Τη σύσταση στους χρηματοπιστωτικούς ομίλους να δημοσιοποιούν λεπτομέρειες που να αποδεικνύουν τη σύνδεση της χορήγησης μπόνους στα στελέχη τους με την αποδοτικότητα της εργασίας τους και βεβαίως με τις επιδόσεις της τράπεζας, πρόκειται να κάνει η εδρεύουσα στη Βασιλεία της Ελβετίας Επιτροπή για την Εποπτεία των Τραπεζών. Οπως αποκαλύπτει το BBC, η λεγόμενη Επιτροπή της Βασιλείας πρόκειται επίσης να ζητήσει από τις τράπεζες να καθορίζουν λεπτομερώς όλους τους τρόπους «αποζημίωσης» των στελεχών τους. Να καθορίζουν δηλαδή τις λεπτομέρειες των συμβολαίων που υπογράφουν οι διευθυντές ή όποιο άλλο στέλεχος αναλαμβάνει τη «διαχείριση επενδυτικών κινδύνων».

Οπως διευκρινίζει στην ιστοσελίδα του ο βρετανικός όμιλος Μέσων Ενημέρωσης, το αποκαλυφθέν είναι ένα συμβουλευτικό έγγραφο της Επιτροπής με προτάσεις που αναμένεται να αποκρυσταλλωθούν και να ανακοινωθούν επισήμως στις 25 Φεβρουαρίου 2011. Είναι προφανές ότι ουδεμία τράπεζα πρόκειται να δεχθεί τις προτάσεις της Επιτροπής της Βασιλείας για τη σύνδεση του μπόνους με την παραγωγικότητα, καθώς θα κινδύνευε να χάσει τα στελέχη της. Διότι έρευνες δείχνουν ότι αν «κοπούν» τα μπόνους πολλά τραπεζικά στελέχη θα αναζητήσουν αλλού απασχόληση ή θα αλλάξουν και επάγγελμα!

Πρόσφατη έρευνα του πρακτορείου Bloomberg, για παράδειγμα, έδειξε ότι το 48% των 1.122 τραπεζιτών που συμμετείχαν σ’ αυτήν απάντησαν ότι αν καταργούντο κάποτε τα μπόνους δεν θα δίσταζαν να αλλάξουν επάγγελμα. Σημειωτέον ότι πρόκειται για τραπεζίτες που εργάζονται σε ομίλους χρεοκοπημένους και οι οποίοι λειτουργούν χάρη στην αρωγή των κυβερνήσεων (με χρήματα των φορολογουμένων δηλαδή). Πρόκειται, ως φαίνεται, για τραπεζίτες που έχουν παράσχει επί σειρά προσοδοφόρων ετών τις υπηρεσίες τους σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους και εταιρείες παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών εν γένει και τώρα είτε δεν αντιμετωπίζουν πλέον βιοποριστικό πρόβλημα είτε έχουν συγκεντρώσει κεφάλαια που μπορούν να επενδύσουν σε άλλες πιο προσοδοφόρες επαγγελματικές ενασχολήσεις.

Η Επιτροπή για την Εποπτεία των Τραπεζών έχει επιφορτιστεί για τη θέσπιση κανόνων υπερεθνικής ισχύος στους χρηματοπιστωτικούς ομίλους, που θα καθορίζουν τη λειτουργία τους και θα θέτουν περιορισμούς στην ανάληψη επενδυτικών κινδύνων ούτως ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο νέων «υπερβολών» που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο ξέσπασμα μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Οι διαβουλεύσεις έχουν τελματωθεί τους τελευταίους μήνες, διότι έχει ξεσπάσει μια αμερικανογερμανική κόντρα με αφορμή τον χρόνο προσαρμογής των τραπεζών στο νέο καθεστώς (το οποίο επίσης απομένει να καθοριστεί λεπτομερώς). Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι 5 χρόνια προσαρμογής είναι αρκετά για τις τράπεζες, αλλά η Γερμανία προτείνει παράταση του χρόνου προσαρμογής στα 10 χρόνια.

Φοβούνται την οργή τωνδανειοληπτών

Η κυβέρνηση Ομπάμα και εν γένει η πολιτική ηγεσία της Ουάσιγκτον επείγεται για την όσο το δυνατόν συντομότερη εφαρμογή των μέτρων επειδή ανησυχεί για τη δυσπιστία των Αμερικανών έναντι των τραπεζών, «δυσπιστία που σε πολλές περιπτώσεις αγγίζει τα όρια της οργής», όπως σημειώνει το Bloomberg. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε, ως γνωστόν, από τις ΗΠΑ όταν έσκασε η «φούσκα» των ακινήτων και κατέρρευσε η αγορά. Οι κατασχέσεις των σπιτιών πολλών Αμερικανών δανειοληπτών που αδυνατούν να πληρώσουν τις δόσεις των στεγαστικών δανείων τους λόγω της οικονομικής δυσπραγίας έχει ξεσηκώσει ένα κύμα δυσαρέσκειας των πολιτών έναντι της πολιτικής των τραπεζών οι οποίες «τζογάρισαν» σε επενδυτικά προϊόντα πολλές φορές «τοξικά» την εν πολλοίς υποκινούμενη από τις ίδιες τις τράπεζες ανάγκη απόκτησης ιδιόκτητης στέγης, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν και οι ίδιες και η αμερικανική αγορά ακινήτων.

Ερευνες μεταξύ Αμερικανών δανειοληπτών δείχνουν ότι η δυσαρέσκεια πολλών εξ αυτών μετατρέπεται σε οργή όταν πληροφορούνται τα μπόνους που ενθυλακώνουν αδιακρίτως τα τραπεζικά στελέχη, ακόμη κι αυτά που ευθύνονται για τον εκφυλισμό και τον κλονισμό του συστήματος και κυρίως για την κατάρρευση του επιπέδου του δικού τους βίου σε επίπεδο και πραγματικό και φαντασιακό – διότι το περίφημο «αμερικανικό όνειρο» για την πρόοδο και την ευημερία έχει θρέψει γενιές και γενιές Αμερικανών και κυρίως έχει συμβάλει τα μέγιστα στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού και της κοινωνικής ειρήνης στη χώρα.

Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Μέρκελ πιέζει για μια «ήπια προσαρμογή» του διεθνούς τραπεζικού συστήματος άρα και των γερμανικών τραπεζών στους νέους κανόνες, που θα επιβάλλουν περιορισμούς στη ρευστότητα και στην ανάληψη επενδυτικών κινδύνων, φοβούμενη ότι οι κανόνες αυτοί θα αναστείλουν την ούτως ή άλλως αργή ανάκαμψη του γερμανικού τραπεζικού τομέα. Αλλωστε, η Γερμανία ξεπέρασε με πολύ μικρές απώλειες (συγκριτικά με άλλες χώρες και με τις ΗΠΑ βεβαίως) την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση.

Και πάντως η κυβέρνηση του Βερολίνου, όπως οι κυβερνήσεις και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, γνωρίζει ότι οι υπερβολές των δικών της τραπεζιτών ουδέποτε έφθασαν στα μεγέθη των υπερβολών των Αμερικανών συναδέλφων τους. Ετσι, δεν ανησυχεί μήπως ξεσπάσει επάνω τους η λαϊκή οργή. Εκτός ίσως από την κυβέρνηση του Λονδίνου, που ευλόγως ανησυχεί αφού πρώτον το τραπεζικό της σύστημα είναι σαφώς «αμερικανόπνευστο» με όσα καλά και όσα επικίνδυνα συνεπάγεται η ιδιότητά του αυτή. Είναι εξάλλου πρόσφατα τα «σκηνικά» που έστησαν ενώπιον των τηλεοπτικών συνεργείων οι Βρετανοί φοιτητές, σπάζοντας βιτρίνες τραπεζικών καταστημάτων και ΑΤΜ στο Λονδίνο.