Στα σχεδόν 20 χρόνιαπου πέρασαν από τη δίκη εκείνη, τρία βιβλία είδαν το φως της δημοσιότητος εξ όσων γνωρίζω. Το πρώτο έγραψε ένα μέλος της συνθέσεως του Ειδικού Δικαστηρίου (Παρμ. Τζίφρας), που έσπευσε να διεκδικήσει τον τίτλο του «σωτήρος της Ελλάδος», διότι με την απαλλακτική ψήφο του εσώθη τάχα η πατρίδα μας από τις καταστροφές που θα προκαλούσαν οι οπαδοί του ΠαΣοΚ. Πρόκειται περί μη σοβαρού κειμένου, με ασυγχώρητες αυτοπροβολές, αναξίου διαψεύσεως, εκ μόνου του λόγου ότι ο «συγγραφέας» ομολογεί πως για να καταλήξει στην ψήφο του εκτίμησε όχι τις αποδείξεις εκ της ακροαματικής διαδικασίας, όπως ορίζει ο νόμος (άρθρο 177 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), αλλά τις προσωπικές του δημοσκοπήσεις μεταξύ των γνωστών και φίλων του, καθώς και πρεσβευτών άλλων κρατών σε δεξιώσεις στο Χίλτον και σε τυχαίες συναντήσεις του. Επομένως δεν ελειτούργησε ως δικαστής, που ορκίσθηκε να εφαρμόζει το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και όχι να αποβλέπει σε σκοπιμότητα (fiat iustitia et pereat mundus = να υπάρχει δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος, έλεγαν οι Λατίνοι). Το δεύτερο έγραψε ο διευθυντής «του νομικού γραφείου του Ανδρέα Παπανδρέου, στην τελευταία του θητεία ως πρωθυπουργού» (Αντώνιος Βόντζας) που ήταν και- όπως ομολογεί – «μέλος της ολιγομελούς ομάδος που υπερασπίσθηκε εξωδικαστικά τον Ανδρέα Παπανδρέου στα χρόνια 1989-1992», δηλαδή του παραδικαστηρίου. Ως εκ τούτου είναι φυσικό να έχει προκατάληψη και να στερείται στοιχειώδους αντικειμενικότητος.

Δεν είναι δυνατόν δε να αναμένει κανείς από αυτόν ορθές κρίσεις, ούτε να μας πει ποιοι είναι καλοί δικαστές, αφού, υπό την ιδιότητά του ως νομικού συμβούλου του Ανδρέα Παπανδρέου, επέτρεψε- τουλάχιστονεις αυτόν να ισχυρισθεί, προκειμένου να καλυφθεί στη δήλωση του «πόθεν έσχες», κάτι απίστευτο. Οτι τα χρήματα για την αγορά και πολυτελή ανακατασκευή της βίλας της δευτέρας συζύγου του απέκτησε διά δανείων του από τους υπουργούς του Αντώνιο Λιβάνη, Γεώργιο Κατσιφάρα και Κάρολο Παπούλια, ως και τον λιβανέζο φίλο του επιχειρηματία κ. Χάλακ.

Το γεγονός μάλιστα ότι προβάλλει στο βιβλίο αυτό και τις αναφορές στο όνομα του σημερινού Πρωθυπουργού «που γίνονται στην ετεροχρονισμένη μειοψηφία της αποφάσεως του δικαστηρίου», τις οποίες και παραθέτει, δημιουργεί απορία. Διότι ουδείς έχει ασχοληθεί με τις αναφορές αυτές, τις οποίες όλοι αγνοούν. Επομένως η ανάδειξή τους στο βιβλίο του πρέπει να θεωρηθεί μία ακόμη «επιτυχία» του.

Το τρίτο βιβλίο έγραψε ένα άλλο μέλος της συνθέσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, προτελευταίο στην ιεραρχία τούτων, ο Σ. Σπύρου, που διετέλεσε και Ανακριτής της υποθέσεως. Αλλά το βιβλίο αυτό, πέραν της παραθέσεως αδιαφόρων για τον αναγνώστη διαδικαστικών λεπτομερειών και σχολαστικών σχολίων των ισχυρισμών Τζίφρα, κατά τα λοιπά αποτελεί μνημείο αυθαιρέτων και συκοφαντικών κρίσεων, αλλά και παραλόγων ερμηνειών σε βάρος μελών του δικαστηρίου.

Εν πρώτοις, οι δικαστές και οι πρώην δικαστές που αποκαλύπτουν μυστικά της διασκέψεως διαπράττουν έγκλημα διωκόμενο αυτεπαγγέλτως, ήτοι παράβαση δικαστικού απορρήτου (άρθρο 251 ΠΚ). Οταν δε αναφέρουν ως αληθή ψευδή και συκοφαντικά γεγονότα, έστω και αν αυτά ελέχθησαν από άλλους, διαπράττουν και το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως.

Ο τελευταίος συγγραφέας, στο φλύαρο και χωρίς στοιχειώδες ευρετήριο βιβλίο του, με τίτλο «Να γιατί αθωώθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου και γιατί χρεοκόπησε η Ελλάδα», προδήλως για να παρασύρει βιβλιόφιλους να το αγοράσουν, παραθέτει αυθαίρετες κρίσεις και συμπεράσματα καταδεικνύοντα ή ότι δεν έχει επίγνωση της σημασίας των όσων γράφει ή ότι δεν στάθμισε καν αυτά, αποβλέπων μόνο στην πώληση του βιβλίου του. Περιαυτολογών, προσπαθεί να προσδώσει εις εαυτόν ρόλο που δεν είχε, αν και υπέβαλε τη δικογραφία ως περαιωμένη χωρίς να λάβει καταθέσεις των εκδοτών, ούτε του Γ. Λούβαρη, φίλου του κατηγορουμένου πρώην πρωθυπουργού, φερομένου εις τη δικογραφία ως παραλήπτη χρημάτων από τον Κοσκωτά, ενώ δεν εξηγεί γιατί δεν επέμεινε στην προσαγωγή τού άνω κατηγορουμένου στην ανάκριση. Ο αυτός συγγραφέας δέχεται απερισκέπτως και αναφέρει ως αληθές το λεγόμενο από τον κ. Μίκη Θεοδωράκη σε συνέντευξή του προς τον δημοσιογράφο του Σκάι κ. Μαλούχο, που απετέλεσε και βιβλίο με τίτλο «Αξιος εστίν». Οτι δηλαδή συνήλθε υπό την προεδρία του τότε πρωθυπουργού κ. Κ. Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου η Κυβερνητική Επιτροπή και απεφάσισεν ομοφώνως την αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου. Και ότι τάχα η απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης αείμνηστο Αθανάσιο Κανελλό πουλο «στα μέλη του δικαστηρίου, τα οποία συμμορφώθηκαν προς αυτήν και αθώωσαν τον κατηγορούμενο με την απόφασή του»!

Δεν αναφέρει αν ο ίδιος δέχθηκε παρέμβαση του Αθανασίου Κανελλοπούλου, ούτε αν κάποιο άλλο μέλος του είπε πως έγινε τοιαύτη παρέμβαση. Στηρίζεται αποκλειστικώς στη μαρτυρία του Μίκη Θεοδωράκη. Χωρίς να ερευνήσει, αν πράγματι είχε ληφθεί τέτοια απόφαση και αν αυτή υλοποιήθηκε. Το τραγικό είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται πως με όσα γράφει συκοφαντεί βάναυσα τους συναδέλφους του που ψήφισαν υπέρ της αθωώσεως του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ παραλλήλως καταρρακώνει το κύρος του Ειδικού Δικαστηρίου, αλλά και του εαυτού του. Με αυτή την αβάσιμη και παράλογη παραδοχή του ασελγεί επί της Ιστορίας και της Δικαιοσύνης την οποία υποτίθεται πως διακόνησε.

Ούτε ο Πρόεδροςτου δικαστηρίου οχλήθηκε από τον Αθανάσιο Κανελλόπουλο ούτε άλλος δικαστής του ανέφερε πως δέχθηκε παρόμοια όχληση. Ερωτηθείς ο Σπύρου, μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του, παραδέχθηκε ότι δεν ενοχλήθηκε από τον Αθανάσιο Κανελλόπουλο, ούτε του είπε κανείς δικαστής ότι δέχθηκε υπόδειξη ή παρότρυνση ή σύσταση από εκείνον ή από άλλον. Το αυτό είπαν στον Πρόεδρο και τα ερωτηθέντα μέλη της πλειοψηφίας της αποφάσεως. Γιατί τα είπε αυτά ο κ. Θεοδωράκης δεν δύναμαι να γνωρίζω. Ενδεχομένως να ήθελε να μετριάσει το μένος ορισμένων οπαδών του ΠαΣοΚ κατά του συμπατριώτη του και πρωθυπουργού της εποχής εκείνης. Αδυνατώ πάντως να δεχθώ ότι ένας γνωστός αγωνιστής της δημοκρατίας και συνεπώς υπερασπιστής της ανεξαρτησίας των θεσμών της θα ήταν δυνατόν να δεχθεί συζήτηση για ωμή παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης και να υπερηφανεύεται μάλιστα γι΄ αυτήν. Αν ήταν αληθή τα υπ΄ αυτού λεγόμενα, θα είχαν αμέσως διαρρεύσει το 1992, δεδομένου ότι ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, σε όλον τον πλανήτη, και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, όπου οι άνθρωποι ομιλούν εύκολα εκ παραδόσεως.

Απόδειξη ότι ουδείς επίστευσε τη μαρτυρία αυτή, που αποδέχεται και προβάλλει ο άνω πρώην δικαστής, είναι ότι, αν και διατυπώθηκε το 2004, ουδείς έως σήμερα τη σχολίασε ή την ανέδειξε. Διότι αν γινόταν πιστευτό ότι η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου υπαγορεύθηκε από την Κυβερνητική Επιτροπή, θα έπρεπε να είχε χαλάσει ο κόσμος και να έχουν δικαίως ξεσηκωθεί ακόμη και οι πέτρες. Τέλος, ο αυτός «συγγραφέας» διαπράττει και άλλο αδικαιολόγητο παράπτωμα. Δέχεται ως αληθές παραπολιτικό σχόλιο μιας εφημερίδος σε βάρος του Προέδρου μόνον εκ του λόγου ότι δεν το διέψευσε δημοσίως! Οχι δε διότι είχε δεδομένα εκ της διαδικασίας, αποδεικνύοντα το σχόλιο αυτό. Υποστηρίζει ότι δήθεν ο Πρόεδρος επεδίωκε την αθωωτική απόφαση, αλλά εψήφισεν υπέρ της καταδίκης, αφού εξασφαλίσθηκε η αθώωση! Και εις μεν την αρχή (σελίδα 29) του άνω βιβλίου του λέγει ότι τούτο έπραξε για λόγους «εντυπώσεων απλώς για να καλυφθεί στη συνείδηση των άλλων δικαστών και της κοινής γνώμης», εις δε το τέλος (σελίδα 588), αντιφατικώς προς τα ανωτέρω, λέγει ότι αυτό έπραξε «για να υποβαθμίσει την αξία της αποφάσεως, ως ληφθείσης με διαφορά μιας ψήφου, προφανώς διότι δεν επίστευε στην ορθότητα αυτής»!

Αλλά αφού επίστευε ότι η απόφαση της πλειοψηφίας δεν ήταν ορθή, γιατί να επιδιώκει την έκδοσή της; Δηλαδή, κατά τον «συγγραφέα», επί 11 μήνες δεν είχε σχηματίσει γνώμη ο Πρόεδρος; Αυτό κατόρθωσε να αντιληφθεί; Και επομένως οι εναντίον του Προέδρου βάναυσες και κακοήθεις επιθέσεις της προπαγάνδας ήταν μάταιες ή εικονικές;

Ομως ο μεν Α. Βγόντζας κατηγορεί τον Πρόεδρο ως καταδικαστικό, λέγοντας περίπου ότι ευφραινόταν κάθε φορά που κατέθεταν εις βάρος του Α. Παπανδρέου, ο δε Σ. Σπύρου ισχυρίζεται αντιθέτως ότι ήταν αθωωτικός, ανεξαρτήτως των όσων έλεγε. Αλλά όταν ακραίοι σχολιαστές του Προέδρου δεν συμφωνούν για την ενδόμυχη βούλησή του, μήπως αυτό σημαίνει ότι έπραττε ορθά το καθήκον του;

Ενώπιον της Ιστορίας, του Θεού και του θανάτου, αναποτρέπτου καταλήξεως παντός ανθρώπου, κακοποιήσεις της αληθείας ή φαινόμενα ανοήτου αυτοπροβολής, συχνά εναντίον της λογικής και πασίδηλων γεγονότων, δεν συγχωρούνται. Πολύ περισσότερο όταν οι αυτοπροβαλλόμενοι και λογικώς αυθαιρετούντες υπήρξαν κάποτε ανώτατοι δικαστές.

Γηράσκω αεί διδασκόμενος. Για μία ακόμη φορά διαπίστωσα ότι η κακότητα και η αχαριστία του σήμερα είναι αντιστρόφως ανάλογες προς το βάθος των υποκλίσεων του χθες. Αλλά και ότι οι στενοκέφαλοι, οι κρυψίνοι, οι αγοραφοβικοί και οι συμπλεγματικοί είναι απρόβλεπτοι και πολύ επικίνδυνοι. Αυτά επί του παρόντος.