Αυτά έτσι κι αλλιώς πάνε μαζί, σύμφωνα και με το αρχαίο ρητό που λέει: όποιος δωρίζει δωρίζεται. Μοιρασμένα εδώ στις δύο δωρητές γιορτές: τα δώρα για τα Χριστούγεννα, τα αντίδωρα για την Πρωτοχρονιά. Τα πρώτα είναι κατά βάση λίστες κυρίων ονομάτων: ανθρωπωνύμια, τοπωνύμια, εθνωνύμια, τα οποία φιλοξενούνται σ΄ ολόκληρη την Ιλιάδα αλλά κυριαρχούν στο δεύτερο μέρος της δεύτερης ραψωδίας, που οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι το βάφτισαν «Νεών Κατάλογον». Πρόκειται για την πρότυπη και πρωτότυπη λίστα που τη λιμπίστηκε στο τελευταίο ομότιτλο βιλίο του και ο διάσημος Ουμπέρτο Εκο. Τον πρόλαβαν όμως ο Αισχύλος κι άλλοι πιο κοντινοί, δικοί μας ποιητές: ας πούμε ο Εγγονόπουλος, στα χρόνια μάλιστα της Κατοχής, αλλά και ο Σινόπουλος στη δίσεχτη εποχή της επτάχρονης δικτατορίας.

Τα πρωτεία ωστόσο ανήκουν, όπως είπα, στην ομηρική Ιλιάδα. Οπου τα κύρια ονόματα πάνε κι έρχονται στην εξέλιξη του ιλιαδικού πολέμου, για έναν βαθιά φιλάνθρωπο λόγο. Αν εξαιρεθούν οι συλλογικές συγκρούσεις, που αναγκαστικά δηλώνονται προσηγορικά, οι εξειδικευμένες όπως λέμε ανδροκτασίες (κάποιος σκοτώνει κάποιον, αν προλάβει να μη σκοτωθεί ο ίδιος) ποτέ δεν περνούν ανώνυμες. Τόσο ο θύτης όσο και το θύμα (προπάντων αυτό) επονομάζονται. Στο θύμα μάλιστα συχνά πυκνά χαρίζονται και το πατρώνυμό του, ο τόπος καταγωγής του, κάποτε και κάποια σήματα του βίου και της αρετής του. Με άλλα λόγια: κανένας πολεμιστής δεν σβήνει στην Ιλιάδα, προτού να ακουστεί τουλάχιστον το όνομά του.

Η πυκνή αυτή εμπόλεμη επωνυμία, που έγινε σωρείτης στον «Νεών Κατάλογον», συγκίνησε προφανώς τον Αισχύλο, που την εφάρμοσε, συνειδητά πιστεύω, στον πρόλογο από τους δικούς του πολεμικούς Πέρσες. Οπου ο χορός των γερόντων αναρωτιέται τι να έγιναν οι διάσημοι αρχηγοί της μεγάλης επιθετικής εκστρατείας, επονομάζοντας συγκεκριμένα πρόσωπα με την προέλευσή τους: Αμίστρης, Αρταφέρνης, Μεγαβάτης, Αστάσπης, Αρτεμβάρης, Μασίστρης, Ιμαίος, Φαρανδάκης, Σοσθάνης, Σουσισκάνης, Πηγοσταγών, Αρσάμης, Αριόμαρδος, Αρκτεύς, Μάρδων, Θάρυβιςδεκαεπτά, αν μετρώ καλά, «ξενόγλωσσες» επωνυμίες.

Και πάμε στον επαναστατικό Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, όπου πλεονάζουν οι γεωγραφικές κυρίως επωνυμίες, σχηματίζοντας έναν παγκόσμιο χάρτη: Υδρα, νησιά του Σαρωνικού, Θήβα, Μονεμβασιά, παρέα με τον Παναμά, τη Γουατεμάλα, τον Οντουρά, την Αϊτή, το Σαν Ντομίγκο, τη Βολιβία, την Κολομβία, το Περού, τη Βενεζουέλα, τη Χιλή, την Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Ουρουγουάη, την Παραγουάη, το Μεξικό, την Παταγονία, και τελικά την Καστοριά, προτού ακουστεί ο αποθεωτικός στίχος: Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Ελληνας.

Στον Νεκρόδειπνο εξάλλου του Σινόπουλου (όπως και στον Αισχύλο, όπως και στην Ιλιάδα ) τα συμφραζόμενα είναι πολεμικά. Εδώ όμως εμφυλικά, ανάμεσα στο σαράντα τέσσερα και στο σαράντα οχτώ, εντοπισμένα και γεωγραφικά. Αντιγράφω: Κι από την Πελοπόννησο ως τη Λάρισσα/ βαθύτερα ως την Καστοριά,/ πάνω στον χάρτη μαύρο μόλεμα, / η Ελλάδα σύντομη ανασαίνοντας-/ Πάσχα στην έρημη Κοζάνη μετρηθήκαμε, / πόσοι έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν, / πέτρα κλαδί, κατήφορος, το σκοτεινό ποτάμι.

Σ΄ αυτό το τραγικό χρονικό και γεωγραφικό τοπίο κυκλοφορούν πέντε σειρές κυρίων ονομάτων, που ανταποκρίνονται σε οικείες μορφές, με έκδηλο τον λαϊκό τους χαρακτήρα, σε ένα σκηνικό που θυμίζει την οδυσσειακή Νέκυια. Οπου έρχονται ένας μετά τον άλλο, ένας μαζί με άλλους, γυρεύοντας να πιουν μια στάλα αίμα για να ξαναμιλήσουν. Πρώτη σειρά: ο Πόρπορας, ο Κονταξής, ο Μάρκος, ο Γεράσιμος, ο Μπίλιας, ο Βουρνάς, ο Φάκαλος. Δεύτερη σειρά: Σαρρής, Τσάκωνας, Φαρμάκης, Τορέγας. Τρίτη σειρά: Τζανής, Παπαρίζος, Ελεμίνογλου, Λασκαρίδης, Φλασκής, Κωνσταντόπουλος. Τέταρτη σειρά: Γιάννης Μακρής, Πέτρος Καλλίνικος, Γιάννης κουτσαίνοντας. Πέμπτη σειρά: Προσόρας, Μπακρυσιώρης, Αλαφούζος, Ζερβός, κι από κοντά Τζεπέτης, Ζαφόγλου, Μαρκουτσάς, Κωνσταντίνος με σακατεμένο πόδι.

Κι ο ποιητής μέσα κι ανάμεσα, συμπάσχοντας κι ομολογώντας: δάκρυα πολλά με καίγανε,μονάχος κι έγραφα, τι ήμουν εγώ, μιλώντας έτσι με/ χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα. Ωσότου, στην έξοδο της σύνθεσης, κλείσει το χάσμα που άνοιξε ο καιρός: Σιγά σιγά οι φωνές γαλήνεψαν // σιγά σιγά όπως ήρθανε χαθήκανε, / πήρανε το λαγκάδι,αέρας,χάθηκαν.// Στερνή φορά, τους φώναξα […] Πώς μες στην έρημη εκκλησιά,μ΄ άνθη πολλά στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός.

Με τέτοια και τόση σοδειά ονομάτων από τον Νεκρόδειπνο του Σινόπουλου (δεν ξέρω άλλη πιο μεστή σε νόημα και πόνο στη νεοελληνική μας ποίηση), μεταφράστηκε, όψιμα έστω, ο ιλιαδικός Νεών κατάλογος, και τώρα περιμένει, κάπως ορφανός, την ύστερη δημοσίευση και την ενσωμάτωσή του. Περί αυτού όμως άλλη φορά.