Ορχηστό, άλσος λαμπρό του Ποσειδώνα·/ όσοι είχαν σπιτικό στην πολυστάφυλη Αρνη, τη Μήδεια, τη Νίσα, πέρα μεριά/ στην ιερή Ανδηόνα· απ΄ όλα αυτά τα μέρη/ ξεκίνησαν πενήντα πλοία και στο καθένα επέβαιναν/ εκατόν είκοσι κούροι των Βοιωτών».
Στο δεύτερο παράδειγμα (στ. 591-
602) αρμόζει η επιγραφή σχόλιο ποιητικής : «Οσοι στην Πύλο ζούσαν και στην πανέμορφη Αρήνη,/ στο Θρύο, στου Αλφειού το πέρασμα και το καλοχτισμένο Αιπύ,/ όσοι στην Αμφιγένεια έμεναν και στον Κυπαρισσήεντα,/ στον Πτελεό, στο Ελος και στο Δώριο· όπου τον Θάμυρη,/ από τη Θράκη, απάντησαν οι Μούσες και του αφαίρεσαν/ της αοιδής το χάρισμα, γιατί γυρίζοντας από την Οιχαλία,/ πίσω αφήνοντας του Οιχάλιου Εύρυτου το σπίτι/ καυχήθηκε επηρμένος πως νικητής μπορεί να βγει, ακόμη κι αν/ οι Μούσες μπροστά του τραγουδούσαν, του αιγίοχου μεγάλου Δία θυγατέρες,/ οπότε αυτές χολώθηκαν, τον τύφλωσαν, του πήραν πίσω/ της θεσπέσιας αοιδής τη χάρη, τον έκαμαν ν΄ αποξεχάσει ολότελα/ την τέχνη της κιθάρας./ Σ΄ αυτούς ιππήλατος, Γερήνιος ο Νέστωρ ηγεμόνευε, / συμπαρατάσσοντας τα ενενήντα βαθουλά του πλοία».
Το τρίτο παράδειγμα (στ. 717-728) φιλοξενεί στο εσωτερικό του τη μοναχική καθήλωση του Φιλοκτήτη στη Λήμνο, που τη δραματοποίησαν ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής· στις μέρες μας ο Ρίτσος, ο Χήνι και ο Χάινερ Μύλλερ:
«Οσοι δική τους είχαν τη Μεθώνη, τη Μελίβοια, τη Θυαμακία,/ την τραχιά Ολιζώνα, σ΄ αυτούς ο Φιλοκτήτης / ηγεμόνευε, δεινός τοξότης, μ΄ επτά πλεούμενα,/ που στο καθένα επέβαιναν πενήντα κωπηλάτες,/ έμπειροι τοξευτές στης μάχης τον αγώνα. / Εκείνος όμως ξέπεσε σακάτης/ στο ιερό νησί της Λήμνου, αφόρητα πονώντας,/ όπου τον εγκατέλειψαν οι γιοι των Αχαιών, γιατί/ η πληγή του τον ταλαιπωρούσε από νερόφιδο φαρμακερό,/ όπου και ξέμεινε φριχτά υποφέροντας. Ωστόσο γρήγορα/ έμελλε να θυμηθούν τον αρχηγό τους όσοι Αργίτες βρέθηκαν/ στα πλοία του, όχι πάντως ακέφαλοι·/ όπως τον είχαν στερηθεί και τον ποθούσαν, ο Μέδων τους εφρόντιζε,/ του Οϊλέα ο νόθος γιος, που τον εγέννησε η Ρήνη,/ σμίγοντας με τον πορθητή Οϊλέα».
Υστερόγραφο για τον Θάμυρη, διαβόητο αοιδό από τη Θράκη, που περιοδεύοντας βρέθηκε στο Δώριο, όπου τον έσβησε η ποιητική του έπαρση. Αυτός, λοιπόν, ο Θάμυρις είναι ο μόνος επώνυμος αοιδός σ΄ ολόκληρη την Ιλιάδα. Το πράγμα δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο από τους ποιητές.