Τα πάντα ξεκινούν από μια φωτογραφία.
Γυμνές, καθιστές φιγούρες ιθαγενών περικυκλώνουν μια όρθια σιλουέτα που μιλάει και τους καταπλήσσει κάπου στα ανατολικά της Αμαζονίας του Περού. Η φωτογραφία απεικονίζει έναν ιστορητή της μειονοτικής και νομαδικής φυλής Ματσιγκένγκα που έχει στον ώμο έναν παπαγάλο και κάτι που τον κάνει ξεχωριστό, «μια ελιά βαθυκόκκινη σαν μπρούσκο κρασί, απλωμένη σε όλη τη δεξιά πλευρά του προσώπου του». Ο ένας εκ των δύο βασικών αφηγητών και alter ego του Μάριο Βάργκας Λιόσα στο μυθιστόρημά του Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες βλέπει το καλοκαίρι του 1981 την εν λόγω φωτογραφία σε μια γκαλερί της Φλωρεντίας και συγκινείται σφόδρα. Το περιστατικό αυτό του ερεθίζει μια μύχια, «κρυφή χορδή» που δεν είναι άλλη απ΄ αυτό που ευρύτερα ονομάζουμε κουλτούρα: αυτό που δεν ορίζεται ούτε απαραίτητα εξηγείται, αυτό που μας χαρακτηρίζει σε σχέση με τους άλλους χωρίς να εκριζώνεται από το μέσα μας. Απομακρυσμένος ο αφηγητής από τον γενέθλιο τόπο, αποφασίζει να γράψει για να θυμηθεί έναν φίλο από τα παλιά που έσβησε τα ίχνη του πριν από χρόνια. Αυτό γίνεται αφορμή να στοχαστεί τον εαυτό του και τον κόσμο μέσα από την τέχνη της αφήγησης που ο ίδιος υπηρετεί και να συνειδητοποιήσει την αρχέγονη και ζωοδότρια ανάγκη της ανθρωπότητας να διηγείται ιστορίες: ό,τι ακριβώς εξισώνει έναν «άγριο» ιθαγενή με τα στίφη του καταναλωτικού παροξυσμού.
Ο μυστηριώδης Μασκοφόρος
Η πολυπλόκαμη ιστορία του Λιόσα αναπτύσσεται γύρω από τον μυστηριώδη Μασκοφόρο που έλεγε ιστορίες, για την ακρίβεια που έμαθε να τις λέει αφού πρώτα τις απορρόφησε ως το μεδούλι. Στη Λίμα της δεκαετίας του ΄50 ο φίλος του αφηγητή, ο εβραίος Σαούλ Σουράτας (οι συμβολισμοί εδώ είναι επαρκώς εξόφθαλμοι), ένας περιθωριακός μεταξύ περιθωριακών λόγω της εμφάνισής του, αποφασίζει να παρατήσει τη Νομική και να σπουδάσει Εθνολογία σε πείσμα του πατέρα του που τον αγαπά και τον καταπιέζει. Η επαφή του με τους ιθαγενείς και τη ζούγκλα, η αγνότητα των ανθρώπων και του τόπου, του δημιουργούν μια πρωτόφαντη πνευματική και συγκινησιακή ταύτιση και ακολούθως τον προσηλυτίζουν πολιτισμικά στον καταγωγικό πυρήνα ενός κόσμου που μοιάζει να κατέχει την ουσία και την αλήθεια της ύπαρξης. Ο Σαούλ Σουράτας σαγηνεύεται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φυλής των Ματσιγκένγκα και τους αφιερώνεται ολοκληρωτικά μαχόμενος όσους πιστεύει ότι τους σπιλώνουν με τις σκοπιμότητές τους, από τους ιεραποστόλους του επαχθούς εκχριστιανισμού ως τους επιστήμονες γλωσσολόγους και ανθρωπολόγους που κομίζουν τάχα ανιδιοτελές ερευνητικό ενδιαφέρον. Οι Ματσιγκένγκα επιβιώνουν από τη βιαιότητα των άλλων φυλών και των ξένων εισβολέων μέσα από την «περιπατητική» τους λογική, τη διασπορά και τον κατακερματισμό τους. Διατηρούν όμως τη συνοχή τους, τη συλλογική συνείδηση και μνήμη, μέσω των ιστορητών που με τα στόματά τους πλέκουν την άφατη αλυσίδα που τους κρατά μαζί και τους τραβά ώστε να «συνεχίζουν να περπατούν, για να μη πέσει ποτέ ο ήλιος» τους. Ο Περουβιανός Σαούλ, σαν άλλος Παύλος στον δρόμο προς τη Δαμασκό, αποφασίζει να μεταστραφεί και να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία του πολιτισμού, την επιστροφή στον «άλλο» χρόνο, «από το κοστούμι και τη γραβάτα ως τη γύμνια και το τατουάζ, από τα ισπανικά στα χειμαρρώδη κροταλίσματα της γλώσσας των Ματσιγκένγκα, από τη λογική στη μαγεία και από τη μονοθεϊστική θρησκεία ή τον δυτικό αγνωστικισμό ως τον παγανιστικό ανιμισμό».
Η πρόζα του Λιόσα ωστόσο γίνεται εμπνευσμένη και οργιαστική στις εμβόλιμες σελίδες όπου ο Μασκοφόρος
αναδημιουργεί τον ιδιαίτερο μυθικό κόσμο των ιθαγενών, έναν κόσμο θρύλων και δοξασιών, όπου το καλό και το κακό, η ζωή και ο θάνατος, η φύση και ο άνθρωπος συνυπάρχουν σε μια αμόλυντη, πρωτεϊκή αχρονία του κόσμου. Αυτή η αφηγηματική φωνή «εκ των έσω», που συμφύεται με τα πυκνά δέντρα και κυλά μαζί με τα ποτάμια, συμπορεύεται με το υπόλοιπο βιβλίο σε μια ειλικρινή πολιτισμική (και συνεπώς πολιτική) ανησυχία του Λιόσα για τις πύρρειες νίκες του πολιτισμού επί της κουλτούρας. Η συμπάθεια του συγγραφέα για ό,τι ανθίσταται στην ισοπέδωση της παμφάγου παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας προκαλεί σκέψη και συγκίνηση.