Είναι αργή και αναβλητική. Η Ανγκελα Μέρκελ είναι, κατά γενική εκτίμηση, το ακριβώς αντίθετο του «speedy Gonzalez». Αυτό φάνηκε σε όλη τη διάρκεια του 2010, αρχής γενομένης με την κρίση στην Ελλάδα, τον περασμένο Μάρτιο, έως, τις προάλλες, κατά την απόφαση για τη δημιουργία νέου μηχανισμού αντιμετώπισης κρίσεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το γεγονός ότι επέβαλλε πάντοτε με σιδερένια θέληση τις απόψεις της δεν την έκανε ταχύτερη. Το αντίθετο μάλιστα. Τα λόγια της επιδρούσαν ως φρένο. Με αποτέλεσμα, το ευρώ να έχει σήμερα τα κακά του χάλια. Η καγκελάριος, η οποία θέλει να εμφανίζεται ως «Μαντάμ Ευρώ», οδήγησε το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα στη χειρότερη κρίση της ιστορίας του.

Οσοι όμως συμπεραίνουν από αυτό ότι η γερμανική κυβέρνηση σφυρίζει αδιάφορα εν όψει της κρίσης ή ότι θα μπορούσε μάλιστα, αν επιδεινωθεί η κατάσταση, να εγκαταλείψει την ευρωζώνη πέφτουν εντελώς έξω. Το ευρώ δεν είναι ένα εύρημα σαν πολλά άλλα, αλλά το στρατηγικό όραμα των Γερμανών για τον 21ο αιώνα. «Χωρίς αυτό, όλα τα άλλα είναι μηδέν!» λέει χαρακτηριστικά ο πρώην καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ. Με αυτό, ονειρεύονται να αποκτήσουν ηγεμονική θέση όχι μόνο στην ευρωπαϊκή, αλλά και στην παγκόσμια αγορά. Τυχόν αποτυχία του θα έβαζε τέλος στο όνειρο και θα τους καταδίκαζε για δεκαετίες στον ρόλο δευτερεύοντος παίκτη. Το ευρώ, αν πιστέψουμε έναν άλλο πρώην καγκελάριο, τον Χέλμουτ Κολ, είναι «πολιτικό» νόμισμα, επειδή εξασφαλίζει για πρώτη φορά στην Ιστορία διαρκώς την ειρήνη στην Ευρώπη.

Οικονομικά όμως εξυπηρετεί σε πρώτη γραμμή τη γερμανική εξαγωγική βιομηχανία. Και αυτό επειδή επιτρέπει ασύγκριτα καλύτερα τον υπολογισμό των επενδύσεων, του τζίρου και των κερδών από ό,τι στην πριν από το ευρώ εποχή, όταν κάθε ξαφνική υποτίμηση του γαλλικού φράγκου, της ιταλικής λίρας, της ισπανικής πεσέτας ή άλλων ευρωπαϊκών νομισμάτων έφερνε τα πάνω κάτω στον προγραμματισμό των γερμανικών επιχειρήσεων. Αυτή η σταθερή βάση στην Ευρώπη αποτελεί στη συνέχεια την καλύτερη αφετηρία για την επέκτασή τους στις παγκόσμιες αγορές.

Για τη γερμανική οικονομία βέβαια, το κοινό νόμισμα είχε και παρενέργειες.

Χάρη σε αυτό οι οικονομικά ασθενέστεροι ευρωπαίοι εταίροι μπορούσαν ξαφνικά να αντλούν διεθνή δάνεια υπό «γερμανικούς» όρους, ήτοι εξτρέμ χαμηλότοκα- κάτι που εκμηδένιζε το έως τότε συγκριτικό πλεονέκτημα των Γερμανών. Ωστόσο οι τελευταίοι το ανέχονταν επειδή, όπως έλεγαν, τα κέρδη τους από το ευρώ αντιστάθμιζαν και με το παραπάνω τις ζημιές από την εξαφάνιση του πλεονεκτήματος.

Η «ανοχή» αυτή δεν άλλαξε τους τελευταίους, παρά το γεγονός ότι οι Γερμανοί είναι αναγκασμένοι να συμβάλλουν με πολύ μεγαλύτερα ποσά στα ποικιλώνυμα πακέτα «σωτηρίας» και «σταθερότητας». Ωστόσο εναλλακτική λύση δεν έχουν. Τυχόν διάλυση της ευρωζώνης θα ήταν καταστροφική για αυτούς. Μια ιδέα για αυτό δίνει ο ίδιος ο Χέλμουτ Σμιτ σε πρόσφατο άρθρο του στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Die Ζeit». «Και μόνο η απλή πρόθεση για επιστροφή στα εθνικά νομίσματα θα προκαλούσε την απύθμενη υποτίμηση των νοτιοευρωπαϊκών νομισμάτων, ενώ, αντιστρόφως, το αποκαταστημένο μάρκο θα γνώριζε κολοσσιαία ανατίμηση, κάτι που θα εμπόδιζε σοβαρά τις γερμανικές εξαγωγές και θα κατέστρεφε το σύστημα της κοινωνικής ευημερίας μας, κα θώς και αμέτρητες θέσεις εργασίας» γράφει. Γι΄ αυτό και η κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ, προσθέτει, πρέπει να καταπιεί το πικρό χάπι και να πληρώσει όσα-όσα- δηλαδή όσα απαιτεί η σωτηρία του ευρώ.

Η Γερμανία έχει λοιπόν, έστω και για ιδιοτελείς λόγους, κάθε συμφέρον να υπερασπιστεί μέχρι τέλους το ευρώ. Αυτό δεν είναι αυτονόητο για τις με χρεοκοπία απειλούμενες χώρες. Οι τελευταίες, έχοντας χάσει τη δυνατότητα να προσελκύσουν ξένα κεφάλαια, πιέζονται να επαναφέρουν το εθνικό τους νόμισμα. Δεν πρόκειται όμως τελικά να το κάνουν επειδή, όπως λέει ο γνωστός αναλυτής Λούκας Τσάιζε , τα χρέη τους θα παρέμεναν και υπό τις συνθήκες του νέου νομίσματος σε ευρώκάτι που θα τα έκανε επιπλέον δυσβάστακτα. Η έξοδος από την ευρωζώνη απαγορεύεται λοιπόν και σε αυτές ρητά και διά ροπάλου, αφού θα επιδείνωνε αυτόματα τις οικονομίες τους και θα δυσφημούσε ανεπανόρθωτα τις πολιτικές ελίτ τους.

Αυτή η γενική προσκόλληση στο ευρώ δεν αποτρέπει όμως επαρκώς τον κίνδυνο κατάρρευσής του. Μιλώντας στο «Βήμα» ο αναλυτής του Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Οικονομία στο Αμβούργο Μίχαελ Μπρόινινγκερ προειδοποιεί ότι τυχόν πτώχευση μιας χώρας το 2011- με πρώτη υποψήφια την Ελλάδα- θα μπορούσε να αποβεί μοιραία και για την υπόλοιπη ευρωζώνη. «Η δίνη της θα είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί» λέει.

Ο κίνδυνος αυτός δεν εξηγεί πάντως επαρκώς τη διστακτικότητα της κυρίας Μέρκελ. Ορισμένοι αναλυτές αναζητούν λοιπόν γι΄ αυτό άλλες, πιο χειροπιαστές αιτίες. «Ο λόγος της κωλυσιεργίας της είναι η προσπάθειά της να ελαχιστοποιήσει το κόστος της Γερμανίας» λέει για παράδειγμα ο κ. Τσάιζε. Αυτό, προσθέτει, υπαγορεύεται και από την αποστροφή της μεγάλης πλειονότητας των Γερμανών σε κάθε «βοήθεια». Με αποτέλεσμα, η παροχή της να διακόπτεται περιστασιακά, ιδιαίτερα σε περιόδους εκλογών- όπως αυτό συνέβη με την Ελλάδα, την άνοιξη του 2010, λόγω των τοπικών εκλογών στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, και θα επαναληφθεί μάλλον εντονότερα στις γενικές εκλογές του 2013.

Οσο διστακτικά και να φέρεται ωστόσο, η γερμανίδα καγκελάριος δεν είναι εντελώς ανεπίδεκτη μαθήσεως. Μια πρόσφατη απόδειξη για αυτό είναι το σχέδιο που εκπόνησε μαζί με τον Νικολά Σαρκοζί για ενιαία φορολογική πολιτική σε Γερμανία και Γαλλία- κάτι που προβάλλεται ήδη ως πρόπλασμα μιας κοινής οικονομικής πολιτικής στο σύνολο της ευρωζώνης.

Αλλά αυτό δεν είναι φυσικά αρκετό για να την απαλλάξει από το παρατσούκλι της «αναβλητικής», δεδομένου ότι συνεχίζει να βάζει φρένο σε όλα τα μέτρα που θα έδιναν καινούργια πνοή στο ευρώ, όπως την έκδοση ευρωομολόγων, την αναδιάρθρωση του χρέους των απειλούμενων με χρεοκοπία χωρών, τη συγκρότηση κοινής οικονομικής διακυβέρνησης ή- last but not least- τη γενναία αύξηση των μισθών στην ίδια τη Γερμανία, δεδομένου ότι η καθήλωσή τους τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι από τους κύριους λόγους που καθιστά ασυναγώνιστες τις τιμές των προϊόντων της, αυξάνοντας έτσι την ψαλίδα του εμπορικού ισοζυγίου της εις βάρος των άλλων χωρών.

Για τέτοια «υπέρβαση» δεν φαίνεται όμως ικανή η γερμανίδα καγκελάριος. Ο στόχος της ήταν και παραμένει αμετάβλητος: ισχυρό ευρώ υπό τους γερμανικούς όρους και σε τιμή ευκαιρίας. Αυτό αυξάνει αναπόφευκτα τις εσωτερικές πιέσεις στην ευρωζώνη, η εκτόνωση των οποίων θα μπορούσε να απειλήσει, αργά ή γρήγορα, ακόμη και την ύπαρξη του κοινού νομίσματος.